Στoν Νάνη Παναγιωτόπουλο
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε. Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα, όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τειχιά.
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε, όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μας και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό
μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρό χειρο νοσοκομείο, το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλι καριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι
αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω καθώς το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική και ήτανε κάποτε Θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα
που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι πα λαιοί γραμματισμένοι, κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο, ο ίδιος προσανατολισμός.
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγάσιγά,βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε γι' αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα και ζωυτανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που Θερίζουν και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών. Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων κι από τα μάτια των αυθρώπων όταν κοιτάζουν ίσιαπέρα χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους, χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα όταν κοιτάζουν ίσια πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν' αναμετρά το δρόμο του με τ' άστρα, oχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι, πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν' αλλά ζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει
αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας, στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει, πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.
Κάιρο, 20 lουνίου '42
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε. Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα, όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τειχιά.
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε, όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μας και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό
μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρό χειρο νοσοκομείο, το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλι καριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι
αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω καθώς το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική και ήτανε κάποτε Θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα
που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι πα λαιοί γραμματισμένοι, κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο, ο ίδιος προσανατολισμός.
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγάσιγά,βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε γι' αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα και ζωυτανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που Θερίζουν και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών. Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων κι από τα μάτια των αυθρώπων όταν κοιτάζουν ίσιαπέρα χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους, χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα όταν κοιτάζουν ίσια πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν' αναμετρά το δρόμο του με τ' άστρα, oχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι, πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν' αλλά ζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει
αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας, στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει, πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.
Κάιρο, 20 lουνίου '42
Γεώργιος Σεφέρης