Το πρόσωπο του ισλαμισμού μέσα από τα μάτια της «προφητικής» Οριάνα Φαλάτσι
Οι μουσουλμάνοι και η «ημισεληνοφορία» κατά της Δύσης
Του Περικλή Αθηναίου
Πολλοί είναι εκείνοι που δικαιώνονται μετά θάνατον. Οι πραγματικές αυθεντίες, οι άνθρωποι που όντως είχαν κάτι καινούριο ή «αιρετικό» για τα δεδομένα της εποχής τους να πουν, πολεμήθηκαν εν ζωή, άσχετα αν τιμήθηκαν ή όχι. Η Οριάνα Φαλάτσι όμως δικαιώθηκε. Πριν από μία δεκαετία, με τα γραπτά της μας προειδοποίησε για τα αποτελέσματα της μαζικής μετανάστευσης μουσουλμάνων στη Γηραιά Ήπειρο («εγκατάστασή τους μοιάζει με την εγκατάσταση των Μαυριτανών στην Πορτογαλία και στην Ισπανία πριν από χίλια χρόνια»), τα δεινά που επέρχονται εξαιτίας του φαινομένου, αλλά και για μια σύγκρουση η οποία αποκτά ολοένα και περισσότερο θρησκευτική χροιά. Και η Ιταλίδα δημοσιογράφος, συγγραφέας του μυθιστορήματος Ινσαλλάχ (Εξάντας, Αθήνα 1992) που άφησε εποχή, γνώρισε το Ισλάμ εκ του σύνεγγυς και «δικαιούται διά να ομιλεί». Περάσαμε, λοιπόν, στην εποχή της «ημισεληνοφορίας» κατά της Δύσης, με την εκούσια ή ακούσια συνδρομή –με στοιχεία ανίερης συμμαχίας–, μάλιστα, δογματικών δυτικών φιλελεύθερων αλλά και μαρξιστογενών;
Η προειδοποίηση
Το βιβλίο Οργή και Περηφάνια (Γκοβόστης, Αθήνα 2003) της Ιταλίδας δημοσιογράφου είναι καταγγελτικό και συνιστάται η ανάγνωσή του την ώρα που η Δύση συντάσσεται εκ νέου και αδικαιολόγητα με την πιο σκληρή εκδοχή του σουνιτικού Ισλάμ. Έγραψε η Φαλάτσι για τις προηγούμενες επεμβάσεις: «Είναι μια πολιτιστική, μια θρησκευτική διαμάχη. Και οι στρατιωτικές μας επιτυχίες δεν πρόκειται να βάλουν φρένο στην επιθετικότητα της ισλαμικής τρομοκρατίας. Αντίθετα μάλιστα, την ενθαρρύνουν. Την εξοργίζουν, την πολλαπλασιάζουν. Τα χειρότερα δεν τα έχουμε δει ακόμη».
Οι μουσουλμάνοι και η «ημισεληνοφορία» κατά της Δύσης
Του Περικλή Αθηναίου
Πολλοί είναι εκείνοι που δικαιώνονται μετά θάνατον. Οι πραγματικές αυθεντίες, οι άνθρωποι που όντως είχαν κάτι καινούριο ή «αιρετικό» για τα δεδομένα της εποχής τους να πουν, πολεμήθηκαν εν ζωή, άσχετα αν τιμήθηκαν ή όχι. Η Οριάνα Φαλάτσι όμως δικαιώθηκε. Πριν από μία δεκαετία, με τα γραπτά της μας προειδοποίησε για τα αποτελέσματα της μαζικής μετανάστευσης μουσουλμάνων στη Γηραιά Ήπειρο («εγκατάστασή τους μοιάζει με την εγκατάσταση των Μαυριτανών στην Πορτογαλία και στην Ισπανία πριν από χίλια χρόνια»), τα δεινά που επέρχονται εξαιτίας του φαινομένου, αλλά και για μια σύγκρουση η οποία αποκτά ολοένα και περισσότερο θρησκευτική χροιά. Και η Ιταλίδα δημοσιογράφος, συγγραφέας του μυθιστορήματος Ινσαλλάχ (Εξάντας, Αθήνα 1992) που άφησε εποχή, γνώρισε το Ισλάμ εκ του σύνεγγυς και «δικαιούται διά να ομιλεί». Περάσαμε, λοιπόν, στην εποχή της «ημισεληνοφορίας» κατά της Δύσης, με την εκούσια ή ακούσια συνδρομή –με στοιχεία ανίερης συμμαχίας–, μάλιστα, δογματικών δυτικών φιλελεύθερων αλλά και μαρξιστογενών;
Η προειδοποίηση
Το βιβλίο Οργή και Περηφάνια (Γκοβόστης, Αθήνα 2003) της Ιταλίδας δημοσιογράφου είναι καταγγελτικό και συνιστάται η ανάγνωσή του την ώρα που η Δύση συντάσσεται εκ νέου και αδικαιολόγητα με την πιο σκληρή εκδοχή του σουνιτικού Ισλάμ. Έγραψε η Φαλάτσι για τις προηγούμενες επεμβάσεις: «Είναι μια πολιτιστική, μια θρησκευτική διαμάχη. Και οι στρατιωτικές μας επιτυχίες δεν πρόκειται να βάλουν φρένο στην επιθετικότητα της ισλαμικής τρομοκρατίας. Αντίθετα μάλιστα, την ενθαρρύνουν. Την εξοργίζουν, την πολλαπλασιάζουν. Τα χειρότερα δεν τα έχουμε δει ακόμη».
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου αρχίζουν οι προειδοποιήσεις: «Στην Ευρώπη, τα τζαμιά που πολλαπλασιάζονται, όχι χάρη σε κάποιον ακλόνητο σεβασμό για κάθε θρησκεία αλλά υπό τη σκέπη ενός αναγεννημένου φανατισμού και ενός ξεχασμένου λαϊκισμού, κυριολεκτικά βρίθουν από τρομοκράτες ή υποψήφιους τρομοκράτες». Και σημειώνει πως «στη σημερινή Ιταλία και Ευρώπη όμως, οι μετανάστες έρχονται όποτε τους αρέσει και όποτε θέλουν. Τρομοκράτες, κλέφτες, βιαστές, πρώην κατάδικοι, πόρνες, ζητιάνοι, έμποροι ναρκωτικών, άτομα με μεταδοτικές ασθένειες. Δεν ελέγχεται το ιστορικό ούτε καν εκείνων που παίρνουν άδεια εργασίας. Από τη στιγμή που περνούν τα σύνορα, τους παρέχεται φιλοξενία, τροφή και ιατρική περίθαλψη, με επιβάρυνση των γηγενών». Αποτυπώνει, δε, το κλίμα της εποχής μας, λέγοντας πως «στο όνομα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν μπορείς καν να διατυπώσεις τις υποψίες σου για κάποιον που έχει αραβικά χαρακτηριστικά. Αλλιώς κατηγορείσαι αμέσως για αδιαλλαξία, προκατάληψη, ρατσισμό…».
Ο κίνδυνος
Για τους μουσουλμάνους, η Οριάνα Φαλάτσι τονίζει πως «οι καλύτερα εκπαιδευμένοι και οι πιο ευφυείς από αυτούς δεν μένουν στις μουσουλμανικές χώρες ούτε σε σπηλιές στο Αφγανιστάν ή σε τζαμιά στο Ιράν ή το Πακιστάν. Βρίσκονται στις δικές μας χώρες, στις δικές μας πόλεις, στα πανεπιστήμιά μας, στις επιχειρήσεις μας. Έχουν εξαιρετικές σχέσεις με τις Εκκλησίες μας, τις τράπεζές μας, τους τηλεοπτικούς σταθμούς μας, τις εφημερίδες μας, τους εκδότες μας, τις ακαδημαϊκές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις μας και με τα πολιτικά μας κόμματα. Φωλιάζουν στα γάγγλια της τεχνολογικής μας υποδομής. Κι ακόμη χειρότερα, ζουν στην καρδιά μιας κοινωνίας που τους φιλοξενεί χωρίς να διερωτάται για τη διαφορετική νοοτροπία τους, χωρίς να ελέγχει τις κακές προθέσεις τους, χωρίς να τιμωρεί το σκοταδιστικό φανατισμό τους. Μια κοινωνία που τους δέχεται χάρη στο ανεκτικό πνεύμα της Δημοκρατίας της, στην ανοιχτόμυαλη και απεριόριστη επιείκειά της, στη χριστιανική συμπόνια της, στις φιλελεύθερες αρχές της και στους πολιτισμένους νόμους της… Κατά τη διάρκεια μιας Συνόδου που έγινε στο Βατικανό τον Οκτώβριο του 1999, για να συζητηθούν οι σχέσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, ένας επιφανής και πολυμαθής εκπρόσωπος του Ισλάμ άφησε άναυδο το ακροατήριο, λέγοντας με άνεση και αυθάδεια: “Μέσω της Δημοκρατίας σας θα σας κυριεύσουμε, μέσω της θρησκείας μας θα σας επιβληθούμε”».
