Η εκπαίδευση στην Ελλάδα ακολουθεί πιστά το κεντρικό παράδοξο που χαρακτηρίζει το σύνολο της δραστηριότητας στη χώρα: κάθε πρόθεση αλλαγής κρίνεται εξ’ορισμού ως απειλή προς την πρόοδο, τη στιγμή που η πρόοδος εμπεριέχει εξ΄ορισμού την έννοια της αλλαγής.
Όλοι είναι διατεθειμένοι να υπερασπιστούν με σθένος την αναγκαιότητα αλλαγής ενός εκπαιδευτικού συστήματος που δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνει, τη στιγμή που κάθε προσπάθεια αλλαγής θεωρείται απειλή για τα κεκτημένα του ίδιου του εκπαιδευτικού συστήματος που πρέπει να αλλάξει.
Ποτέ δεν αντιλήφθηκα πραγματικά αν όλα αυτά τα χρόνια έχει γίνει κάποια ουσιαστική μεταρρύθμιση στον χώρο της εκπαίδευσης.
Είναι αλήθεια ότι πάντοτε θυμάμαι να παρακολουθώ ατέρμονες αναλύσεις για τη σημασία της εκπαίδευσης, τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος και τη νέα ώθηση στο δημόσιο σχολείο και πανεπιστήμιο.
Νιώθω ότι το σύστημα της εκπαίδευσης αντανακλούσε για πολλά χρόνια τη λειτουργία του κράτους αλλά και της αγοράς: η δημόσια εκπαίδευση γινόταν με όρους δημοσίου, χωρίς να νοιάζεται για την εξέλιξή της, από τη στιγμή που η ιδιωτική εκπαίδευση -είτε ως συμπληρωματική δομή είτε ως υποκατάστατη- επιτελούσε το ρόλο της ακομπλεξάριστης σύνδεσης της παιδείας με την πραγματικότητα.
Τα πρόσωπα δε που επιτελούν το σημαντικότερο ρόλο σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα -οι δάσκαλοι και οι καθηγητές- παρέμεναν η επιτομή της κουλτούρας του δημοσίου υπαλλήλου. Χωρίς κίνητρα, χωρίς αξιολόγηση και με σαφή υποβαθμισμένο ρόλο στην ευχάριστη πρωινή παρένθεση πριν από το φροντιστήριο.
Η εκπαίδευση όμως, εν μέσω της πλέον δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας για τη χώρα, καλείται να επιβεβαιώσει τον κανόνα που λειτουργεί στις περισσότερες των περιπτώσεων απλά ως άλλοθι στην απαρχή κάθε προσπάθειας που έχει συντριπτικές πιθανότητες αποτυχίας: η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες.
Δεδομένο πρώτο: Η ιδιωτική εκπαίδευση, ως αναβαθμισμένη ή μη εκπαιδευτική πραγματικότητα και ως κοινωνικό όχημα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη έλλειψη δυνητικής πελατείας που έχει ζήσει τις τελευταίες δεκαετίες.
Δεδομένο δεύτερο: Το φροντιστήριο, ως ελάχιστο προαπαιτούμενο για τη μετάβαση από τη δευτεροβάθμια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, βρίσκεται και αυτό εγκλωβισμένο σε μια δυσμενή για κάθε τι δαπανηρό, οικονομική πραγματικότητα.
Δεδομένο τρίτο: Η δημόσια εκπαίδευση θα υποδέχεται προοδευτικά έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό μαθητών.
Νιώθω ότι τελικά η μεγάλη ευκαιρία της δημόσιας εκπαίδευσης δεν ήρθε με τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν ή που δεν έγιναν αλλά με την αναγκαστική μείωση της ζήτησης για την ιδιωτική εκπαίδευση και την εύλογη αύξηση για τη δημόσια.
Σίγουρα η τάση αύξησης της ζήτησης δεν αποτελεί από μόνη της στοιχείο αναβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης. Γιατί το βασικό ζητούμενο παραμένει η ποιοτική αναβάθμιση.
Είναι γεγονός όμως ότι η συσσώρευση μαθητών ιδιωτικών σχολείων στα δημόσια σχολεία, δημιουργεί αυξημένες απαιτήσεις προς αυτά. Δημιουργεί ένα μεγαλύτερο και πιο πιεστικό αίτημα για άμεση ανταπόκριση στα οικονομικά δεδομένα που δεν επιτρέπουν στους γονείς να στραφούν στην ιδιωτική εκπαίδευση, ούτε ως συμπληρωματική γνώση.
Δημιουργούν ένα σημαντικό κίνητρο η δημόσια εκπαίδευση να επιτελέσει πλέον τον πραγματικό της ρόλο, μέσα από μια συντονισμένη προσπάθεια.
Και αν τα αιτήματα τόσα χρόνια των μαθητών και των γονέων ήταν η διατήρηση της δημόσιας δωρεάν παιδείας, η αναγκαιότητα άντλησης της γνώσης μόνο από αυτή, πιθανόν να στρέψει τα αιτήματα προς την πραγματική ποιοτική της αναβάθμιση.
Γιατί τα αιτήματα -συνυπολογίζοντας τη δυνατότητα για προσφυγή στη συμπληρωματική ιδιωτική εκπαίδευση- τόσων ετών, δεν μπορούσαν παρά να αποτελούν εκ του ασφαλούς αιτήματα.
Νιώθω ότι είναι η πρώτη, μεγάλη, πραγματική ευκαιρία της δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Με μεταρρυθμίσεις ή χωρίς.
Η πραγματική ειρωνεία πάντως είναι ότι ενώ τόσα χρόνια δαιμονοποιούμε τη σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς ως τη μεγαλύτερη απειλή του δημόσιου χαρακτήρα της πρώτης, έρχεται σήμερα η αγορά να δημιουργήσει τις συνθήκες για την πραγματική αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης.