Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Χλομά Χριστούγεννα

Εκεί κάπου στο Μοναστηράκι μεταξύ Ερμού, Αθηνάς... Παλλάδος και πλατείας Αβησσυνίας, στην καρδιά της Αθήνας, όπου ανακατεύονται οι μυρωδιές από τα ανατολίτικα μπαχαρικά και τα κεμπάπ του Μπαϊρακτάρη, πριν ακόμη να βγει ο Νοέμβριος ένας άστεγος έφερε το πνεύμα των Χριστουγέννων... κάτω από ένα μπαλκόνι μιας εγκαταλελειμμένης νεοκλασικής μονοκατοικίας, όπου έστησε το «σπιτικό» του!
Πίσω από μια κουβέρτα πιασμένη αριστερά και δεξιά στην σκαλωσιά (ένας γκρι μπερντές σαν τοίχος, πόρτα και παράθυρο μαζί), στόλισε το χριστουγεννιάτικό του δέντρο!
Ηταν Κυριακή με καταρρακτώδη βροχή και έψαχνα να βρω μια διεύθυνση, όταν είδα μπροστά μου το άστρο των Χριστουγέννων από χρυσό χαρτόνι, καρφωμένο στην κορυφή του ψεύτικου έλατου που ξεπρόβαλλε πίσω από την κουβέρτα...
Ο δρόμος ήταν ερημικός, η καταιγίδα βίαιη και ακόμη βιαιότερη η περιέργειά μου: ποιος είναι αυτός που στόλισε πρώτος το δέντρο του... πώς είναι το πρόσωπο... η ηλικία του, το φύλο του... Χώθηκα σε μια στοά απέναντι, μαγεμένη από την απορία, και έστησα καρτέρι σε μια εσοχή: ήθελα να μάθω οπωσδήποτε κάτι για το «πράγμα» πίσω από την υπαίθρια «αυλαία»!
Η ώρα περνούσε, η βροχή δυνάμωνε, η κουβέρτα έγινε μούσκεμα, όμως το αστέρι στεκόταν εκεί ασάλευτο, «χρυσό» και ψεύτικο... ίδιο με το πρώτο αστέρι που είδαν τα μάτια μου, όταν η γιαγιά μου η Ζαφειρούλα, εκ Μικράς Ασίας, η «πλούσια», ήρθε σπίτι μας με τον πατριό του μπαμπά μου... και (μαζί με τη «σκιά» που κουβαλούσαν πάντοτε στο σπίτι μας) έφερε δώρο το πρώτο μας πλαστικό δέντρο μαζί με εννιά μπάλες!
Στήσαμε το Ελατο πάνω σ' ένα αναποδογυρισμένο ντενεκέ λαδιού, που τον σκεπάσαμε με φόδρες σατέν, από τα ραπτικά κουρέλια της μάνας μου και η γιαγιά μου ανέλαβε να το στολίσει: έβλεπα το άσπρο παχουλό της χέρι να περνάει την κλωστή στη συρμάτινη τρύπα της μπάλας και να το απλώνει με προσοχή (για να κρεμάσει την μπάλα) στο κλαδί του έλατου... Σ' αυτό το χέρι φορούσε πάντα τα 9 χρυσά σκαλιστά βραχιόλια της (ό,τι είχε απομείνει από την περιουσία του παππού μου, που χάθηκε στη Μικρασιατική καταστροφή... μαζί με τον παππού μου).
Κάθε φορά που άπλωνε το χέρι της, τα βραχιόλια της βροντούσαν κι άστραφταν και μέσα καθρεφτίζονταν οι μπάλες, όλες στο πένθιμο μοβ της πασχαλιάς... Οταν κρέμασε τελετουργικά τις οκτώ μπάλες... «Σοφούκα», είπε, «έλα να κρεμάσεις και εσύ την τελευταία»: η θαυματουργή στρογγυλή σφαίρα με την αστραφτερή λάμψη ήταν τόσο ελαφριά σαν τίποτα και τόσο μαγική σαν τα πάντα...
Την κρατούσα στη χούφτα μου και έτρεμα σύγκορμη! Κοίταξα μέσα και είδα τον εαυτό μου ολόκληρο και τις κοτσίδες μου με τους φιόγκους... και τους τοίχους που στρογγύλεψαν και όλη την οικογένεια και τη λάμπα που κρεμόταν στο ταβάνι... και μου ξέφυγε ένα αχνό αααα που διέλυσε την μπάλα σε κομμάτια!
Ενα άλλο ηχηρότερο ααααα γέμισε τον μακρουλό διάδρομο του «εβραίικου» σπιτιού μας (που τον είχαμε για σάλα) και μετά δεν θυμάμαι τίποτα άλλο πάρα μόνο ότι έκλαιγα όλη τη νύχτα και ότι αυτά ήταν τα πιο στεναχωρεμένα Χριστούγεννα της ζωής μου...
Ετσι περνούσε η ώρα, καθώς πρόβαλλα παιδικές χριτουγιεννιάτικες εικόνες πάνω στην κουβέρτα... που από το πολύ νερό βάρυνε και σερνόταν τώρα στο πεζοδρόμιο...
Κάποτε σταμάτησε η βροχή και έπρεπε να αποφασίσω να εγκαταλείψω το λημέρι μου, όμως δεν μ' άφηνε η έκπληξη που με τραβούσε προς το Ελατο με τ' αστέρι στην κορυφή. Βγήκα και υπνοβατώντας σχεδόν πέρασα απέναντι. Εκλεισα τη μεγάλη αντρική μου ομπρέλα και κάνοντάς τη μπαστούνι την έχωσα στην άκρη της κουβέρτας που την ανασήκωσα ελαφρώς! Από δω και πέρα δεν γνωρίζω αν αυτά που «είδα» είναι πραγματικότητα ή παραίσθηση:
Ενας νέος, χλομός κι αδύνατος άντρας, όμορφος σαν τον Χριστό και ρυπαρός σαν τον διάβολο κοιμόταν μακάρια στη ρίζα του στολισμένου δέντρου, κουκουλωμένος μ' ένα παλιοπάπλωμα με κόκκινα τριαντάφυλλα. Ανάμεσα στις νάιλον σακούλες γύρω απ' το δέντρο ξεχώρισα τη θαμπή γυαλάδα μιας ξεχαρβαλωμένης κιθάρας και πάνω ένα αυτοκόλλητο με το βασιλιά Ελβις:
(...)
Στο σπήλαιο -μιας ηλικίας χαμένης- δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλακτίτες που κρέμονταν, δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλακτίτες ανυψούμενοι.
Εγώ ο σταλαγμίτης, ολοένα,
πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα
για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα τη μεγάλη ένωση
(Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα)