Aς ακούσουμε λιγάκι τους νέους .Αυτοί είναι πάντα πιο κοντά στο σήμερα από τους μεγαλύτερους .Άρα και πιο κοντά στο αύριο.
Τα πλάνα τους είναι όσο αμοντάριστα πρέπει ώστε να αποδίδουν την αλήθεια και όχι να την φτιασιδώνουν.Ο Νικόλας Κολυτάς είναι πρωτοετής φοιτητής στη Νομική της Αθήνας .(Δ.Τσιριγώτης)
Μην είσαι περαστικός του Νικόλα Κολυτά
Τα πλάνα τους είναι όσο αμοντάριστα πρέπει ώστε να αποδίδουν την αλήθεια και όχι να την φτιασιδώνουν.Ο Νικόλας Κολυτάς είναι πρωτοετής φοιτητής στη Νομική της Αθήνας .(Δ.Τσιριγώτης)
Μην είσαι περαστικός του Νικόλα Κολυτά
Ανέκαθεν απεχθανόμουν τους περαστικούς. Αυτούς δηλαδή που κοιτούν αλλά δε βλέπουν. Αυτούς που περπατούν σε δρόμους χωρίς ομορφιές και ασχήμιες, χωρίς λακκούβες και ισιώματα, χωρίς λιακάδα και βροχή παρά μόνο σε δρόμους που τους οδηγούν στον προορισμό τους. Η ματαιότητα της αποκλειστικής προσήλωσης στην επίτευξη ατομικών στόχων πάντα με τρόμαζε. Μετέτρεπε τους ανθρώπους σε άλογα κούρσας. Σε υπαλληλίσκους πουν ζητούν την προαγωγή, σε μικροεπιχειρηματίες που ψάχνουν το χρήμα, σε μαθητές που γουστάρουν το απουσιολόγιο, σε φοιτητές που κυνηγούν το βαθμό, σε μπάτσους που προσβλέπουν σε γαλόνια, σε καλλιτέχνες που διψάνε για δόξα, σε δημοσιογράφους που λατρεύουν την ανέλιξη, σε ποιητές που στοχεύουν στη μελοποίηση, σε εργάτες που θέλουν να γίνουν αφεντικά.
Όλοι αυτοί είναι περαστικοί. Περαστικοί που κυλιούνται και σέρνονται στα εργοτάξια του ανταγωνισμού. Περαστικοί που στους στίχους των ποιημάτων βρίσκουν μόνο αραδιασμένες λέξεις. Περαστικοί που στο άκουσμα μιας μουσικής ψάχνουν να βρουν σε ποιο κομμάτι μοιάζει. Περαστικοί που κοστολογούν τον ανθρώπινο πόνο με πενήντα περρισσευόμενα λεπτά που είχαν στην τσέπη τους. Περαστικοί που έχουν μάθει να αγοράζουν την ερωτική πράξη χωρίς να την αισθάνονται. Περαστικοί που βλέπουν τις ειδήσεις για να μη λάβουν την πραγματική είδηση.
Οι περαστικοί λοιπόν διακρίνονται για τη αέναη κίνησή τους στο χώρο της επιφάνειας. Όμως μία κίνηση ή ένα ταξίδι χωρίς στάσεις, σταθμούς και κυρίως χωρίς σαφή προορισμό είναι καταδικασμένο στην ανία, την πλήξη και τη συναισθηματική κενότητα. Είναι ένας θάνατος σε μια περαστική ζωή. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι από το ύψος των άνετων υπουργικών θώκων όλοι απο κάτω φαντάζουμε περαστικοί. Το ιδανικό δηλαδή αυτό είδος ανθρώπων που μόνο κοιτάει και κάνει τη δουλίτσα του χωρίς να διαμαρτύρεται. Πρόκειται δηλαδή για αυτούς που τους φόρεσαν μια στολή επιβίωσης και γι αυτό το λόγο έχουν σταματήσει να σκέφτονται και να νοιάζονται για το διπλανό τους.
Τις προάλλες βγήκα από το μετρό. Δύο ζευγάρια πονεμένα μάτια με πλησίασαν. Ήταν ένας μετανάστης με τον πολύ μικρό γιο του που κρατούσε από το χέρι. Έδειχνε ανήσυχος, κουρασμένος, φοβισμένος και απελπισμένος. Μου απηύθυνε το λόγο όμως καθώς άκουγα μουσική από τα ακουστικά δεν κατάλαβα τι ήθελε. Έβαλα λοιπόν το χέρι στην τσέπη για να του δώσω τα πενήντα περισσευούμενα λεπτά μου. “Όχι όχι!” αποκρίθηκε και μου έδειξε ένα χαρτί με τη διεύθυνση ενός νοσοκομείου. Δεν ήξερα να τον βοηθήσω πώς να πάει. Τον συμβούλεψα να ρωτήσει κάποιον άλλο. Έβαλα τα ακουστικά και συνέχισα γρήγορα το δρόμο μου για να μη χάσω το μάθημα που έδινα. Ντρέπομαι. Εκείνο το πρωί στα πρώτα πέντε μέτρα που διένυσα αφού άφησα πίσω μου το μετανάστη συνειδητοποίησα ότι και γω είχα μπει στο κοστούμι του περαστικού. Ένα κοστούμι που κεντάει η ρουτίνα της ετεροκαθοριζόμενης πραγματικότητας και μετατρέπει τους ανθρώπους σε ρομπότ. Ντρέπομαι όχι επειδή τελικώς δεν τον βοήθησα αλλά επειδή έσπευσα να γίνω ένας από του πολλούς άσπλαχνους ελεήμονες που κοιτούν μόνο το δρόμο τους, ταυτίζουν το μετανάστη με το ζητιάνο και έχουν μπόλικα πενηντάλεπτα στην τσέπη τους για να βαυκαλίζονται με τη δήθεν ταξική τους ανωτερότητα. Τα λίγα δευτερόλεπτα που μίλησα στο μετανάστη είχα γίνει αυτό που σιχαινόμουνα. Ένας άθλιος περαστικός…
Οι περαστικοί λοιπόν διακρίνονται για τη αέναη κίνησή τους στο χώρο της επιφάνειας. Όμως μία κίνηση ή ένα ταξίδι χωρίς στάσεις, σταθμούς και κυρίως χωρίς σαφή προορισμό είναι καταδικασμένο στην ανία, την πλήξη και τη συναισθηματική κενότητα. Είναι ένας θάνατος σε μια περαστική ζωή. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι από το ύψος των άνετων υπουργικών θώκων όλοι απο κάτω φαντάζουμε περαστικοί. Το ιδανικό δηλαδή αυτό είδος ανθρώπων που μόνο κοιτάει και κάνει τη δουλίτσα του χωρίς να διαμαρτύρεται. Πρόκειται δηλαδή για αυτούς που τους φόρεσαν μια στολή επιβίωσης και γι αυτό το λόγο έχουν σταματήσει να σκέφτονται και να νοιάζονται για το διπλανό τους.
Τις προάλλες βγήκα από το μετρό. Δύο ζευγάρια πονεμένα μάτια με πλησίασαν. Ήταν ένας μετανάστης με τον πολύ μικρό γιο του που κρατούσε από το χέρι. Έδειχνε ανήσυχος, κουρασμένος, φοβισμένος και απελπισμένος. Μου απηύθυνε το λόγο όμως καθώς άκουγα μουσική από τα ακουστικά δεν κατάλαβα τι ήθελε. Έβαλα λοιπόν το χέρι στην τσέπη για να του δώσω τα πενήντα περισσευούμενα λεπτά μου. “Όχι όχι!” αποκρίθηκε και μου έδειξε ένα χαρτί με τη διεύθυνση ενός νοσοκομείου. Δεν ήξερα να τον βοηθήσω πώς να πάει. Τον συμβούλεψα να ρωτήσει κάποιον άλλο. Έβαλα τα ακουστικά και συνέχισα γρήγορα το δρόμο μου για να μη χάσω το μάθημα που έδινα. Ντρέπομαι. Εκείνο το πρωί στα πρώτα πέντε μέτρα που διένυσα αφού άφησα πίσω μου το μετανάστη συνειδητοποίησα ότι και γω είχα μπει στο κοστούμι του περαστικού. Ένα κοστούμι που κεντάει η ρουτίνα της ετεροκαθοριζόμενης πραγματικότητας και μετατρέπει τους ανθρώπους σε ρομπότ. Ντρέπομαι όχι επειδή τελικώς δεν τον βοήθησα αλλά επειδή έσπευσα να γίνω ένας από του πολλούς άσπλαχνους ελεήμονες που κοιτούν μόνο το δρόμο τους, ταυτίζουν το μετανάστη με το ζητιάνο και έχουν μπόλικα πενηντάλεπτα στην τσέπη τους για να βαυκαλίζονται με τη δήθεν ταξική τους ανωτερότητα. Τα λίγα δευτερόλεπτα που μίλησα στο μετανάστη είχα γίνει αυτό που σιχαινόμουνα. Ένας άθλιος περαστικός…
Νικόλας Κολυτάς