Ο πρώην πρωθυπουργός και επίδοξος... σωτήρας της χώρας Γιώργος Παπανδρέου έδωσε συνέντευξη στον τηλεοπτικό σταθμό TVO του Καναδά.
Ο πρώην πρωθυπουργός υπερασπίστηκε σθεναρά τις επιλογές της κυβέρνησής του. Κατηγόρησε τον Κώστα Καραμανλή ότι είπε ψέμματα για το έλλειμμα -το εμφάνιζε 6,5% εδώ είχε φτάσει στο 15,6-, ενώ επιτέθηκε και σε όσους δεν τον άφησαν να κάνει το δημοψήφισμα που, όπως λέει, θα ξεκαθάριζε την κατάσταση και θα βοηθούσε στο να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα για την περιβόητη φράση του Θεόδωρου Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε» κράτησε αποστάσεις υποστηρίζοντας ότι υπάρχει μεν μια αίσθηση αλήθειας σε αυτό, αλλά στην ουσία φταίει το σύστημα που επιτρέπει στους πολιτικούς να λειτουργούν με αυτό τον τρόπο.
Για τη Χρυσή Αυγή είπε ότι «ποντάρει στις ανασφάλειες και τον πόνο». Και τέλος μιλώντας για τη δυναστεία Παπανδρέου είπε ότι πρόκειται για τρεις γενιές πολιτικών που έχουν αγωνιστεί για τη Δημοκρατία.
Τα βασικότερα σημεία της συνέντευξής του είναι τα εξής:
Για το μέγεθος του ελλείμματος του 2009
Οταν ανέλαβε η κυβέρνησή μου, είχαμε το σύνθημα «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε». Γνωρίζαμε τα δομικά προβλήματα - και της οικονομίας, όπως την έλλειψη διαφάνειας και την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, αλλά δεν γνωρίζαμε το βάθος του ελλείμματος. Στο τελευταίο μάλιστα debate ρώτησα τον τότε πρωθυπουργό κ. Καραμανλή, «πόσο είναι τελικά το έλλειμμα της χώρας» και δεν έλαβα απάντηση.
Δύο ημέρες πριν τις εκλογές του 2009, η Κυβέρνηση είχε στείλει τα επίσημα στατιστικά στοιχεία στην ΕΕ, λέγοντας πως το έλλειμμα ήταν περίπου 6,5%. Δυστυχώς σε αυτή την περίπτωση ούτε ο ελεγκτικός μηχανισμός της ΕΕ λειτούργησε καλά. Τα πραγματικά στοιχεία αρχίσαμε να τα μαθαίνουμε αφότου γίναμε κυβέρνηση και ήταν πραγματικά ένα σοκ. Οχι μόνο για μας αλλά και για τις αγορές, που μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers έγιναν επιφυλακτικές προς τους πάντες και προς εμάς. Κλονίστηκε η εμπιστοσύνη τους. Αύξησαν τα επιτόκια δανεισμού.
Ακόμα και αν είχαμε ένα υψηλό έλλειμμα που θεωρούσαμε ότι μπορεί να φτάνει το 10% αλλά τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν 15.6%, εκτιμούσαμε ότι αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί σε έναν εύλογο χρόνο με έναν καλό συνδυασμό αναπτυξιακών πολιτικών, δημοσιονομικής πειθαρχίας, περιορισμού της σπατάλης και αναδιοργάνωσης του κράτους. Δυστυχώς όμως αντιμετωπίσαμε την έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών.
Εμείς είχαμε τη δημοκρατική εντολή να προβούμε σε δομικές αλλαγές και αρχίσαμε να το κάνουμε. Ήλπιζα όμως να είναι πιο προνοητική και η Ευρωπαϊκή Ένωση, να εγγυηθεί το χρέος της Ελλάδας, δίνοντάς μας χρόνο να προβούμε στις αναγκαίες αλλαγές. Αυτό που επικράτησε τελικά ήταν η «ορθοδοξία της λιτότητας». Η αρχική αντίδραση της ΕΕ ήταν να χαρακτηρίσει το ζήτημα ως «ελληνικό πρόβλημα», ενώ, όπως αποδείχτηκε, ήταν ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα. Εκεί που χρειαζόταν λοιπόν ένας συνδυασμός δημοσιονομικής προσαρμογής με μεταρρυθμίσεις, επικράτησε η γραμμή μίας ακραίας λιτότητας, βασιζόμενης μόνο σε περικοπές. Έτσι αναγκαστήκαμε να προχωρήσουμε στη λύση της «εσωτερικής υποτίμησης», μειώνοντας μισθούς, κάτι που επιδείνωσε την ύφεση.
Τώρα πρέπει η Ευρώπη να δώσει στις χώρες που υποφέρουν από την κρίση περισσότερο χρόνο, να στηρίξει τις χώρες αυτές, ώστε μέσα από αλλαγές και μεταρρυθμίσεις να μπορέσουν να βελτιώσουν την οικονομία τους - αυτό θα βοηθήσει να αντιμετωπιστούν τα μακροχρόνια προβλήματα του ελλείμματος και του χρέους.
Για το δημοψήφισμα
Γύρισα από μία εξαιρετικά επίπονη διαπραγμάτευση στη Σύνοδο Κορυφής (26-27 Οκτωβρίου 2011) αλλά με μία –κατά την άποψή μου– απόφαση που σηματοδοτούσε μία μεγάλη αλλαγή. Λάβαμε ένα σημαντικό κούρεμα χρέους που πήρε από τις πλάτες των επόμενων γενεών πάνω από 100 δισ. Την ίδια στιγμή έπρεπε να λάβουμε νέα δύσκολα μέτρα.