Ο πόλεμοςΌσο για τον πόλεμο «που έχουν κηρύξει οι γιοι του Αλλάχ εναντίον της Δύσης», αυτός έχει κατά τη Φαλάτσι «ήδη αρχίσει και θα συνεχιστεί. Μέχρι την τελευταία πνοή». Και υπογραμμίζει για τους μουσουλμάνους πως «ο πόλεμος εναντίον τους θα είναι πολύ σκληρός. Πολύ χρονοβόρος, πολύ δύσκολος, πολύ σκληρός. Εκτός και αν εμείς οι Ευρωπαίοι σταματήσουμε να τα κάνουμε πάνω μας από το φόβο μας και να παίξουμε διπρόσωπο παιγνίδι με τον εχθρό, εγκαταλείποντας την αξιοπρέπειά μας. Μια πρόταση που ισχύει ακόμη και για τον ίδιο τον Πάπα». Και καλεί τους Ευρωπαίους να συνειδητοποιήσουν τον κίνδυνο: «Ξυπνήστε, άνθρωποί μου, ξυπνήστε! Μέσα στο φόβο σας να βαδίσετε ενάντια στο ρεύμα, μην τυχόν και σας περάσουν για ρατσιστές (παρεμπιπτόντως, αυτό είναι μια λανθασμένη έκφραση, γιατί το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με μια ράτσα, μια φυλή, αλλά με μια θρησκεία), δεν καταλαβαίνετε ή δεν θέλετε να καταλάβετε ότι μια Αντίστροφη Σταυροφορία έχει ήδη αρχίσει. Τόσο τυφλωμένοι είστε από τη μυωπία και την ηλιθιότητα του Politically Correct, που δεν καταλαβαίνετε ή δεν θέλετε να καταλάβετε ότι έχει αρχίσει να διεξάγεται ένας θρησκευτικός πόλεμος. Ένας πόλεμος που ονομάζεται Τζιχάντ. Ένας πόλεμος που ίσως δεν στοχεύει στην κατάληψη των εδαφών μας (ίσως;), αλλά σίγουρα στοχεύει στην κατάληψη των ψυχών μας και στην εξαφάνιση της ελευθερίας μας. Είναι ένας πόλεμος που στοχεύει στην καταστροφή του πολιτισμού μας, γιατί θέλουν να μας καθορίσουν πώς θα ζούμε και πώς θα πεθαίνουμε, αν θα προσευχόμαστε ή όχι, τι θα τρώμε και τι θα πίνουμε, πώς θα ντυνόμαστε, πώς θα μορφωνόμαστε, πώς θα απολαμβάνουμε τη Ζωή… Αν δεν υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας, αν δεν πολεμήσουμε, η Τζιχάντ θα νικήσει. Ναι, θα νικήσει και θα καταστρέψει τον κόσμο που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουμε καταφέρει να χτίσουμε… Θα ακυρώσει τον πολιτισμό μας, την τέχνη μας, την επιστήμη μας, την ταυτότητά μας, την ηθική μας, τις αξίες μας, τις χαρές μας… Με ποια λογική συνεχίζουμε να σεβόμαστε αυτούς που δεν σέβονται εμάς; Τι είδους αξιοπρέπεια είναι αυτή, να υπεραμυνόμαστε του πολιτισμού τους, ή του υποτιθέμενου πολιτισμού τους, τη στιγμή που αυτοί απεχθάνονται το δικό μας πολιτισμό;… Ο πολιτισμός θα