του Σταύρου Λυγερού
Μπορεί οι Σαμαράς και Βενιζέλος να επιδίδονται σε επικοινωνιακές ασκήσεις αισιοδοξίας, αλλά η πραγματικότητα δεν επιτρέπει ακόμα και στους δεδηλωμένους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ να «αγοράσουν» την κυβερνητική προπαγάνδα. Η κρίση έχει προσλάβει διαστάσεις οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής Οι στατιστικές μόνο εν μέρει καταγράφουν το μέγεθος της καταστροφής αυτής.
Δίπλα στο ενάμισι εκατομμύριο ανέργων που ωθείται στην εξαθλίωση είναι και το ενάμισι εκατομμύριο εργαζομένων που έχουν μήνες να πληρωθούν. Αλλά και όσοι έχουν ακόμα εισόδημα το βλέπουν συνεχώς να συρρικνώνεται Οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι λόγω των αλλεπάλληλων περικοπών, ενώ το πλήθος των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και ελεύθερων επαγγελματιών λόγω της κατακόρυφης πτώσης του τζίρου τους. Την ίδια περίοδο, οι φορολογικές υποχρεώσεις εκτοξεύονται, καθιστώντας το διαθέσιμο εισόδημα περισσότερο ή λιγότερο ανεπαρκές για την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών επιβίωσης.
Όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις η κυβέρνηση Σαμαρά έχει στρέψει τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών εναντίον της. Για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό, επιχειρεί να μετατρέψει τα καυτά οικονομικοκοινωνικά προβλήματα σε αντικείμενο διένεξης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Για την ακρίβεια, επιχειρεί προπαγανδιστικά να τον εμφανίσει όχι ως αντίπαλο κόμμα με διαφορετική ιδεολογία και πολιτική, αλλά σαν κόμμα περιορισμένης νομιμότητας, σαν κόμμα που έχει το ένα πόδι εντός του συνταγματικού τόξου και το άλλο εκτός.
Στιγματίζοντας -με την αμέριστη βοήθεια των κατεστημένων ΜΜΕ- τον ΣΥΡΙΖΑ κυρίως ότι υποθάλπει ή, τουλάχιστον, ανέχεται τη βία όταν έχει αριστερό πρόσημο, οι επιτελείς του Μεγάρου Μαξίμου μετατρέπουν τις θεμιτές στη δημοκρατία ιδεολογικοπολιτικές διαφορές σε καθεστωτικού χαρακτήρα αναμέτρηση. Κατ’ επέκτασιν, καλλιεργούν την εντύπωση ότι είναι επικίνδυνο για τη χώρα να αναλάβει τη διακυβέρνηση η Αριστερά.
Μπορεί να μην το λένε ρητά, αλλά στην πράξη αμφισβητούν τη θεμελιώδη και σταθεροποιητική αρχή της εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία. Στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός ότι το Μνημόνιο είναι μονόδρομος υποδηλώνει ότι είναι επίσης μονόδρομος η παραμονή της «παράταξης του Μνημονίου» στην εξουσία. Πρόκειται για βαθιά επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό, ο οποίος υπονομεύει τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος και, βεβαίως, καλλιεργεί με άλλη μορφή το μετεμφυλιακό διχασμό της κοινωνίας.
Το ιδεολογικό όπλο της κυβέρνησης είναι το δόγμα «νόμος και τάξη». Αναμφίβολα, οι νόμοι πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις. Δεν είναι, ωστόσο, θεόπεμπτοι. Στον κοινοβουλευτισμό αντανακλούν το συσχετισμό δυνάμεων και τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες Οι ισορροπίες αυτές είναι δυναμικές και μεταβάλλονται. Εξ ου και οι κοινωνίες διαπερνώνται από πολλών ειδών αντιθέσεις οι οποίες παράγουν πολιτικές πιέσεις και κινήματα.
Η κυβέρνηση Σαμαρά οχυρώνεται πίσω από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της. Από θεσμικής απόψεως αυτή η πλειοψηφία είναι μηχανισμός πολιτικής νομιμοποίησης. Πολιτικά, όμως εγείρονται δύο προβλήματα:
• Πρώτον, το εκλογικό αποτέλεσμα του 2012 διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την προεκλογική επαγγελία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ για επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου.
• Δεύτερον, δεν είναι πάντα δεδομένο ότι μια αιρετή κυβέρνηση είναι σε θέση να απορροφήσει τις κοινωνικές εντάσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της. Ιδιαιτέρως σε περιβάλλον οξύτατης οικονομικοκοινωνικής κρίσης. Σε τέτοιες οδικές συνθήκες μαζικής κοινωνικής καταστροφής οι πολίτες δεν εκφράζονται πολιτικά μόνο ως ψηφοφόροι. Και, βεβαίως η κυβέρνηση χάνει την αναγκαία αξιοπιστία για να επιβάλει το σεβασμό και την εφαρμογή των νόμων.
Στην Ελλάδα οι παραδοσιακοί πυλώνες του πολιτικού συστήματος έχουν σε μεγάλο βαθμό καταρρεύσει. Το ΠΑΣΟΚ του 44% κινείται πλέον σε χαμηλό μονοψήφιο ποσοστό. Εάν η ΝΔ καταφέρνει ακόμα να διατηρεί ένα σημαντικό ποσοστό (αρκετά μικρότερο του 30%), αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι θεωρείται το τελευταίο ανάχωμα στην επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό το λόγο συσπειρώνονται πολιτικοεκλογικά γύρω της όχι μόνο παραδοσιακοί δεξιοί, αλλά και εύπορα κοινωνικά στρώματα που φοβούνται ότι, εάν σχηματίσει κυβέρνηση η Αριστερά, θα προκληθεί ρήξη με την Ευρωζώνη και κατ’επέκτασιν χάος.
Το δίδαγμα της Ιστορίας είναι ότι όποτε ασκείται μαζικά οικονομική βία αργά ή γρήγορα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εκδηλώνεται κοινωνική αντίδραση. Η οικονομική βία μπορεί να μην διώκεται ποινικά, αλλά αυτό δεν την καθιστά λιγότερο καταστρεπτική για την κοινωνία. Όταν, μάλιστα, οι πολίτες δεν βλέπουν διέξοδο εντός του πολιτικού συστήματος η αντίδρασή τους είναι συνήθως βίαιη. Η πείρα έχει αποδείξει ότι όταν το κοινωνικό τοπίο είναι εύφλεκτο, η επίδειξη πυγμής και η μονοδιάστατη καταστολή είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσουν σαν πυροκροτητής.
ΕΠΙΚΑΙΡΑ
Μπορεί οι Σαμαράς και Βενιζέλος να επιδίδονται σε επικοινωνιακές ασκήσεις αισιοδοξίας, αλλά η πραγματικότητα δεν επιτρέπει ακόμα και στους δεδηλωμένους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ να «αγοράσουν» την κυβερνητική προπαγάνδα. Η κρίση έχει προσλάβει διαστάσεις οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής Οι στατιστικές μόνο εν μέρει καταγράφουν το μέγεθος της καταστροφής αυτής.
Δίπλα στο ενάμισι εκατομμύριο ανέργων που ωθείται στην εξαθλίωση είναι και το ενάμισι εκατομμύριο εργαζομένων που έχουν μήνες να πληρωθούν. Αλλά και όσοι έχουν ακόμα εισόδημα το βλέπουν συνεχώς να συρρικνώνεται Οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι λόγω των αλλεπάλληλων περικοπών, ενώ το πλήθος των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και ελεύθερων επαγγελματιών λόγω της κατακόρυφης πτώσης του τζίρου τους. Την ίδια περίοδο, οι φορολογικές υποχρεώσεις εκτοξεύονται, καθιστώντας το διαθέσιμο εισόδημα περισσότερο ή λιγότερο ανεπαρκές για την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών επιβίωσης.
Όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις η κυβέρνηση Σαμαρά έχει στρέψει τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών εναντίον της. Για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό, επιχειρεί να μετατρέψει τα καυτά οικονομικοκοινωνικά προβλήματα σε αντικείμενο διένεξης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Για την ακρίβεια, επιχειρεί προπαγανδιστικά να τον εμφανίσει όχι ως αντίπαλο κόμμα με διαφορετική ιδεολογία και πολιτική, αλλά σαν κόμμα περιορισμένης νομιμότητας, σαν κόμμα που έχει το ένα πόδι εντός του συνταγματικού τόξου και το άλλο εκτός.
Στιγματίζοντας -με την αμέριστη βοήθεια των κατεστημένων ΜΜΕ- τον ΣΥΡΙΖΑ κυρίως ότι υποθάλπει ή, τουλάχιστον, ανέχεται τη βία όταν έχει αριστερό πρόσημο, οι επιτελείς του Μεγάρου Μαξίμου μετατρέπουν τις θεμιτές στη δημοκρατία ιδεολογικοπολιτικές διαφορές σε καθεστωτικού χαρακτήρα αναμέτρηση. Κατ’ επέκτασιν, καλλιεργούν την εντύπωση ότι είναι επικίνδυνο για τη χώρα να αναλάβει τη διακυβέρνηση η Αριστερά.
Μπορεί να μην το λένε ρητά, αλλά στην πράξη αμφισβητούν τη θεμελιώδη και σταθεροποιητική αρχή της εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία. Στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός ότι το Μνημόνιο είναι μονόδρομος υποδηλώνει ότι είναι επίσης μονόδρομος η παραμονή της «παράταξης του Μνημονίου» στην εξουσία. Πρόκειται για βαθιά επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό, ο οποίος υπονομεύει τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος και, βεβαίως, καλλιεργεί με άλλη μορφή το μετεμφυλιακό διχασμό της κοινωνίας.
Το ιδεολογικό όπλο της κυβέρνησης είναι το δόγμα «νόμος και τάξη». Αναμφίβολα, οι νόμοι πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις. Δεν είναι, ωστόσο, θεόπεμπτοι. Στον κοινοβουλευτισμό αντανακλούν το συσχετισμό δυνάμεων και τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες Οι ισορροπίες αυτές είναι δυναμικές και μεταβάλλονται. Εξ ου και οι κοινωνίες διαπερνώνται από πολλών ειδών αντιθέσεις οι οποίες παράγουν πολιτικές πιέσεις και κινήματα.
Η κυβέρνηση Σαμαρά οχυρώνεται πίσω από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της. Από θεσμικής απόψεως αυτή η πλειοψηφία είναι μηχανισμός πολιτικής νομιμοποίησης. Πολιτικά, όμως εγείρονται δύο προβλήματα:
• Πρώτον, το εκλογικό αποτέλεσμα του 2012 διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την προεκλογική επαγγελία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ για επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου.
• Δεύτερον, δεν είναι πάντα δεδομένο ότι μια αιρετή κυβέρνηση είναι σε θέση να απορροφήσει τις κοινωνικές εντάσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της. Ιδιαιτέρως σε περιβάλλον οξύτατης οικονομικοκοινωνικής κρίσης. Σε τέτοιες οδικές συνθήκες μαζικής κοινωνικής καταστροφής οι πολίτες δεν εκφράζονται πολιτικά μόνο ως ψηφοφόροι. Και, βεβαίως η κυβέρνηση χάνει την αναγκαία αξιοπιστία για να επιβάλει το σεβασμό και την εφαρμογή των νόμων.
Στην Ελλάδα οι παραδοσιακοί πυλώνες του πολιτικού συστήματος έχουν σε μεγάλο βαθμό καταρρεύσει. Το ΠΑΣΟΚ του 44% κινείται πλέον σε χαμηλό μονοψήφιο ποσοστό. Εάν η ΝΔ καταφέρνει ακόμα να διατηρεί ένα σημαντικό ποσοστό (αρκετά μικρότερο του 30%), αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι θεωρείται το τελευταίο ανάχωμα στην επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό το λόγο συσπειρώνονται πολιτικοεκλογικά γύρω της όχι μόνο παραδοσιακοί δεξιοί, αλλά και εύπορα κοινωνικά στρώματα που φοβούνται ότι, εάν σχηματίσει κυβέρνηση η Αριστερά, θα προκληθεί ρήξη με την Ευρωζώνη και κατ’επέκτασιν χάος.
Το δίδαγμα της Ιστορίας είναι ότι όποτε ασκείται μαζικά οικονομική βία αργά ή γρήγορα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εκδηλώνεται κοινωνική αντίδραση. Η οικονομική βία μπορεί να μην διώκεται ποινικά, αλλά αυτό δεν την καθιστά λιγότερο καταστρεπτική για την κοινωνία. Όταν, μάλιστα, οι πολίτες δεν βλέπουν διέξοδο εντός του πολιτικού συστήματος η αντίδρασή τους είναι συνήθως βίαιη. Η πείρα έχει αποδείξει ότι όταν το κοινωνικό τοπίο είναι εύφλεκτο, η επίδειξη πυγμής και η μονοδιάστατη καταστολή είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσουν σαν πυροκροτητής.
ΕΠΙΚΑΙΡΑ