Είναι αδύνατο να μην ανατριχιάσει κανείς διαβάζοντας τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη στο επικό Αξιον Εστί, να ανατριχιάσει όχι μόνο για την ποιητική δεινότητα όσο για την απίστευτη επικαιρότητα. Όταν δε, ακούσει το έργο όπως το μελοποίησε με θυελλώδη ορμή ο Μίκης Θεοδωράκης, το αφηγήθηκε ο Μάνος Κατράκης, το τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η αίσθηση του μεγαλείου και της διαχρονικότητας είναι περισσότερο εμφανή από ποτέ. Αυτή η διάσταση αναδεικνύεται στις συναυλίες της Καμεράτας στις 20 και 21 Νοεμβρίου με το Αξιον Εστί.
«Ένα το χελιδόνι κι άνοιξη ακριβή», «Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς γυρίζω», «Της δικαιοσύνης Ηλιε νοητέ»... Είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του Αξιον Εστί, του θρυλικού ορατόριου σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και του Οδυσσέα Ελύτη. Το ποίημα που μιλά για «αυτόν τον κόσμο τον μικρό, τον Μέγα» κλασική προμετωπίδα και οδηγό, επανέρχεται σε μια πολιτικά και κοινωνικά κρίσιμη ομάδα, με μια dream team στο Μέγαρο Μουσικής. Η διεθνώς βραβευμένη Καμεράτα ερμηνεύει το Αξιον Εστί, υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, με τον Νίκο Καραθάνο στο ρόλο του αφηγητή, ενώ τραγουδούν ο διεθνούς ακτινοβολίας λυρικός τραγουδιστής Δημήτρης Πλατανιάς και ο Γιάννης Κότσιρας.
«Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους
είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.» Είναι ένα μόνο απόσπασμα από το επικό έργο που θα ακουστεί στις συναυλίες όπως μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη. Το μνημειώδες έργο του Μίκη Θεοδωράκη είναι ένα λαϊκό ορατόριο για βαρύτονο, λαϊκό τραγουδιστή, αφηγητή, λαϊκή ορχήστρα, συμφωνική ορχήστρα και χορωδία που παντρεύει τη βυζαντινή, τη συμφωνική και την ελληνική λαϊκή μουσική. Γράφτηκε στην Αθήνα και στο Παρίσι από τον Μίκη Θεοδωράκη που το ξεκίνησε το 1960 και το ολοκλήρωσε το 1963. Είναι ένα έργο- σταθμός στην ιστορία όχι μόνο της ελληνικής μουσικής. Στις συναυλίες της 20ης και 21ης Νοεμβρίου θα παρουσιαστεί και η Συμφωνία αρ.14 του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, για την οποία ο ίδιος είχε πει: «Ο,τι έγραψα μέχρι τώρα ήταν προετοιμασία για αυτό το έργο...». Η Συμφωνία αρ.14 είναι ένα έργο κατά του θανάτου, ένας ύμνος στη ζωή και στη χαρά και αναμφίβολα ένα από τα πιο πρωτότυπα έργα που έχει γράψει ο μεγαλύτερος από τους σοβιετικούς νεοκλασικιστές. Γράφθηκε μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 1969, περίοδο κατά την οποία ο Σοστακόβιτς νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της Μόσχας ύστερα από το δεύτερο έμφραγμα που υπέστη. Φέρει τον τίτλο «συμφωνία», και είναι όντως ένα συμφωνικό έργο, ωστόσο δεν ακολουθεί την αποκρυσταλλωμένη δομή της κλασικής συμφωνίας, αλλά παραθέτει ένα κύκλο από μελοποιημένους στίχους ποιητών που χάραξαν την ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, όπως οι Ρίλκε, Λόρκα, Απολιναίρ, κ.α.
είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.» Είναι ένα μόνο απόσπασμα από το επικό έργο που θα ακουστεί στις συναυλίες όπως μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη. Το μνημειώδες έργο του Μίκη Θεοδωράκη είναι ένα λαϊκό ορατόριο για βαρύτονο, λαϊκό τραγουδιστή, αφηγητή, λαϊκή ορχήστρα, συμφωνική ορχήστρα και χορωδία που παντρεύει τη βυζαντινή, τη συμφωνική και την ελληνική λαϊκή μουσική. Γράφτηκε στην Αθήνα και στο Παρίσι από τον Μίκη Θεοδωράκη που το ξεκίνησε το 1960 και το ολοκλήρωσε το 1963. Είναι ένα έργο- σταθμός στην ιστορία όχι μόνο της ελληνικής μουσικής. Στις συναυλίες της 20ης και 21ης Νοεμβρίου θα παρουσιαστεί και η Συμφωνία αρ.14 του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, για την οποία ο ίδιος είχε πει: «Ο,τι έγραψα μέχρι τώρα ήταν προετοιμασία για αυτό το έργο...». Η Συμφωνία αρ.14 είναι ένα έργο κατά του θανάτου, ένας ύμνος στη ζωή και στη χαρά και αναμφίβολα ένα από τα πιο πρωτότυπα έργα που έχει γράψει ο μεγαλύτερος από τους σοβιετικούς νεοκλασικιστές. Γράφθηκε μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 1969, περίοδο κατά την οποία ο Σοστακόβιτς νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της Μόσχας ύστερα από το δεύτερο έμφραγμα που υπέστη. Φέρει τον τίτλο «συμφωνία», και είναι όντως ένα συμφωνικό έργο, ωστόσο δεν ακολουθεί την αποκρυσταλλωμένη δομή της κλασικής συμφωνίας, αλλά παραθέτει ένα κύκλο από μελοποιημένους στίχους ποιητών που χάραξαν την ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, όπως οι Ρίλκε, Λόρκα, Απολιναίρ, κ.α.
Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί πως έγραψε το Αξιον Εστί.
«Οσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του '48 με '51. Ηταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ητανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοιρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ηταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ' άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοιρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».
Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοιρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».
Πηγή: «Δεν θα είναι το άδικο τιμιότερο από το αίμα»: Oταν το σπαρακτικά επίκαιρο Αξιον Εστί του Ελύτη μελοποιήθηκε από τον Θεοδωράκη | iefimerida.gr http://www.iefimerida.gr/node/130922#ixzz2nfUVVZXW