Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Η ΑΡΑΠΙΤΣΑ ΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΓΛΥΤΩΣΕ;;; Τα σύμβολα δεν ξεριζώνονται, πάρτε το χαμπάρι!!!

Σχόλιο Γ.Θ: Ρεπούση αυτό πως σου γλύτωσε;
Μεταξύ άλλων θα διαβάσετε για τη σφαγή που προκάλεσαν και οι Εβραίοι σε χιλιάδες κάτοικους της περιοχής και ποιος έσβησε από τα βιβλία το ιστορικό αυτό γεγονός…

Διαβάτη, στάσου με ευλάβεια στη μνήμη των νεκρών. Μέσα στο βάραθρο που ξανοίγεται μπροστά σου, βρήκαν ένδοξο και ηρωικό θάνατο οι γυναίκες και τα παιδιά της Νάουσας, για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του Ελληνικού έθνους, στις 22 Απριλίου 1822.

Το 1822 στο ολοκαύτωμα της Νάουσας, αρκετές γυναίκες της πόλης προτιμούν να πέσουν μαζί με τα παιδιά τους στο ποτάμι της Αράπιτσας, παρά να πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Η πόλη της Νάουσας, σύμφωνα με βασιλικό διάταγμα του 1955, έχει τον τίτλο “ηρωική“. Στο σημείο της θυσίας των γυναικών, στην περιοχή Στουμπάνοι δίπλα στο ποτάμι της Αράπιτσας, υπάρχει το χαρακτηριστικό μνημείο, με το άγαλμα της Ναουσαίας με τα παιδιά στην αγκαλιά της.
Ο Χώρος της Θυσίας!

Και έρχεται η “εφημερίδα της τότε εποχής” το Δημοτικό Τραγούδι, να περιγράψει την καταστροφή, για να μείνει μέσα αιώνια στην Ιστορία…

Απριλίος 1822
Παρά τον Πύργον του Χ. Ζαφειράκη οπλαρχηγού της Ναούσης οι γυναίκες των Ναουσαίων σαν άλλες Σουλιώτισσες διά να μην υποστούν τα όργια των Τούρκων, πέφτουν και φονεύονται στα νερά του Μαυρονερίου.
“Μας χάλασαν κι αϊμάν αμάν την Νιάουστα
που ήταν κεφαλοχώρι μα τον ουρανό, κορμί που τυραννώ
έναν μιλώ αμάν κι άλλον μιλώ αμάν
βράδιασε και που θα μείνω.
Πηράν μανί- κι αϊμάν αμάν -τσις με πιδιά
κι οι πιθηρές μι νίφες μα τη θάλασσα, κορμί που αγκάλιασα
έναν μιλώ αμάν κι άλλον μιλώ αμάν
βράδιασε και που θα μείνω.
Πηράν τη ζαφειρόνυφη, τριών ημερών νυφούλα Μακρυνίτσα μου
καημό πο’χει η καρδίτσα μου
έναν μιλώ αμάν κι άλλον μιλώ αμάν
βράδιασε και που θα μείνω.”

Το χορεύουν ακόμη και σήμερα οι γυναίκες σε ανάμνηση της πτώσης των γυναικών στον ποταμό “Αράπιτσα”, το 1822 ως άλλες Σουλιώτισσες.
Έξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου οι Ναουσαίες τιμούν το παρελθόν τους…