Όμως, μια Κυβέρνηση μόνη της, χωρίς μια αντίληψη γενικότερης συναίνεσης, δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει τη συμφωνία. Συνεπώς είχα τρεις επιλογές: Η μία ήταν να πάει η χώρα σε εκλογές. Αυτό όμως θα έφερνε στο επίκεντρο κάθε λογής «υποσχεσιολογία» που θα οδηγούσε ακριβώς σε αυτό που έγινε αργότερα, όταν όντως είχαμε εκλογές. Η δεύτερη ήταν η κυβέρνηση συνεργασίας, όπου δυστυχώς κανείς τότε δεν ήταν πρόθυμος να συνδράμει.
Η τρίτη επιλογή ήταν το δημοψήφισμα. Με το ερώτημα της αποδοχής ή όχι της συμφωνίας, όπου αν το κερδίζαμε, θα είχαμε από τότε σταθεροποιήσει τη θέση μας στο ευρώ. Αν απορρίπταμε τη συμφωνία –είναι κι αυτό μια δημοκρατική επιλογή– τότε θα αντιμετωπίζαμε τη φυγή από το ευρώ και όλες τις συνέπειες αυτού.
Πιστεύω στη Δημοκρατία και θεωρώ πως ήταν μια απαραίτητη απόφαση. Δεν είχα την στήριξη ορισμένων στην Ευρώπη κάτι που με υπονόμευσε και εσωτερικά στην Ελλάδα. Αυτό που κατάφερα όμως, ήταν να αναγκαστούν άλλα κόμματα στην Ελλάδα να δεχτούν την πρότασή μου για σχηματισμό κυβέρνησης ευρύτερης αποδοχής. Κι ένας από τους λόγους που παραιτήθηκα ήταν πως τα άλλα κόμματα το έθεσαν ως προαπαιτούμενο για να σχηματιστεί Κυβέρνηση. Δεν είχα αντίρρηση αρκεί να διασφαλιζόταν –όπως κι έγινε– η πορεία της χώρας και η συνέχιση του προγράμματος, παρά το γεγονός πως κι εγώ διαφωνώ σε πολλά σημεία με αυτό - που μας έχει μερικώς επιβληθεί από τεχνοκράτες.
Ηξερα παρ' όλα αυτά, πως δυστυχώς, άλλη λύση δεν υπήρχε. Ακόμα και μετά τις εκλογές, οι επόμενες κυβερνήσεις συνέχισαν τον δρόμο που χάραξα και αυτό το θεωρώ και μία δική μου επιτυχία.
Αν το δημοψήφισμα είχε γίνει, πιστεύω πως θα το κερδίζαμε και θα είχαμε μία νέα δημοκρατική εντολή να συνεχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις και θα είχαμε αποφύγει όλες αυτές τις ακραίες αντιλήψεις και συμπεριφορές. Τέλος, θα στέλναμε ένα μήνυμα στην παγκόσμια κοινότητα πως είμαστε αποφασισμένοι να προχωρήσουμε μπροστά. Αντ' αυτού είχαμε μία μεγάλη περίοδο εκλογολογίας που κόστισε πολλά χρήματα στους Έλληνες πολίτες και έχουμε σήμερα ένα Κοινοβούλιο με πολλά ακραία στοιχεία. Ήξερα πως θα συνέβαινε αυτό και είχα μάλιστα προειδοποιήσει τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Σαμαρά, ότι αν επιμείνει με τις εκλογές θα είχαμε ένα Κοινοβούλιο με ακραίους. Χαίρομαι ωστόσο που υπάρχει σήμερα μία Κυβέρνηση συνεργασίας που συνεχίζει.
Για το «Μαζί τα φάγαμε»
Δεν συμφωνώ με τη δήλωση, αν και υπάρχει μία αίσθηση αλήθειας σε αυτό, με την έννοια ότι όταν ένας πολιτικός διορίζει ένα πολίτη, χωρίς καμία αξιοκρατία, τότε φταίνε και οι δύο. Αλλά βασικά φταίει το σύστημα που είναι έτσι ώστε να επιτρέπει στον πολιτικό να το κάνει. Γι' αυτό και, νωρίς, μόλις ανέλαβα, εξανεμίσαμε τη δυνατότητα διορισμών, καθιερώνοντας αξιοκρατικές εξετάσεις για οποιονδήποτε επρόκειτο να εργαστεί στο Δημόσιο. Ένα δεύτερο που έκανα τότε – και ήταν πρωτοποριακό – είναι πως ακόμα και για τις υψηλόβαθμες θέσεις των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων των Υπουργείων, δεν φέραμε τους κομματικούς μας φίλους, αλλά τις προκηρύξαμε στο διαδίκτυο ώστε να βρούμε τους καλύτερους δυνατούς για τις θέσεις αυτές. Για 88 θέσεις που προκηρύξαμε, λάβαμε 28.000 αιτήσεις και δεν είχαμε τον μηχανισμό να αξιολογήσουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους.
Για την οικογένειά του
Είναι μεγάλο λάθος ότι είμαστε δυναστεία: Κάποιοι μιλάνε για δυναστεία επειδή είμαι ο τρίτος κατά σειρά Πρωθυπουργός στην οικογένειά μου. Όμως αυτό είναι μεγάλο λάθος. Στην πραγματικότητα είμαστε 3 γενεές που έδωσαν μάχες για την δημοκρατία. Ο παππούς μου φυλακίστηκε 6 φορές και βρέθηκε εξόριστος μαχόμενος για την δημοκρατία, ο πατέρας είχε τα ίδια βιώματα.
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr