γράφει ο Άκης κουστουλίδης
Ένα απόγευμα, πριν από λίγες μέρες, κάνοντας ένα περίπατο στους αγρούς ανακάλυψα ένα υπόγειο.
Το κτίσμα είχε εξαφανιστεί, τα δέντρα είχαν κρύψει τα απομεινάρια των τοίχων και το μόνο που φαινότανε ήταν μια μικρή, σχεδόν εξαφανισμένη είσοδος, όπου τα σκαλοπάτια στεκόταν καινούργια, λες και ποτέ κανένας δεν τα κατέβηκε.
Η περιέργειά μου δεν μ’ άφησε να το προσπεράσω και έκανα το πρώτο βήμα για να κατέβω τα σκαλιά.
Στο δεύτερο σκαλί άρχισα να ανατριχιάζω, ο χτύπος της καρδιά μου να γίνετε όλο και πιο δυνατός και να νιώθω τον φόβο για το άγνωστο, τον φόβο της άγνωστης εικόνας όπου θα αντίκριζα στο τέλος των σκαλοπατιών.
Δώδεκα σκαλοπάτια μέτρησα μέχρι να πατήσω το πάτωμα του υπογείου και ήταν λες και πέρασαν δώδεκα χρόνια.
Στάθηκα στην είσοδο του υπόγειου και η εικόνα που αντίκρισα ήταν ένα άδειο λευκό δωμάτιο, μα είχε κάτι παράξενο, ένιωθα κάτι να είχε συμβεί εδώ, ένιωθα κάτι να είχε γεννηθεί και είχε πεθάνει και ήθελα πολύ να μάθω την ιστορία του με δεν ήξερα που ήταν γραμμένη.
Έκανα το πρώτο βήμα προς τα μέσα και ξαφνικά εμφανίστηκε ένα όνειρο ξεχασμένο που ήθελε να βρει μια καρδιά για να ζήσει.
Τρόμαξα, προσπάθησα να καταλάβω τι συμβαίνει μα δεν μπορούσα.
Συνέχισα να βαδίζω προς τα μέσα και άρχισαν να πετάγονται κάτι στιχάκια μπροστά μου, γραμμένα σε κάτι χαρτιά σκισμένα, κάτι στιχάκια που ψάχνανε μελωδία για να ζωντανέψουν.
Λίγο πιο πέρα ένα παράπονο γραμμένο στον τοίχο με οδηγούσε σε ένα κάδρο σπασμένο και ριγμένο στο πάτωμα. Είχε ένα δάκρυ ζωγραφισμένο, ένα δάκρυ όπου κυλούσε και κυλούσε μα το μάτι δεν υπήρχε.
Δεν έβγαζα κανένα νόημα, τίποτα δεν μπορούσα να καταλάβω και με τίποτα δεν ήθελα να φύγω.
Βάδισα μερικά βήματα ακόμη και βρέθηκα μπροστά σε ένα κρεβάτι μονό, σε ένα κρεβάτι παιδικό.
Ένα σημείωμα υπήρχε κάτω από το μαξιλάρι ένα σημείωμά όπου ήταν η υπογραφή ενός παιδιού .
Έλεγε: εδώ έμενε ένα παιδί όπου ξόδεψε την ζωή του κάνοντας μια συλλογή.
Μία συλλογή παράξενη, μια συλλογή που για τους πολλούς συλλέκτες ήταν ανούσια και ανάξια χρηματικής τιμής.
Ήταν η συλλογή ενός παιδιού όπου είχε μαζέψει όλου του κόσμου τα γιατί !!!!!!!
Ξεκίνησε με εκείνα τα πρώτα γιατί ενός παιδιού που ρωτάει την μάνα του σε κάθε της λέξη, γιατί μαμά;
Μέχρι που του πήρε η καθημερινή ζωή την μαμά του και άρχισε να την ρωτάει γιατί μαμά δεν μ’ αγκαλιάζεις άλλο;
Γιατί μαμά, ο μπαμπάς δουλεύει τόσο μακρυά από μας;
Γιατί μαμά μιλάμε συνέχεια για λεφτά;
Γιατί μαμά ο δάσκαλος με χτύπησε;
Γιατί μαμά ο φίλος μου έκλεψε ένα κουλούρι;
Και τα χρόνια περάσανε και το παιδί είδε έναν φόνο και γεμάτος φόβο γύρισε στην μάνα του και την ρώτησε γιατί μαμά οι άνθρωποι είναι κακοί;
Πήγε στο στρατό και έμαθε και αυτός να σκοτώνει μα όσο και αν ρωτούσε το γιατί απάντηση δεν έπαιρνε από την μάνα του.
Έτσι χωρίς καμία απάντηση στα γιατί του, ήρθε η ώρα και ερωτεύτηκε και ας μην ήξερε το γιατί μετά από λίγο καιρό μίσησε την μούσα όπου είχε ερωτευτεί.
Ένιωσε πόνο βαρύ όταν ήρθε ο χάρος και του πήρε την μάνα του και ας ήταν αυτό το γιατί τόσο σκληρό, αυτός συνέχισε να τα μαζεύει και να πλουτίζει την συλλογή του και ας μην είχε καμία απάντηση.
Έτσι αφού μάζεψε όλα τα γιατί εδώ μέσα και αφού πρώτα εξαφάνισε το κτίριο, έμεινε μόνος εδώ σ΄αυτό το κατάλευκο υπόγειο για τα πολλά τελευταία χρόνια της ζωής του ψάχνοντας μέσα στο μυαλό του να βρει έστω και μία απάντηση σε ένα γιατί.
Μα όσο και να προσπαθούσε να απαντήσει άλλο τόσο τα γιατί πολλαπλασιαζόνατε μέχρι που του φάγανε την ζωή και έμεινε μία αναπάντητη ιδέα στην συλλογή του.
Όταν γύρισα το σημείωμα από την ανάποδη είχε γράψει τα τελευταία του λόγια: ΓΙΑΤΙ ; γιατί έτσι απάντησε και άφησε την τελευταία του πνοή πάνω στην συλλογή του!!!!!!!
Υ.Γ. γιατί μας γαμάει η τρόικα την ζωή; γιατί έτσι….
Υ.Γ. 2 εσύ γιατί ψάχνεις να βρεις το γιατί; γιατί δεν τραβάς για τα βουνά και τα λαγκάδια όπου είναι η φύση σου και το πεπρωμένο σου εκεί; αυτά σε περιμένουν καρτερικά και υπομονετικά μέχρι να πάρεις την απόφαση να γίνεις άνθρωπος. αλλά τι λέω προσπαθώ να απαντήσω στο γιατί ;