«Θυμήθηκα κάποιο πρωί, που είχα πετύχει σ' ένα πεύκο ένα κουκούλι πεταλούδας, τη στιγμή που έσκαζε το τσώφλι κι ετοιμάζουνταν η μέσα ψυχή να προβάλει.
Περίμενα, περίμενα, αργούσε, κι εγώ βιαζούμουν. . Έσκυψα τότε απάνω της κι άρχισα να τη
ζεσταίνω με την ανάσα μου. Τη ζέσταινα ανυπόμονα, και το θάμα άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, με γοργό παρά φύση ρυθμό. Το τσώφλι άνοιξε όλο, η πεταλούδα πρόβαλε. Μα ποτέ δεν θα ξεχάσω τη φρίκη μου, τα φτερά της έμεναν σγουρά, αξεδίπλωτα, όλο της το κορμάκι έτρεμε και μάχουνταν να τα ξετυλίξει, μα δεν μπορούσε. Μάχουμουν κι εγώ με την ανάσα μου να τη βοηθήσω. Του κάκου. Είχε ανάγκη από υπομονετικό ωρίμασμα και ξετύλιγμα μέσα στον ήλιο, και τώρα πια ήταν αργά. Η πνοή μου είχε ζορίσει την πεταλούδα να ξεπροβάλει πριν της ώρας, ζαρωμένη κι εφταμηνίτικη. Βγήκε αμέστωτη, κουνήθηκε απελπισμένη, και σε λίγο πέθανε στην απαλάμη μου.
Το πουπουλένιο κουφάρι αυτό της πεταλούδας θαρρώ πως είναι το μεγαλύτερο βάρος, που έχω στη συνείδηση μου. Και να σήμερα κατάλαβα βαθιά: είναι θανάσιμο αμάρτημα να βιάζεις τους αιώνιους νόμους. Έχεις χρέος ν' ακολουθάς τον αθάνατο ρυθμό μ' εμπιστοσύνη.
Κούρνιασα σ' ένα βράχο ν' αφομοιώσω ήσυχα τον πρωτοχρονιάτικο ετούτον στοχασμό. Α! να μπορούσα, έλεγα, τον καινούριο ετούτον χρόνο, να ρύθμιζα έτσι, χωρίς υστερικές ανυπομονησίες, τη ζωή μου! Η μικρή ετούτη πεταλουδίτσα, που σκότωσα γιατί παραβιάστηκα να την αναστήσω, ας ήταν να πετούσε πάντα μπροστά μου και να μου δείχνει το δρόμο! Κι έτσι μια πεταλούδα, που πρόωρα πέθανε, να βοηθήσει μιαν αδερφή της, μιαν ανθρώπινη ψυχή, να μη βιάζεται και να προφτάσει να ξετυλίξει μ' αργό ρυθμό της φτερούγες.»
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
http://r-u-sirius.net/main1/