Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Η εκκωφαντική σιωπή των διανοουμένων και των καλλιτεχνών

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί...


Γράφει ο ΑΠΕΛΛΗΣ Ποιος μπορεί σήμερα να μην παρατηρήσει την απουσία από τον δημόσιο λόγο των διανοουμένων και των καλλιτεχνών; Πλην ελάχιστων βεβαίως λαμπρών εξαιρέσεων, οι πνευματικοί ταγοί και οι καλλιτέχνες, που αποτελούν την πνευματική πρωτοπορία της χώρας, είναι απλοί θεατές των σημαντικών εξελίξεων. Ευτυχώς, που την τιμή της πνευματικής ελίτ, διασώζουν προς το παρόν, οι ηχηρές παρεμβάσεις αυτών των λίγων έστω, αλλά εκλεκτών. Φαίνεται, ότι αυτή η κρίση, θα αποτελέσει εκτός των άλλων, τη θρυαλλίδα πολλαπλών εσωτερικών κρίσεων σε κάθε επίπεδο της δημόσιας ζωής. Και αυτό, θα συμβεί και ήδη συμβαίνει και στο χώρο της διανόησης, των γραμμάτων και των τεχνών. Ήρθε η ώρα να ζυγιστούν άπαντες. Για την πνευματική-καλλιτεχνική συλλογικότητα αυτής της χώρας, αυτό θα σημαίνει αναπόφευκτα την αυτοκάθαρση, την αυτοκριτική, και τον επαναπροσδιορισμό των εννοιών και των αξιών που θα πρέπει να τη συνθέτουν. Θα πρέπει να απαντήσει στο αμείλικτο ερώτημα, αν η διανόηση και η τέχνη, θα αναλάβουν ξανά τον ύψιστο ρόλο του κοινωνικού διαφωτιστή για τον λαό αυτής της χώρας. Αλλιώς, θα πρέπει να ομολογήσει, ότι εδώ και πολλά χρόνια η συνεχής αποκοινωνικοποίηση της στέρησε πλέον τη δυνατότητα να επικοινωνεί και να εκφράζει. Ότι έχει μετατραπεί σε μια κλειστή συντεχνία νοησιαρχών και μεταπρατών, συμβιβασμένων και αποκομμένων από το κοινωνικό γίγνεσθαι και ίσως ανίκανων πια να εμπνευστούν και να εμπνεύσουν το όραμα εκείνο, που έχει ανάγκη τώρα περισσότερο από ποτέ ο λαός. Μια διανόηση αυτονομημένη, απόμακρη, ένα ορθολογικό εργαλείο στείρας ομφαλοσκόπησης μιας ομάδας σοφών, έξω από την κοινωνία και ερήμην αυτής. Αναλωμένης ανάμεσα σε βουλευτικά γραφεία και σε κόμματα για την κατάληψη της πανεπιστημιακής έδρας, ή για την εξασφάλιση κάποιας ευρωπαϊκής επιδότησης. Μια τέχνη κορεσμένη από τις καινοτομίες, σε βαθμό εξαφάνισης και κατασυκοφάντησης από τους ίδιους τους λειτουργούς της. Μια τέχνη που εξαντλεί τη δυναμική της στα λίγα εκτάρια ανάμεσα στο Κολωνάκι και στο Ψυχικό. Που δεν αφορά πλέον πάρα λίγους. Που μπορεί να σκανδαλοθηρεί με δημόσιες εκθέσεις και δηλώσεις, οχυρωμένη πάντοτε πίσω από το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Η «πρωτοπορία», τώρα που όλα καταρρέουν έμεινε πίσω, αμήχανη, ανίκανη να αντιτάξει ένα στέρεο λόγο. Η κινούμενη άμμος την απειλεί, το πνευματικό της μάτι έχει πλέον θολώσει. Ίσως για αυτό τώρα η εκκωφαντική σιωπή. Η κρίση, λοιπόν, είναι η αιτία που θα εξαναγκάσει όλους στο να τεθούν ξανά τα επιτακτικά ερωτήματα: Τι είναι τέχνη και τι διανόηση; Ποια θα πρέπει να είναι η σχέση τους με την κοινωνία και