—————————————-

Το «άγνωστο» ολοκαύτωμα

Το ολοκαύτωμα της Νάουσας είναι κυρίως γνωστό από τη θυσία των γυναικών που έπεσαν στην Αράπιτσα, κι αυτό εξαιτίας της μικρής αναφοράς που γίνεται στα μαθητικά εγχειρίδια του δημοτικού. Όμως η θυσία των Ναουσαίων και ο αγώνας τους για ελευθερία ήταν πολύ μεγαλύτερα, αφού, όπως καταγράφουν έγκριτοι ιστορικοί, στη σφαγή χιλιάδων κατοίκων της πόλης εκτός από τους Τούρκους «συνέβαλαν», και μάλιστα με πολλή αγριότητα, και οι Εβραίοι.
Χαρακτηριστικά, ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει: «Πάμπολλοι δε Εβραίοι ένοπλοι και πολύδιψοι χριστιανικού αίματος παρηκολούθουν τον τουρκικόν στρατόν ως εκούσιοι δήμιοι. Ούτοι έλκοντες έξω της πόλεως τους χριστιανούς τους ερροπάλιζαν κατακέφαλα, και πίπτοντας κατά γης τους έσφαζαν ως βόας». Στο πλαίσιο άμβλυνσης του αντισημιτισμού, το κεφάλαιο που αναφέρεται στις αγριότητες των Εβραίων απαλείφθηκε με παρέμβαση του Γιώργου Παπανδρέου, όταν ήταν υπουργός Παιδείας.
Το ιστορικό της σφαγής
Η Νάουσα στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης ήταν μια ευημερούσα πόλη με χίλιες οικογένειες, καθώς, όπως λέγεται, απολάμβανε ειδικά προνόμια που της εξασφάλισε η «βαλιντέ σουλτάνα» (βασιλομήτωρ). Παρόλα αυτά, ο λαός τής Νάουσας θα ξεσηκωθεί ενάντια στον τούρκο κατακτητή τον Φεβρουάριο του 1822, με ηγετικές μορφές τον Ζαφειράκη Λογοθέτη, τον Αναστάσιο Καρατάσο και τον Αγγελή Γάτσο.
Γρήγορα απελευθερώνουν τη Νάουσα και την γύρω περιοχή και φτάνουν μέχρι τη Βέροια. Παρότι οι Τούρκοι φεύγουν τρομοκρατημένοι, εν τούτοις οι Έλληνες δεν κυριεύουν την πόλη, καθώς μαθαίνουν πως ήδη εκστρατεύει εναντίον τους ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Mεχμέτ Eμίν πασάς, γνωστός και ως Αμπντούλ Eμπού Λουμπούτ (ο ροπαλοφόρος), με 15.000 στρατιώτες και 12 κανόνια. Το εκστρατευτικό σώμα το ακολουθούσαν και 600 Εβραίοι, οι οποίοι είχαν πληρώσει τους Τούρκους για την απόκτηση των δικαιωμάτων πάνω στους εν δυνάμει σκλάβους και την πώλησή τους στα σκλαβοπάζαρα της εποχής.
Στην πόλη της Νάουσας καταφθάνουν περί τις 5.000 χιλιάδες οικογένειες των γύρω περιοχών για να προστατευτούν από την επερχόμενη καταστροφή. Οι όροι όμως είναι άνισοι. Ο Αμπντούλ Εμπού, παρ’ όλη την αντίσταση που συναντά για περίπου έναν μήνα, θα φτάσει τελικά στη Νάουσα στις 11 Απριλίου 1822. Έπειτα από ολιγοήμερη αντίσταση περίπου 400 αγωνιστών και των συν αυτώ, η πόλη πέφτει στα χέρια των Οθωμανών στις 22 Απριλίου 1822.
Οι αγριότητες
Ακολουθούν σκηνές αλλοφροσύνης. Η πόλη επί πέντε ημέρες γίνεται πεδίο σφαγών και λεηλασιών από Τούρκους και Εβραίους. Μαζί με τη Νάουσα περίπου 120 χωριά πυρπολήθηκαν. Εκτιμήσεις υπολογίζουν τον αριθμό των θυμάτων έως περίπου 5.000, ενώ άλλοι τόσοι (κυρίως γυναικόπαιδα) αιχμαλωτίστηκαν για να πάρουν τον δρόμο των σκλαβοπάζαρων, αν και, σύμφωνα με τα τουρκικά αρχεία, τα θύματα ήταν μόνο 409 και άλλοι τόσοι περίπου οι αιχμάλωτοι.
Οι σύζυγοι των τριών οπλαρχηγών εστάλησαν ως δώρο στον βεζίρη της Θεσσαλονίκης, και όπως μας πληροφορεί ο Σπυρίδων Τρικούπης, «η μεν γυναίκα του Γάτσου ετούρκευσεν αποδειλιάσασα ενώπιον των βασάνων, αι δε δύο άλλαι μη αλλαξοπιστήσασαι προσηλώθησαν (σ.σ.: καρφώθηκαν) απέναντι αλλήλων όρθιαι επί του τοίχου μιας των αιθουσών του παλατίου του θηριώδους βεζίρη και απέθαναν πολυειδώς βασανιζόμεναι…». Άλλες γυναίκες, αναζητώντας έναν πιο έντιμο θάνατο, προτίμησαν να πνιγούν μαζί με τα παιδιά τους πέφτοντας στον καταρράκτη της Αράπιτσας στους «Στουμπάνους», ο οποίος κατέληγε στη λίμνη του Παλαιοπύργου, που έκτοτε ονομάστηκε «Μαύρο Νερό» (ή «Μαύρη Λίμνη»).
Ο Αμπντούλ Εμπού, όμως, είχε μεριμνήσει και για το δώρο του σουλτάνου αλλά και για τη δική του διασκέδαση. Έτσι, συγκέντρωσε εν μέσω των στρατιωτών του περίπου 1.500 αιχμάλωτους, άνδρες και γυναικόπαιδα, στην θέση Κιόσκι. Εκεί οι Εβραίοι ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο, και αφού τους έσφαξαν, τα κεφάλια τους ταριχεύτηκαν και στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη ως τεκμήριο της νίκης του Εμπού, ενώ τα πτώματά τους αφέθηκαν βορά στα ζώα και τα αρπακτικά πουλιά. Ο θρύλος λέει πως τόσο πολύ ήταν το αίμα που πότισε τη γη, ώστε για τα επόμενα πέντε χρόνια δεν φύτρωνε χορτάρι σε εκείνο το σημείο. Έκθεση ξένου προξενείου στη Θεσσαλονίκη περιγράφει τις δραματικές σκηνές που προηγήθηκαν της «διαλογής» των σκλάβων και έλαβαν χώρα πλάι στον τόπο των σφαγών: «Όλο το Κιόσκι είχε μετασχηματιστεί εις πανηγύρι κλαυθμώνος, ένθεν ανθρωπομακελείον, ένθεν αγοραπώλησις αιχμαλώτων, γυναικών, παιδιών, διηρημένον εις πωλητάς, διαφόρους, ένας έχων την μητέρα, άλλος τα τέκνα, έσκουζαν και τσίριζαν τα παιδιά διά τας μάνας των, αλλά αδύνατον, διότι άλλος είχε τους μεν, άλλος τους δε…».
Της Μαρίας Καραούλη http://www.makthes.gr/news/reportage/72763/
——————————————————

