γραφει ο αρισταρχος
Πλησιάζει η μεγάλη γιορτή της παλιγγενεσίας η 25 Μαρτίου ημέρα κήρυξης της Ελληνικής επανάστασης για την ανεξαρτησία της πατρίδας μας από το τετρακοσίων ετών γονάτισμα πάνω από τα Τούρκικα τσαρούχια και το χατζάρι πάνω στο σβέρκο μας. Κάτι τέτοιες μέρες , δεν ξέρω, με πιάνει μια μελαγχολία σ’ αντίθεση με τα νεανικά μου χρόνια που τρελαινόμουν στην ιδέα πως θα γέμιζα με όλους αυτούς τους υπέροχους Έλληνες που έδωσαν με ανυπέρβλητη τόλμη τη ζωή τους για ένα όνειρο που ποτέ δεν έζησαν. Την ελευθερία! Περιδιαβαίνοντας στους ατέρμονες διαδρόμους του διαδικτύου έφτασα, ίσως εσκεμμένα, στο υπέροχο ποίημα του Πυθαγόρα απαγγελμένο/τραγουδισμένο από την εκφραστική φωνή της Μαρινέλλας. “Γράμμα από το μέτωπο” με αναφορά στο έπος του ’41(τι σημασία έχει το πότε;) .
Δεν μπορούσε το μυαλό μου κάτω από την συναισθηματική πίεση να μην πετάξει οπουδήποτε θα μπορούσε να πάει ένα γράμμα μου. Ένα γράμμα από την Ελλάδα του 2013, έτσι όπως το στέλναμε παλιά πιτσιρικάδες να το διαβάσει ο Άγιος Βασίλης. Και κείνο πέταξε σαν πουλί μέσα σε αεροπλάνα πάνω από θάλασσες και ωκεανούς, μέσα σε αυτοκίνητα και τσάντες για να δοθεί από ανθρώπινα χέρια στον θείο που ποτέ δεν είχα εκεί στην μακρινή την Αμερική και που κόντευε τα ογδόντα πέντε. Να το ανοίξει, να το διαβάσει και από τα γερασμένα του μάτια να πέσει το δάκρυ για να το κιτρινίσει. Και μέσα σε κείνο τον λεκέ να κλείσει για πάντα τα συναισθήματα που το έλουζαν όταν γράφονταν και όταν διαβάζονταν. Ένα γράμμα που ποτέ δεν στάλθηκε, σε έναν θείο που ποτέ δεν υπήρξε.
Αγαπημένε μου θείε, σε φιλώ.
Είμαι ο ανιψιός σου ο Δημήτρης, αυτός που γεννήθηκε πριν τριάντα πέντε χρόνια. Θέλω εδώ και πολύ καιρό να σου γράψω ένα γράμμα να το διαβάσεις γιατί εδώ όπου και να το στείλεις, αν το ανοίξουν, μάλλον δεν θα το διαβάσουν.
Θείε μου, “εδώ συμβαίνουνε πολλά γύρω μου όλοι λυπημένοι και πολλοί οι πεινασμένοι, μα εγώ είμαι καλά” Θυμάμαι που μούλεγες για τον παππού που στα δέκα οκτώ του ήρθε να πολεμήσει για τη δόξα του τόπου και όταν έφτασε φώναξε “ήρθα να πολεμήσω εις τας πρώτας γραμμάς, αλλά εις ποίας πρώτας γραμμάς;”. Η πατρίδα μου βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο. Μαύρισε ο μοναδικός γαλάζιος ουρανός μας με μαύρα αρπακτικά που σαν Άρπυιες αρπάζουν ότι βρουν. Γέμισαν μέχρι και οι ξερολιθιές με σαλτιμπάγκους και προδότες σκιτζήδες και κλεφτρόνια αλλά… αντέχουμε!
Θείε μου, η χώρα μου είναι ανεξάρτητη και κυρίαρχη και θαλάσσια όρια δεν έχει. Ποιος να του τόλεγε του Κανάρη, του Μιαούλη, του Κουντουριώτη, του Βότση. Ποιος να τόλεγε σ’ αυτόν που χωμένος σ’ ένα λαγούμι πάνω στο Καλπάκι μέσα στα λασπόχιονα σάλιωνε το μικρό του μολύβι να γράψει δυό λέξεις στην μάνα του “…γύρω μου δέκα σκοτωμένοι αλλά, είμαι καλά. Αλλά μάνα, επίθεση αρχίζει πάλι κι ο τόπος αυτός είναι και θα παραμείνει δικός μας! ”. Μόνο που όλα βγήκαν στο σφυρί. Κάθε σταγόνα αίμα που χύθηκε πωλείται εξευτελιστικά προς δόξα της φυλής μας. Αλλά… υπάρχουμε!
Θείε μου, ξέρεις πως σπούδασα με το μεροκάματο του σχωρεμένου αδερφού σου. Με πόνο και ανέχεια για να ρίξουν στις λάσπες τα ιδανικά μου και να φτάσουμε στην ανημποριά. Ξέρω, θέλεις να μου στείλεις τα χρήματα να ‘ρθω να ζήσω εκεί αλλά, θείε μου, εδώ είναι η χώρα μου. Εδώ ζω και αναπτύσσομαι, εδώ θα μεγαλώσουν τα παιδιά μου. Δεν θα την αφήσω τώρα που με χρειάζεται γιατί κάθε αποχώρηση Έλληνα καταλαμβάνεται από αυτούς που δεν κατάφεραν να σβήσουν την ψυχή εκεί μέσα στο ρέμα με τα λασπόνερα μέσα στο Καλπάκι. Θα μείνω εδώ και θα πολεμήσω στις πρώτες γραμμές αλλά, σε ποιες πρώτες γραμμές; ΟΧΙ, ΟΧΙ… είμαστε εδώ!
Με αγάπη ένας Έλληνας.
ΥΓ. Αξίζει, ακούστε το