εξαφανιστεί και θα καταλήξουμε να έχουμε τζαμιά αντί για καμπαναριά, να φοράμε μπούρκα αντί για μίνι φούστες, να πίνουμε γάλα καμήλας αντί για το συνηθισμένο ποτηράκι μας… (οι μουσουλμάνοι) απαιτούν, και οι απαιτήσεις τους γίνονται δεκτές, την ανέγερση καινούριων τζαμιών. Ενώ οι ίδιοι στις χώρες τους δεν επιτρέπουν να χτιστεί ούτε το παραμικρό ξωκλήσι και δολοφονούν τις καλόγριες και τους ιεραπόστολους. Και αλίμονο στον πολίτη που απελπισμένος πια θα τολμήσει να φωνάξει: “Πηγαίνετε στις χώρες σας”… “Ρατσιστή, ρατσιστή”. Και οι Φλωρεντίνοι κρατούν κλειστά τα στόματά τους. Ταπεινωμένοι κι απογοητευμένοι, υποκύπτουν στον εκβιασμό της λέξης “ρατσιστής”».
Και προσέξτε εδώ: «Στη Ζωή και στην Ιστορία υπάρχουν στιγμές που δεν επιτρέπεται ο φόβος. Στιγμές που ο φόβος είναι ανήθικος και απολίτιστος. Έτσι, εκείνοι που λόγω αδυναμίας ή βλακείας (ή της συνήθειας να το έχουν δίπορτο) αποφεύγουν τις υποχρεώσεις που επιβάλλει τούτος ο πόλεμος, δεν είναι μονάχα δειλοί: Είναι και μαζοχιστές». Και με εγκωμιαστικές αναφορές στην αρχαία Ελλάδα («Πίσω από το δικό μας πολιτισμό κρύβεται ο Όμηρος, ο Φειδίας, υπάρχει ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Αρχιμήδης. Υπάρχει η θεσπέσια γλυπτική και αρχιτεκτονική της, η ποίηση, η φιλοσοφία της και οι αρχές της Δημοκρατίας»), αλλά, αν και άθεη, και στον Ιησού («Πέθανε στο σταυρό για να μας διδάξει την έννοια της αγάπης και της δικαιοσύνης»), μιλά για την απέχθεια των μουσουλμάνων στη μουσική: «“Κάνοντάς σας μια μεγάλη παραχώρηση, μπορώ να επιτρέψω ένα στρατιωτικό εμβατήριο”, μου είπε ο Χομεϊνί όταν του είχα πάρει συνέντευξη».
Τι πάνε να κάνουν στη Συρία;Οι Δυτικοί ψάχνουν τρόπο να δικαιολογήσουν άλλη μια επέμβαση, αυτή τη φορά στη Συρία. Κι ενώ ο κίνδυνος εκκολάπτεται μέσα στον κόρφο της ίδιας της ευρωπαϊκής επικράτειας, κάποιοι αντιλαμβάνονται ως το μεγάλο κίνδυνο για τα «δημοκρατικά ιδεώδη» την παρουσία κάποιων απολυταρχικών –αλλά συνάμα κοσμικών– καθεστώτων στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική. Οι πολιτικές ελίτ της Δύσης, παραγνωρίζοντας με δογματικό τρόπο τον πολιτισμικό και θρησκευτικό παράγοντα, προσπαθούν να επιβάλουν τις εκκοσμικευμένες αντιλήψεις τους με επεμβάσεις, που όμως ενδυναμώνουν αντί να αποδυναμώσουν το ριζοσπαστικό Ισλάμ.
Η Ιταλίδα δημοσιογράφος δεν τρέφει αμφιβολίες για το πώς αντιλαμβάνονται οι μουσουλμάνοι την ανοχή και την ανεξιθρησκία. Περιγράφει σκηνές βεβηλώσεων χριστιανικών ναών από την πολιορκημένη Βηρυτό του 1982, που θυμίζουν τη σημερινή Συρία: «Για όνομα του Θεού! Το 1982, τους είδα να καταστρέφουν τις Καθολικές εκκλησίες, να καίνε τους Σταυρούς, να βεβηλώνουν τις εικόνες της Παναγίας, να κατουρούν πάνω στις Άγιες Τράπεζες, να μετατρέπουν τα παρεκκλήσια σε αποχωρητήρια. Τους είδα να εξαπολύουν την περιφρόνησή τους για τις άλλες θρησκείες. Τους είδα στη Βηρυτό. Τη Βηρυτό που μέχρι την άφιξή τους ήταν τόσο πλούσια, τόσο ευτυχισμένη, τόσο κομψή και που σήμερα έχει γίνει ένα μίζερο αντίγραφο της Δαμασκού ή του Ισλαμαμπάντ… Τη Βηρυτό, όπου οι χριστιανοί είχαν αποδεχθεί τους Παλαιστίνιους…»
Ο κίνδυνος
Για τους μουσουλμάνους, η Οριάνα Φαλάτσι τονίζει πως «οι καλύτερα εκπαιδευμένοι και οι πιο ευφυείς από αυτούς δεν μένουν στις μουσουλμανικές χώρες ούτε σε σπηλιές στο Αφγανιστάν ή σε τζαμιά στο Ιράν ή το Πακιστάν. Βρίσκονται στις δικές μας χώρες, στις δικές μας πόλεις, στα πανεπιστήμιά μας, στις επιχειρήσεις μας. Έχουν εξαιρετικές σχέσεις με τις Εκκλησίες μας, τις τράπεζές μας, τους τηλεοπτικούς σταθμούς μας, τις εφημερίδες μας, τους εκδότες μας, τις ακαδημαϊκές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις μας και με τα πολιτικά μας κόμματα. Φωλιάζουν στα γάγγλια της τεχνολογικής μας υποδομής. Κι ακόμη χειρότερα, ζουν στην καρδιά μιας κοινωνίας που τους φιλοξενεί χωρίς να διερωτάται για τη διαφορετική νοοτροπία τους, χωρίς να ελέγχει τις κακές προθέσεις τους, χωρίς να τιμωρεί το σκοταδιστικό φανατισμό τους. Μια κοινωνία που τους δέχεται χάρη στο ανεκτικό πνεύμα της Δημοκρατίας της, στην ανοιχτόμυαλη και απεριόριστη επιείκειά της, στη χριστιανική συμπόνια της, στις φιλελεύθερες αρχές της και στους πολιτισμένους νόμους της… Κατά τη διάρκεια μιας Συνόδου που έγινε στο Βατικανό τον Οκτώβριο του 1999, για να συζητηθούν οι σχέσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, ένας επιφανής και πολυμαθής εκπρόσωπος του Ισλάμ άφησε άναυδο το ακροατήριο, λέγοντας με άνεση και αυθάδεια: “Μέσω της Δημοκρατίας σας θα σας κυριεύσουμε, μέσω της θρησκείας μας θα σας επιβληθούμε”».
Ο πόλεμοςΌσο για τον πόλεμο «που έχουν κηρύξει οι γιοι του Αλλάχ εναντίον της Δύσης», αυτός έχει κατά τη Φαλάτσι «ήδη αρχίσει και θα συνεχιστεί. Μέχρι την τελευταία πνοή». Και υπογραμμίζει για τους μουσουλμάνους πως «ο πόλεμος εναντίον τους θα είναι πολύ σκληρός. Πολύ χρονοβόρος, πολύ δύσκολος, πολύ σκληρός. Εκτός και αν εμείς οι Ευρωπαίοι σταματήσουμε να τα κάνουμε πάνω μας από το φόβο μας και να παίξουμε διπρόσωπο παιγνίδι με τον εχθρό, εγκαταλείποντας την αξιοπρέπειά μας. Μια πρόταση που ισχύει ακόμη και για τον ίδιο τον Πάπα». Και καλεί τους Ευρωπαίους να συνειδητοποιήσουν τον κίνδυνο: «Ξυπνήστε, άνθρωποί μου, ξυπνήστε! Μέσα στο φόβο σας να βαδίσετε ενάντια στο ρεύμα, μην τυχόν και σας περάσουν για ρατσιστές (παρεμπιπτόντως, αυτό είναι μια λανθασμένη έκφραση, γιατί το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με μια ράτσα, μια φυλή, αλλά με μια θρησκεία), δεν καταλαβαίνετε ή δεν θέλετε να καταλάβετε ότι μια Αντίστροφη Σταυροφορία έχει ήδη αρχίσει. Τόσο τυφλωμένοι είστε από τη μυωπία και την ηλιθιότητα του Politically Correct, που δεν καταλαβαίνετε ή δεν θέλετε να καταλάβετε ότι έχει αρχίσει να διεξάγεται ένας θρησκευτικός πόλεμος. Ένας πόλεμος που ονομάζεται Τζιχάντ. Ένας πόλεμος που ίσως δεν στοχεύει στην κατάληψη των εδαφών μας (ίσως;), αλλά σίγουρα στοχεύει στην κατάληψη των ψυχών μας και στην εξαφάνιση της ελευθερίας μας. Είναι ένας πόλεμος που στοχεύει στην καταστροφή του πολιτισμού μας, γιατί θέλουν να μας καθορίσουν πώς θα ζούμε και πώς θα πεθαίνουμε, αν θα προσευχόμαστε ή όχι, τι θα τρώμε και τι θα πίνουμε, πώς θα ντυνόμαστε, πώς θα μορφωνόμαστε, πώς θα απολαμβάνουμε τη Ζωή… Αν δεν υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας, αν δεν πολεμήσουμε, η Τζιχάντ θα νικήσει. Ναι, θα νικήσει και θα καταστρέψει τον κόσμο που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουμε καταφέρει να χτίσουμε… Θα ακυρώσει τον πολιτισμό μας, την τέχνη μας, την επιστήμη μας, την ταυτότητά μας, την ηθική μας, τις αξίες μας, τις χαρές μας… Με ποια λογική συνεχίζουμε να σεβόμαστε αυτούς που δεν σέβονται εμάς; Τι είδους αξιοπρέπεια είναι αυτή, να υπεραμυνόμαστε του πολιτισμού τους, ή του υποτιθέμενου πολιτισμού τους, τη στιγμή που αυτοί απεχθάνονται το δικό μας πολιτισμό;… Ο πολιτισμός θα εξαφανιστεί και θα καταλήξουμε να έχουμε τζαμιά αντί για καμπαναριά, να φοράμε μπούρκα αντί για μίνι φούστες, να πίνουμε γάλα καμήλας αντί για το συνηθισμένο ποτηράκι μας… (οι μουσουλμάνοι) απαιτούν, και οι απαιτήσεις τους γίνονται δεκτές, την ανέγερση καινούριων τζαμιών. Ενώ οι ίδιοι στις χώρες τους δεν επιτρέπουν να χτιστεί ούτε το παραμικρό ξωκλήσι και δολοφονούν τις καλόγριες και τους ιεραπόστολους. Και αλίμονο στον πολίτη που απελπισμένος πια θα τολμήσει να φωνάξει: “Πηγαίνετε στις χώρες σας”… “Ρατσιστή, ρατσιστή”. Και οι Φλωρεντίνοι κρατούν κλειστά τα στόματά τους. Ταπεινωμένοι κι απογοητευμένοι, υποκύπτουν στον εκβιασμό της λέξης “ρατσιστής”».
Και προσέξτε εδώ: «Στη Ζωή και στην Ιστορία υπάρχουν στιγμές που δεν επιτρέπεται ο φόβος. Στιγμές που ο φόβος είναι ανήθικος και απολίτιστος. Έτσι, εκείνοι που λόγω αδυναμίας ή βλακείας (ή της συνήθειας να το έχουν δίπορτο) αποφεύγουν τις υποχρεώσεις που επιβάλλει τούτος ο πόλεμος, δεν είναι μονάχα δειλοί: Είναι και μαζοχιστές». Και με εγκωμιαστικές αναφορές στην αρχαία Ελλάδα («Πίσω από το δικό μας πολιτισμό κρύβεται ο Όμηρος, ο Φειδίας, υπάρχει ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Αρχιμήδης. Υπάρχει η θεσπέσια γλυπτική και αρχιτεκτονική της, η ποίηση, η φιλοσοφία της και οι αρχές της Δημοκρατίας»), αλλά, αν και άθεη, και στον Ιησού («Πέθανε στο σταυρό για να μας διδάξει την έννοια της αγάπης και της δικαιοσύνης»), μιλά για την απέχθεια των μουσουλμάνων στη μουσική: «“Κάνοντάς σας μια μεγάλη παραχώρηση, μπορώ να επιτρέψω ένα στρατιωτικό εμβατήριο”, μου είπε ο Χομεϊνί όταν του είχα πάρει συνέντευξη».
Τι πάνε να κάνουν στη Συρία;Οι Δυτικοί ψάχνουν τρόπο να δικαιολογήσουν άλλη μια επέμβαση, αυτή τη φορά στη Συρία. Κι ενώ ο κίνδυνος εκκολάπτεται μέσα στον κόρφο της ίδιας της ευρωπαϊκής επικράτειας, κάποιοι αντιλαμβάνονται ως το μεγάλο κίνδυνο για τα «δημοκρατικά ιδεώδη» την παρουσία κάποιων απολυταρχικών –αλλά συνάμα κοσμικών– καθεστώτων στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική. Οι πολιτικές ελίτ της Δύσης, παραγνωρίζοντας με δογματικό τρόπο τον πολιτισμικό και θρησκευτικό παράγοντα, προσπαθούν να επιβάλουν τις εκκοσμικευμένες αντιλήψεις τους με επεμβάσεις, που όμως ενδυναμώνουν αντί να αποδυναμώσουν το ριζοσπαστικό Ισλάμ.
Η Ιταλίδα δημοσιογράφος δεν τρέφει αμφιβολίες για το πώς αντιλαμβάνονται οι μουσουλμάνοι την ανοχή και την ανεξιθρησκία. Περιγράφει σκηνές βεβηλώσεων χριστιανικών ναών από την πολιορκημένη Βηρυτό του 1982, που θυμίζουν τη σημερινή Συρία: «Για όνομα του Θεού! Το 1982, τους είδα να καταστρέφουν τις Καθολικές εκκλησίες, να καίνε τους Σταυρούς, να βεβηλώνουν τις εικόνες της Παναγίας, να κατουρούν πάνω στις Άγιες Τράπεζες, να μετατρέπουν τα παρεκκλήσια σε αποχωρητήρια. Τους είδα να εξαπολύουν την περιφρόνησή τους για τις άλλες θρησκείες. Τους είδα στη Βηρυτό. Τη Βηρυτό που μέχρι την άφιξή τους ήταν τόσο πλούσια, τόσο ευτυχισμένη, τόσο κομψή και που σήμερα έχει γίνει ένα μίζερο αντίγραφο της Δαμασκού ή του Ισλαμαμπάντ… Τη Βηρυτό, όπου οι χριστιανοί είχαν αποδεχθεί τους Παλαιστίνιους…»
Και αναρωτιέται: «Πώς έτσι κι οι σημερινοί δήθεν αριστεροί δεν αναφέρουν πια τη φράση του Καρόλου Μαρξ “η θρησκεία είναι το όπιο του λαού”; Γιατί δεν ανοίγουν το στόμα τους να καταγγείλουν τα θεοκρατικά καθεστώτα των ισλαμικών χωρών;».