Το Ολοκαύτωμα της Νάουσας

Νάουσα, πόλις ηρωική, κτισμένη σ’; ένα ψηλό αντέρεισμα του Ανατολικού Βερμίου, σχηματισμένο από το άνοιγμα δύο άγριων φαραγγιών που χαμηλώνουν απότομα προς τον κάμπο της Ημαθίας, στα σύνορα της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Στεριώνει τις πλάτες της στο δασωμένο Βέρμιο, ενώ μπροστά της απλώνονται καταπράσινες πλαγιές και κάμπος γεμάτος αμπέλια, ροδακινιές και μηλιές.

Δεξιά και αριστερά της πόλης κυλούν με βρόντο σκουρόχρωμα νερά που έχουν τις φλέβες τους στην καρδιά του Βερμίου.

Είναι άραγε νέα, όπως τη θέλει η ιστορία, ίδρυση της πόλης στα τέλη του 14ου αιώνα, ή παλιά, όπως δείχνουν τα Σπήλαια της Σχολής του Αριστοτέλη και τα απομεινάρια ιερού στις διπλανές πηγές, οι τάφοι και τα ερείπια των αρχαίων Μακεδόνων που ξεθάβονται στα θεμέλιά της και όπως το βροντοφωνάζουν τα νερά της Αράπιτσας που χρόνια ολόκληρα ρέουν ασταμάτητα ποτίζοντας τις πανάρχαιες ρίζες της;

Είναι μαζί παλιά και νέα η Νάουσα. Είναι η μοίρα μας, είναι η μοίρα της Ελλάδας και του Έλληνα. Οι παλιότεροι περιηγητές που πέρασαν από τη Νάουσα στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και οι σημερινοί επισκέπτες γοητεύονται από τις φυσικές ομορφιές του τοπίου και τη φιλόξενη διάθεση των Ναουσαίων και κάποιοι απορούν.

