Καλή και διαρκής Μεγάλη Παρασκευή
Kάποιος «της εκκλησίας»
Από μικρό παιδί περίμενα τις μέρες του Πάσχα. Τις θεωρούσα διαφορετικές από τις προηγούμενες γιορτές και μέρες. Μακριά από τον καταναλωτισμό των Χριστουγέννων, σαν κάτι άλλο που έρχεται από μακριά και πήγαινε μακρύτερα. Φέτος δεν μπορούσε παρά να τις περιμένω σαν μικρό παιδί. Προσμονή για κάποιες άλλες μέρες στην γκρίζα καθημερινότητα. Να στηριχθούμε σε ότι έχουμε κρατήσει και μας συνδέει με αυτόν τον τόπο που πατάμε. Γεγονότα όπως την έστω άτσαλη νηστεία της τελευταίας βδομάδας, την βόλτα του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή, το χαρμόσυνο Χριστός Ανέστη του Μεγάλου Σαββάτου. Πράγματα απλά και επιδερμικά αλλά με υψηλούς όμως συμβολισμούς. Ψήγματα γιορτής από κάτι μεγάλο που ήταν το Πάσχα των Ελλήνων όπως φανταζόμαστε εμείς οι νεότεροι. Κυρίως εμείς που δεν βιώσαμε την παράδοση της ελληνικής επαρχίας αλλά ζούμε στις
μεγαλουπόλεις που μας πνίγουν. Τότε «που ήμασταν στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης» όπως αναφέρει ο Σεφέρης.
Η προσπάθεια μου για κάποιες άλλες μέρες δεν ευδοκίμησε. Η γενικότερη κατάσταση έκανε τις μέρες εκνευριστικά ίδιες. Οι παλαιότεροι σταθμοί της πορείας μέχρι την Ανάσταση, που άλλοτε απολάμβανα, πέρασαν χωρίς καν να σταματήσω. Θεώρησα ξεπερασμένη την Λαμπέτη που διάβαζε το Ευαγγέλιο στην κρατική τηλεόραση. Έκανα πως δεν είδα τις αιωνόβιες θείτσες να κλαίνε στο « Σήμερον κρεμάται επί ξύλου», σκεπτόμενες πως έρχεται και η δικιά τους ώρα. Δε ξύπνησα χαρούμενος με ντουφεκιές και κροτίδες την Κυριακή του Πάσχα λες και πανηγυρίζαμε τη νίκη στα Δερβενάκια. Με λίγα λόγια ένιωσα και εγώ πως απλά συμμετείχα στις τελετές από κεκτημένη ταχύτητα.
Ευτυχώς σε όλα αυτά αντίπραξη ήταν το ραδιόφωνο. Προπάντων το Δεύτερο Πρόγραμμα και η ΕΡΑ Πάτρας με τραγούδια βάλσαμο σε εποχές παθών. Άλλωστε για να μπεις στην Μεγάλη Βδομάδα και να συγκλονιστείς με το μήνυμα της Ανάστασης πρέπει να κάνεις την αντίστοιχη προετοιμασία. Αν βρεθείς 12 παρά δέκα- σαν αν έχεις πέσει με αλεξίπτωτο-σε κάποιον ιερό ναό και έχοντας το κόμπλεξ μην σε χαρακτηρίσουν με το άθλιο προσωνύμιο της εκκλησίας δεν πρόκειται να καταλάβεις τίποτα. Ούτε καν να δεις την τελετή με την περιέργεια του τουρίστα. Σαν κάτι ξένο και φολκλόρ. Απλά σου έρχεται να πεις, με τα γένια αιδεσιμότατου που αφήνεις πια, «άντε τελείωνε» ασυναίσθητα στον παπά. Χωρίς να ξέρεις για πιο λόγο. Άλλωστε ούτε για πιο λόγο είσαι εκεί ξέρεις.
Στην εκκλησία που βρέθηκα ο κόσμος έφυγε την Ανάσταση δώδεκα ΚΑΙ πέντε. Όπως παντού νομίζω. Το Χριστός Ανέστη ακούστηκε δεν ακούστηκε λόγω των βαρελότων και ο κόσμος άρχισε να υποχωρεί γρήγορα-γρήγορα. Οι ιθαγενείς κουρασμένοι από την εικοσάλεπτη ορθοστασία πήγαιναν να φάνε την μαγειρίτσα. Νομίζω πως αν δεν γινόταν φέτος η Αναστάσιμη λειτουργία ούτε θα διαμαρτύρονταν κανένας. Θα λέγαμε «Ε, τι να κάνουμε… έτσι όπως καταντήσαμε». Έπειτα θα καθόμασταν σε μια γωνιά χωρίς να ανασαίνουμε και πολύ. Φοβούμενοι μήπως μας ανακαλύψουν πως κλέβαμε σοκολάτες από το περίπτερο όταν ήμασταν μαθητές και μας απολύσουν λόγω «οργίου διαφθοράς».
Κάπως έτσι νιώθω πως είναι η κατάσταση στην Ελλάδα. Σαν την Μεγάλη Παρασκευή που βίωσα φέτος. Οι αποφάσεις να παίρνονται μέσα στην εκκλησία και εμείς απέξω να συζητάμε σαν σε καφενείο, βυθισμένοι στην αφασία μας. Ξεχνώντας πως έχουμε έρθει για αυτό που γίνεται μέσα. Την ώρα που αυτό το μέσα θα δώσει την ανάταση και Ανάσταση που περιμένει ο καθένας μας . Τον θρίαμβο της θέλησης και της ζωής ενάντια στο θάνατο και στην υποταγή.
Δεν θα ευχηθείς για φέτος; θα με ρωτήσετε. Το μόνο που θα ήθελα είναι να βρισκόμαστε όλοι εμείς ,θιασώτες εστιών αντίστασης και όχι της εστίασης, και να τιμούσαμε αυτές τις άλλες μέρες όπως πρέπει. Αυτή είναι η ευχή μου για το φετινό Πάσχα. Άλλωστε βαρέθηκα να ακούω Χρόνια Πολλά αυτές τις μέρες λες και έχω επέτειο γάμου. Γιατί να ευχηθώ εγώ Χριστός Ανέστη ; Μάλλον καλή και διαρκής Μεγάλη Παρασκευή θα μας ταίριαζε…
Και μην περιμένετε ταφή στο χώμα που μας γέννησε και λοιπά παρωχημένα. Μάλλον οι στάχτες μας-που είναι και της μόδας- θα γυροφέρνουν από δω και από κει όπως εμείς στη Ρήγα Φεραίου. Για φίλους να μας κλάψουν ούτε λόγος. Θα χλαπακιάζουν «νηστίσιμα» σε καμιά ταβέρνα, ακούγοντας την πένθιμη καμπάνα από αδιάφορα μέχρι και νευριασμένοι από τον ήχο της…