Αγάπες πρώιμες, όψιμες, αλαργινοί καιροί,
τώρα και χτες, πληγές, χαρές, ω ριζικά του κόσμου,
κ’ εσείς που κάπου ζήσατε και λιώνετε νεκροί,
κ’ εσείς με μάτια ολάνοιχτα που ζείτε ακόμα εμπρός μου,
Πατρίδα μου, πατρίδες μου, θύμησες, τόποι νιάτα, κ’ εσείς ονείρατα άστρεχτα , κ’ η ελπίδα εσύ, και ο τρόμος κ’ η ορμή, κ’ εσείς που απάντησα και σύντυχα στη στράτα, ή καβαλάρης στης ζωής το διάβα ή πεζοδρόμος,
Καρποί που μαραγκιάσατε κ’ εσείς βλαστοί δροσάτοι, φαντάσματα και πλάσματα, χαρίστρα μου η ψυχή. Της ρήγισσας Πρωτοχρονιάς μεστό είναι το παλάτι, διάπλατα σάς ανοίγεται, και πλούσιοι και φτωχοί.
Ρήγας κ’ εγώ, στο ερημικό νησί μου πάντα, ορίζω το θησαυρό που δίνεται, και δε θε να στερέψει. – Ξένοι, δικοί μου, φίλοι μου και οχτροί μου, σας χαρίζω τη λυρική μου σκέψη!
1912 “Η Πολιτεία και η μοναξιά”