Πώς είναι δυνατόν μια τέτοια πόλη, προικισμένη από τη φύση, δουλεμένη από τους κατοίκους, πλούσια, όμορφη, σχεδόν ημιανεξάρτητη, με τόσα προνόμια δοσμένα από τη Βαλιντέ Σουλτάνα, να ξεσηκωθεί και να μπει στον αγώνα κατά των Τούρκων θυσιάζοντας τα πλούτη της και την ευημερία της; Ελεύθερη Μητρόπολη των Χριστιανών της πέραν του Αξιού Μακεδονίας την αποκαλεί ο Γάλλος περιηγητής και ιστοριογράφος Πουγκεβίλ.

Κι όμως η Νάουσα ξεσηκώθηκε σύσσωμη το Φλεβάρη του 1822.

Με επικεφαλής εκλεκτά τέκνα του, ο λαός της Νάουσας θεώρησε χρέος του να πάρει μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα που είχε ήδη αρχίσει και βρισκόταν σε εξέλιξη στη Νότια Ελλάδα.

Άλλωστε δεν θα ήταν η πρώτη φορά, αφού μερικά χρόνια πριν, στα 1795, οι Ναουσαίοι είχαν αποκρούσει τρεις πολιορκίες του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος έφτασε στο σημείο να πει “Τα Γιάννενα κι αν με γέρασαν η Νάουσα θα με πεθάνει”

Μυημένοι από νωρίς οι πρόκριτοι του τόπου στη Φιλική Εταιρεία, έχοντας παράδοση οι κάτοικοι στην οπλουργία και στην πολεμική τέχνη, πλαισιωμένοι από αρματωλούς και κλέφτες του Βερμίου, με αρχηγούς μεγάλες μορφές όπως ο Ζαφειράκης Λογοθέτης, ο Γεροκαρατάσος και ο Αγγελής Γάτσος από την Έδεσσα, αποφασίζουν να μπουν στην επανάσταση- 3 Μαρτίου 1822.

Η σημαία της λευτεριάς με το χρυσοκέντητο αναγεννώμενο φοίνικα ξεδιπλώνεται στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Δημητρίου και τα συγκεντρωμένα πλήθη μαγνητίζονται από τα λόγια του άρχοντα Ζαφειράκη. Μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού και με τις ευλογίες του αρχιμανδρίτη Γρηγορίου δίνουν όρκο πίστης για ¨Λευτεριά ή θάνατο΅

Κι ο αγώνας αρχίζει. Εξοντώνουν τον κατή Αβδούλ Βεχάπ και την Τούρκικη φρουρά της πόλης, εκλέγουν πολιτικό αρχηγό το Ζαφειράκη και διορίζουν γενικό στρατιωτικό αρχηγό της επανάστασης το Γερο- Καρατάσο.

Η πρώτη επίθεση των επαναστατημένων Ναουσαίων γίνεται κατά της Βέροιας. Η Τούρκικη φρουρά τρομοκρατημένη φεύγει αλλά οι Έλληνες δεν μπαίνουν στην πόλη, επειδή μαθαίνουν ότι φθάνει Τούρκικο σώμα από τη Θεσσαλονίκη. Γυρίζουν στη Νάουσα , αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουν με όλες τους τις δυνάμεις τα στρατεύματα του Βαλή της Θεσσαλονίκης Εμπού Λουμπούτ.

Ο Γάτσος πιάνει ένα πυκνό δάσος έξω από την πόλη, κοντά στο Αρκουδοχώρι. Ο Καρατάσος οχυρώνεται στη μονή της Παναγίας του Δοβρά και ο Ζαφειράκης με τους υπαρχηγούς του Τσιάμη Καρατάσο, Φίλιππο Θεοδοσίου, Γιαννάκη Καρατάσο και Ζώτο αναλαμβάνουν την άμυνα της πόλης.

12 Μαρτίου 1822. Ο Κεχαγιάμπεης του Εμπού Λουμπούτ χτυπά με τα ασκέρια του το μοναστήρι της Παναγίας του Δοβρά. Η επίθεση αντιμετωπίζεται ηρωικά από τα παλικάρια του Γεροκαρατάσου και ο κεχαγιάμπεης υποχωρεί ηττημένος.

16 Μαρτίου 1822. Αγανακτισμένος ο Εμπού Λουμπούτ αναλαμβάνει ο ίδιος την πολιορκία της Νάουσας. Επιτίθεται επανηλλειμένα κατά της πόλης αλλά οι προσπάθειές του δεν καρποφορούν. Βλέποντας ότι το πάρσιμο της πόλης ήταν πολύ δύσκολο και αναλογιζόμενος τις δικές του απώλειες προτείνει στο Ζαφειράκη και στους Ναουσαίους να του παραδώσουν την πόλη τάζοντάς τους αμνηστία και πλούτη.

Οι Ναουσαίοι αρνούνται. “Μπέσα στους Αγαρινούς δεν δίνουμε. Ή θα λευτερωθούμε ή θα πεθάνουμε” είναι η απάντησή τους

Οι επιθέσεις των Τούρκων γίνονται τώρα ακόμα πιο ορμητικές. Το μαντάτο που έφτασε από την Υψηλή Πύλη σταλμένο από το Σουλτάνο “Πέτρα στην πέτρα να μη μείνει και ούτε πετεινού λαλιά να μην ακουστεί στις ρημαγμένες και στις ματωμένες όχθες της Αράπιτσας” πρέπει οπωσδήποτε να πάρει σάρκα και οστά.

Και η πολιορκία συνεχίζεται.

Μα η Νάουσα βαστάει. Όμως ως πότε;

Οι άντρες αραιώνουν, τα πολεμοφόδια σώζονται, τα καριοφίλια αχρηστεύονται από την πολύ χρήση, τα τρόφιμα τελειώνουν και ελπίδα για βοήθεια από πουθενά. Κι ο εχθρός πολυάριθμος κι έχει ρίξει στη μάχη και κανόνια.

18 Απρίλη 1822. Πατιέται η πύλη του Αγίου Γεωργίου. Μανιασμένοι οι Τούρκοι ορμούν στην πόλη σκορπίζοντας παντού τον όλεθρο και την καταστροφή. Οι ηρωισμοί όμως των Ναουσαίων δεν σταματούν. Κάθε σπίτι γίνεται ταμπούρι, κάθε πέτρα όπλο, κάθε δάκρυ μαχαίρι. Το αίμα κυλάει στο αφράτο χώμα και πυκνοί καπνοί ανεβαίνουν στον αιμάτινο ουρανό.

Αντιστέκονται στο ναό του Αγίου Δημητρίου ο Βαρβαρέσης με τους Σιουγγαρέους υπερασπιζόμενοι τα γυναικόπαιδα στην εκκλησία, μα πέφτουν όλοι νεκροί. Οχυρώνονται οι οπλαρχηγοί Ζώτος, Τσιούπης και Κωτούλας Καρατάσος σε ένα μεγάλο σπίτι και προσπαθούν να αναχαιτίσουν το Τούρκικο ασκέρι. Αλλά οι δυνάμεις λιγοστές. Ακολουθεί ηρωική έξοδος και τέλος φωτιά στην πυριτιδαποθήκη. Ολοκαύτωμα, σαν εκείνο του Καψάλη και του Γιωργάκη Ολύμπιου.

Ο πύργος του Ζαφειράκη , όπου είχαν μαζευτεί πάνω από 500 γυναικόπαιδα και 400 παλικάρια αντιστέκεται ακόμα. Μάταια; Ποιος ξέρει! Στις 21 του Απρίλη αποφασίζουν ηρωική έξοδο και εξαπατώντας τους Τούρκους κατορθώνουν να διασώσουν μερικά γυναικόπαιδα και να τα οδηγήσουν στον άγιο Νικόλαο. Οι Τούρκοι μπαίνουν στον πύργο και κατασφάζουν τους εναπομείναντες υπερασπιστές του, παίρνοντας ομήρους τις οικογένειες των οπλαρχηγών και πολλά γυναικόπαιδα. Οι μάχες συνεχίζονται μέρα νύχτα στους δρόμους, στα καλντερίμια, στις όχθες της Αράπιτσας.

Και να πως περιγράφει η Θάλεια Σαμαρά τη σκηνή της μεγάλης θυσίας των γυναικών.

