Όταν θα χτιστούν τα όνειρα εκ νέου πάνω σε ανόθευτα συντάγματα και πάνω σε ιερούς τάφους εγώ δεν θα είμαι εδώ. Όταν τα παιδιά θα ζωγραφίζουν κόκκινα αστέρια σε γαλάζιους ουρανούς ο δικός μου χρόνος θα έχει λήξει. Θα έχω θαφτεί και ούτε τα κόκαλά μου δε θα έχουν μείνει όταν θα πάρει στροφή απότομη αριστερά αυτή η βαλτώδης ευθεία που έχουμε κληθεί όλοι να την περπατήσουμε χωρίς παράπονο. Έζησα φτιάχνοντας όνειρα και θα φύγω έχοντάς τα νεκροσέντονο, όμως στην φωτογραφία του μελλοντικού μου τάφου θα έχω προλάβει να κολλήσω μία φωτογραφία τα χαμόγελα των αγέννητων ακόμη παιδιών που θα έχουν δικαίωμα εκπλήρωσης των ονείρων κάτω από τον ήλιο, αυτόν που εμείς αποχωριστήκαμε βιαίως δίχως να ρωτηθούμε.
Όταν οι δρόμοι θα γεμίζουν και πάλι από φωνές διεκδίκησης και η εξουσία θα τρέχει να κρυφτεί από τον φόβο του ακρωτηριασμού της, δεν θα είμαι εκεί να χτυπήσει δυνατά έστω μια φορά η καρδιά μου. Όταν όμως την καρδιά μου θα την τρώνε τα σκουλήκια θα έχω ήδη μάθει ότι οι καρδιές των ζωντανών δεν χτυπούν από συνήθεια αλλά από λόγο. Δεν θα κρατιέται η οργή πίσω από καγκελόπορτες ούτε πίσω από ασπίδες των φυλάκων εξουσίας. Θα ξεχειλίζει η οργή και θα γεμίσει τα ποτάμια που στέρεψαν τεχνοκράτες πουλημένοι.
Τα χωράφια με τα στάρια που κάποτε τα είχε πάρει ο δρόμος της εξέλιξης θα βγάλουν ρίζες στην πίσσα της ασφάλτου και οι θεριστές του μέλλοντος θα πάρουν τα δρεπάνια από τις βιτρίνες της μνήμης και θα μαζέψουν την σπορά. Δεν θα είμαι εδώ να δω το αλεύρι να γίνεται ψωμί για να θρέψει τα στόματα των ελευθέρων γενεών που κόντρα στα ζιζανιοκτόνα των προδοτών θα επιβιώσουν και θα ανδρωθούν.
Ενάμιση μέτρο κάτω από τη γη αυτή θα είμαι όταν οι παρίες θα πατάνε από πάνω μου κάνοντας την δικής τους πορεία προς την κατάκτηση του Δικαίου. Θα αναπηδά ο σκελετός μου σε κάθε τους βήμα και έτσι θα ξέρω ότι ο δρόμος της ανδρείας περνάει από νεκροταφεία άνανδρων και σιωπηλών εν ζωή πλασμάτων. Θα μάθω έστω και νεκρός πως οι πορείες δεν γίνονται μπουσουλώντας.
Όταν οι δρόμοι θα γεμίζουν και πάλι από φωνές διεκδίκησης και η εξουσία θα τρέχει να κρυφτεί από τον φόβο του ακρωτηριασμού της, δεν θα είμαι εκεί να χτυπήσει δυνατά έστω μια φορά η καρδιά μου. Όταν όμως την καρδιά μου θα την τρώνε τα σκουλήκια θα έχω ήδη μάθει ότι οι καρδιές των ζωντανών δεν χτυπούν από συνήθεια αλλά από λόγο. Δεν θα κρατιέται η οργή πίσω από καγκελόπορτες ούτε πίσω από ασπίδες των φυλάκων εξουσίας. Θα ξεχειλίζει η οργή και θα γεμίσει τα ποτάμια που στέρεψαν τεχνοκράτες πουλημένοι.
Τα χωράφια με τα στάρια που κάποτε τα είχε πάρει ο δρόμος της εξέλιξης θα βγάλουν ρίζες στην πίσσα της ασφάλτου και οι θεριστές του μέλλοντος θα πάρουν τα δρεπάνια από τις βιτρίνες της μνήμης και θα μαζέψουν την σπορά. Δεν θα είμαι εδώ να δω το αλεύρι να γίνεται ψωμί για να θρέψει τα στόματα των ελευθέρων γενεών που κόντρα στα ζιζανιοκτόνα των προδοτών θα επιβιώσουν και θα ανδρωθούν.
Ενάμιση μέτρο κάτω από τη γη αυτή θα είμαι όταν οι παρίες θα πατάνε από πάνω μου κάνοντας την δικής τους πορεία προς την κατάκτηση του Δικαίου. Θα αναπηδά ο σκελετός μου σε κάθε τους βήμα και έτσι θα ξέρω ότι ο δρόμος της ανδρείας περνάει από νεκροταφεία άνανδρων και σιωπηλών εν ζωή πλασμάτων. Θα μάθω έστω και νεκρός πως οι πορείες δεν γίνονται μπουσουλώντας.
Το αίμα μου θα έχει γίνει σκόνη όταν όλα θα έχουν έρθει στην αρχή. Δεν θα σκέφτομαι, δεν θα ακούω, δεν θα νιώθω, αλλά θα ξέρω ότι η στροφή αριστερά ήταν ακριβώς δίπλα μου σε κάθε μου βήμα, αλλά ως τρομαγμένος ζωντανός περπατούσα πάντα έχοντας καρφωμένα τα μάτια μου στο χώμα.