Οργή και Περηφάνια
Οργή και Περηφάνια
Στο βιβλίο της Οργή και Περηφάνια, που βρίθει πολύ προσβλητικών αναφορών κατά πολλών, όπως ο Γιασέρ Αραφάτ, η Φαλάτσι στρέφεται εναντίον αυτών που οι ριζοσπάστες του Ισλάμ θεωρούν μάρτυρες, ενώ καυτηριάζει και τις διασυνδέσεις ισλαμιστών και ακροαριστερών τρομοκρατών αλλά και τις καταστροφές των προϊσλαμικών μνημείων στις μουσουλμανικές χώρες. Τέλος, αναφέρεται «στο μονοπάτι της απέχθειας που τρέφουν οι μουσουλμάνοι για μας τις γυναίκες» και καυτηριάζει την υποκρισία των Ευρωπαίων φεμινιστριών: «Μπορείτε να μου πείτε γιατί όταν πρόκειται για τις αδελφές σας, τις μουσουλμάνες που τις βασανίζουν, τις ταπεινώνουν και τις δολοφονούν τα αληθινά αρσενικά –σοβινιστικά– γουρούνια, εσείς τηρείτε την ίδια σιωπή με τους μικρόψυχους άντρες σας; Μπορείτε να μου πείτε γιατί δεν οργανώνετε ποτέ κάποια εντυπωσιακή εκδήλωση διαμαρτυρίας έξω από την πρεσβεία του Αφγανιστάν ή της Σαουδικής Αραβίας;…Ή απλά δεν σας καίγεται καρφί για τις αδελφές σας τις μουσουλμάνες επειδή τις θεωρείτε κατώτερες; Σ’ αυτή την περίπτωση, ποιος είναι ο ρατσιστής, εγώ ή εσείς;».
Ο επίμαχος διάλογος με τον Αγιατολάχ Χομεϊνί
Οριάνα Φαλάτσι: Έχω ακόμα να σας ρωτήσω πολλά πράγματα. Για το τσαντόρ, για παράδειγμα, που υποχρεώθηκα να φορέσω για να έρθω και να πάρω τη συνέντευξη από εσάς, και το οποίο επιβάλλετε στις Ιρανές… Δεν αναφέρομαι μόνο στο φόρεμα, αλλά σε αυτό που εκπροσωπεί, εννοώ το απαρτχάιντ στο οποίο υποχρεώθηκαν οι Ιρανές μετά την επανάσταση. Δεν μπορούν να φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο, δεν μπορούν να εργαστούν με άνδρες, δεν μπορούν να κολυμπήσουν στη θάλασσα ή σε μια πισίνα με άνδρες. Πρέπει να τα κάνουν όλα ξεχωριστά, φορώντας το τσαντόρ τους. Μια και το έφερε ο λόγος, πώς μπορείς να κολυμπήσεις φορώντας το τσαντόρ;
Ο επίμαχος διάλογος με τον Αγιατολάχ Χομεϊνί
Οριάνα Φαλάτσι: Έχω ακόμα να σας ρωτήσω πολλά πράγματα. Για το τσαντόρ, για παράδειγμα, που υποχρεώθηκα να φορέσω για να έρθω και να πάρω τη συνέντευξη από εσάς, και το οποίο επιβάλλετε στις Ιρανές… Δεν αναφέρομαι μόνο στο φόρεμα, αλλά σε αυτό που εκπροσωπεί, εννοώ το απαρτχάιντ στο οποίο υποχρεώθηκαν οι Ιρανές μετά την επανάσταση. Δεν μπορούν να φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο, δεν μπορούν να εργαστούν με άνδρες, δεν μπορούν να κολυμπήσουν στη θάλασσα ή σε μια πισίνα με άνδρες. Πρέπει να τα κάνουν όλα ξεχωριστά, φορώντας το τσαντόρ τους. Μια και το έφερε ο λόγος, πώς μπορείς να κολυμπήσεις φορώντας το τσαντόρ;
Αγιατολάχ Χομεϊνί: Τίποτα από αυτά δεν σας ενδιαφέρει, οι συνήθειές μας δεν σας ενδιαφέρουν. Αν δεν σας αρέσει η ισλαμική ενδυμασία, δεν είστε υποχρεωμένη να τη φοράτε, μια και είναι για τις νέες γυναίκες και τις ευπρεπείς κυρίες.
Οριάνα Φαλάτσι: Αυτό είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, ιμάμη, μια και μου το λέτε αυτό, θα ξεφορτωθώ αμέσως αυτό το μεσαιωνικό κουρέλι. Ορίστε!
Πηγή περιοδικό Επίκαιρα τεύχος 203