ποιος ο ρόλος τους; Πώς απέναντι στην παγκοσμιοποίηση θα ορθώσουμε τη δική μας νέα ελληνική τέχνη και σκέψη; Είναι αλήθεια πως η πλειονότητα των Ελλήνων διανοουμένων και των καλλιτεχνών, εμφορείται ανίατα από το πνεύμα της δύσης. Τα έχουν γράψει ο Παπαδιαμάντης και ο Κόντογλου, τα έχουν πει ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος και ο Γουναρόπουλος, ποιητές και στοχαστές μεγάλοι, τα λέω και εγώ ο ελάχιστος. Σε κάθε επίπεδο, διανοητικό και καλλιτεχνικό, είναι απλοί εισαγωγείς δυτικών αντιλήψεων και τάσεων. Ιδέες και καλλιτεχνικά κινήματα, που κάποιος μπορούσε να τα δει στη Γερμανία προ εικοσαετίας, σήμερα εδώ γίνονται αντιληπτά ως πρωτοπορία. Τίποτα πλέον δεν παράγεται στην Ελλάδα, όχι μόνον μηχανές και προϊόντα, αλλά ούτε καν ιδέες και νέες καλλιτεχνικές προτάσεις. Ελάχιστες οι φωτεινές εξαιρέσεις, αλλά δεν περνούν από τα φίλτρα, δεν προβάλλονται. Δεν ταιριάζουν στο παγκοσμιοποιητικό σχέδιο για μια διεθνιστική τέχνη και διανόηση, έξω και πέρα από τις τοπικές ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες. Οτιδήποτε ελληνικό, που άπτεται της καλλιτεχνικής μας παράδοσης, αρχαίας και βυζαντινής, λαϊκής και έντεχνης, αλλά και τα πνευματικά μας ερείσματα στην πρωτογενή σκέψη των αρχαίων Ελλήνων αλλά και των πατέρων της ορθοδοξίας, εγκαταλείφθηκε. Η μεταφυσική μας νοηματοδότηση απορρίφθηκε και όλα αυτά που συνθέτουν την ιδιοπροσωπία μας, γίνεται προσπάθεια να αφαιρεθούν με νυστέρι στο χειρουργείο της νέας τάξης. Ίσως, αντί για καρδιά ανθρώπου, να μας βάλουν τώρα μια καρδιά σκύλου, που θα κουνάει την ουρά στα αφεντικά του, για να θυμηθούμε το ομώνυμο θεατρικό έργο του M. Bulgakov. Μαζί με όλα αυτά εγκαταλείφθηκε και η διάθεση για την ανάταξη ενός νέου Ελληνικού Πολιτισμού. Ήδη από την εποχή της ιδρύσεως του νέου Ελληνικού Κράτους, αρχίσαμε να μιλάμε για την «Σχολή του Μονάχου», για τα Γαλλικά μοντέρνα ρεύματα και εσχάτως για τις αμερικανικές πρωτοπορίες. Οι απόγονοι του πάλαι ποτέ «Έθνους των Γλυπτών-καλλιτεχνών» (Nilsen), έχουν σε μεγάλο βαθμό παραιτηθεί από τη θέληση να είναι πρωτότυποι και όχι κακέκτυπα κάποιων άλλων. Είναι και αυτό συνέπεια της άνευ όρων πνευματικής παράδοσης. Πολλοί εξ αυτών των διανοουμένων και των καλλιτεχνών, για χρόνια τώρα, περιφέρονταν λαλίστατοι από πάνελ σε πάνελ, σε λουκούλεια τηλεοπτικά φαγοπότια, αερολογούντες αυτάρεσκα επί παντός επιστητού. Όμως, σήμερα σιωπούν. Σήμερα που ο λαός στρέφει το κεφάλι και αποζητά τους πνευματικούς του ηγέτες, αυτοί απουσιάζουν. Ήταν για τα εύκολα και όχι για τα δύσκολα. Μήτε η σκέψη τους, ούτε η φωνή τους, η πένα τους, η μουσική τους, τα πινέλα τους, οι στίχοι τους, τα βιβλία τους, τα γλυπτά τους, δεν συμπαρατάχθηκαν στο πλευρό του δοκιμαζόμενου λαού. Και ενώ γνωρίζουν, πως τα μέσα τους είναι όπλα φοβερά και ακαταμάχητα για την ανατροπή κάθε μορφής τυραννίας, δεν τα χρησιμοποιούν. Ο τύραννος τον ποιητή φοβάται. Ο άδικος τον στοχαστή εχθρεύεται. Ο γενίτσαρος τον δάσκαλο καταδιώκει. Για αυτό σιωπούν. Αυτοί, που άλλοτε οργάνωναν «δρώμενα» για τους Ολυμπιακούς (με παχυλές επιδοτήσεις) και γέμιζαν την Αθήνα με αγελάδες, τώρα δε μετατρέπουν την οργή τους σε τέχνη και τον θυμό τους σε Λόγο Ποιητικό. Δεν οργανώνουν καλλιτεχνικές διαμαρτυρίες στους δρόμους της Αθήνας για να εμψυχώσουν τον λαό. Τώρα, οι ποταμοί των εμπνεύσεων τους στέρεψαν. Και αν όλα τα παραπάνω αφορούν την πλειονότητα των «ουδέτερων» και άφωνων διανοουμένων και καλλιτεχνών, τι να πει κανείς και για την θλιβερή εκείνη μειοψηφία, που συντάχθηκε ενσυνείδητα και πρόθυμα με τους πνευματικούς και πολιτιστικούς ολετήρες του ελληνισμού; Αυτούς που βλέπουν «συνωστισμούς», τους άλλους που δεν «βλέπουν» ούτε Έλληνες, ούτε Ζάλογγο, και τους παράλλους που μας συνιστούν υποταγή στα κελεύσματα της δύσης. Καθηγητάδες των παχυλών μισθών και των επιχορηγήσεων, με έργο αποδομητικό, εισαγωγείς του αναθεωρητισμού, μιας ακόμη αντεθνικής ιδέας, που τη βαπτίζουν πρόοδο και την αλήθεια ψέμμα. Ανάμεσα στις θεατρικές επιχορηγήσεις και στις πληρωμένες παραστάσεις, στις χαμηλού επιπέδου τηλεοπτικές σειρές, ανάμεσα στις επιχορηγούμενες συναυλίες, στα αφιερώματα και στις τιμητικές εκθέσεις, χάθηκε δυστυχώς ο αυθορμητισμός, η αυτονομία της σκέψης, η ό,ποια διάθεση αντίστασης. Οι δημοφιλέστεροι εξ αυτών μπήκαν και στην Βουλή αξιοποιώντας τη συμπάθεια του λαού, και να που τώρα ψηφίζουν τα Μνημόνια Αυτός είναι ο συρφετός ενός κατ΄ουσία κρατικοδίαιτου πολιτισμού, που ξεκίνησε ως πρωτοπορία για να καταλήξει πλέον να γίνει μια κατεστημένη τροχοπέδη. Το είδος της διανόησης και της τέχνης που ο Tolstoi απεχθάνεται στον καιρό του. Ένα πνευματικό κατεστημένο που απομύζησε τεράστιους πόρους σε ευημερείς καιρούς, παράγοντας δυσανάλογα μικρότερα αποτελέσματα. Ένα κατεστημένο, που το χειρότερο εξ όσων έκανε, ήταν τελικά να πνίξει τη γνήσια πνευματική εφεδρεία αυτής της χώρας, στερώντας της το οξυγόνο της ανάπτυξης. Όπως τα ζιζάνια πνίγουν το σιτάρι. Μια πολύτιμη εφεδρεία που ακόμη και τώρα διατηρεί ζωντανές τις σπίθες της ανάταξης, που δημιουργεί στο περιθώριο της κεντρικής σκηνής της Αθήνας και της προσοχής των μεγάλων ΜΜΕ, στα προάστεια και στις άλλες μικρές πόλεις. Όπως στην πολιτική, έτσι και στο χώρο της διανόησης και των τεχνών, ήρθε η ώρα να φύγει το παλιό για να έρθει το νέο. Και αυτό θα γίνει από τα κάτω, από τις ακόμη υγιείς πνευματικές δυνάμεις αυτής της χώρας . Και μέχρι τότε…
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Πίνακας: Fr. Goya “Οι 3 Μαΐου του 1808″, όχι τυχαία επιλεγμένο.
Πηγη
http://anti-ntp.blogspot.com/2012/02/blog-post_278.html