“Αλαφιασμένες 13 νέες κοπέλες και μανούλες με μωρά στην αγκαλιά, μέσα απ τα χαλάσματα και τους καπνούς, τρέχουν προς τις ακρινές συνοικίες της πόλης με μια απεγνωσμένη κραυγή στο στόμα “στο βουνό, να σωθούμε”

Βγαίνουν στην εξοχή, σταματούν, η ανάσα κόβεται, τα πόδια τρέμουν, τα μωρά βαραίνουν στις αγκαλιές, μα η ελπίδα τις δίνει φτερά. Κοντεύουν στο γιοφύρι της Αράπιτσας, στους Στουμπάνους, ίσως προλάβουν να σωθούν. Μα από μακριά ακούγεται σάλαγος, χλαλοή, ξεκαθαρίζει ποδοβολητό αλόγων, φωνές και βρισιές. Οι Τούρκοι Αχ Παναγιά μου θα τις προλάβουν. Κι ύστερα ξέρουν τι τις περιμένει ατίμωση και το σκλαβοπάζαρο. Η σκέψη τις τρελαίνει, πνίγονται. Ανασασμός μόνο ο θάνατος. Για μια στιγμή χαμένες, σταματάνε. Κάτω απ’;τα πόδια τους με βουητό πέφτουν τα αφρισμένα νερά της Αράπιτσας. Είναι τα νερά τους. Από μικρές ο ήχος τους τις νανούριζε, τις συντρόφευε σ’; όλες τις ώρες της ζωής τους, είναι κατάδικά τους, αγαπημένα, και ο θάνατος εδώ στην αφρισμένη τους δίνη θάναι γλυκός λυτρωμός. Και ο χορός ξεκινά. Η πρώτη κοπέλα πέφτει και ακολουθούν κι άλλη, κι άλλη, σφίγγοντας στον κόρφο τους τα βρέφη και ζητώντας συγχώρεση απ’; αυτά. Ο απανωτός γδούπος των κορμιών δένεται με τη βουή του καταρράχτη. Ο πόνος, ο λυγμός και το παράπονο πνίγεται, σβήνει στους αφρούς, μα ψηλά στον αέρα ανεβαίνουν ανάλαφρες οι ψυχές. Επιτέλους λεύτερες!

Η σφαγή στην πόλη συνεχίζεται για 5 ημέρες. Και η διαταγή του Σουλτάνου εκτελείται. Η Νάουσα πάρθηκε. Κάηκαν τα σπίτια, γκρεμίστηκαν τα τείχη, χαλάστηκε η γη, οι κάτοικοι εξανδραποδίστηκαν, οι περιουσίες δημεύτηκαν. Πέρασε ο τύραννος και τα ρήμαξε όλα. Έτσι τουλάχιστον νόμισε, όπως νομίζει κάθε άμυαλος χαλαστής. Πάρθηκε η Νάουσα; Όχι! Η Νιάουστα, η περήφανη, η αγαπημένη, αυτή δεν μπορούσε να παρθεί ποτέ. Η Νάουσα δεν πάρθηκε, ξαναγεννήθηκε, γιατί πίστεψε πως επιτυχία δεν είναι τα πλούτη αλλά η λευτεριά. Ξαναγεννήθηκε η Νάουσα γιατί είχε κρυμμένη μέσα της την ανάσα της αιώνιας Ελλάδας. Η φωνή της, η φωνή της αφοβιάς του θανάτου, ο έρωτας της λευτεριάς και της ζωής μιλάει στις ψυχές και τις συγκλονίζει. Και το θαύμα γίνεται. Κοιτάξτε τις όχθες της Αράπιτσας.

Ας χαιρετίσουμε λοιπόν αυτόν τον γενναίο χορό, το χορό που μέσα στα ανάλαφρα λικνίσματά του κρατάει ακμαίο το μυστικό της αιώνιας Ελλάδας. Κι ας κλείνουμε ευλαβικά το γόνυ σε αυτόν τον τόπο που έγινε σύμβολο. Γιατί τα σύμβολα δεν χάνονται. Είναι αυτά που κρατούν ζωντανά τα έθνη και δημιουργούν οράματα για το μέλλον.

Οι Ναουσαίες δεν είναι πια μόνες.

Στο χορό είναι πιασμένες Σουλιώτισσες, κόρες του Μωριά και της Μακεδονίας.Γυναίκες των Αιγαιοπελαγίτικων νησιών, της Κρήτης και της Κύπρου, γυναίκες της Μικρασίας και του Πόντου…

Γ.Θ (Εκτακτο Παράρτημα) – Antexoume – momyof6…