Του Τάκη Παπαδόπουλου.
Ντρέπομαι για όσα πάθαινα στην ζωή μου, με τι είδους ανθρώπους συντρόφευα χωρίς να ξέρω και όσους άξιζε να τους συναναστρέφομαι όλους τους απέφευγα χωρίς να ξέρω τίποτα, δύστυχος εγώ, επειδή ούτε εκείνα ούτε αυτά τα έκανα σωστά, αλλά αφού αντιστρέψω όλα αυτά πάλι εγώ, θα δείξω στην συνέχεια σε όλους τους ανθρώπους ότι άθελα μου άφηνα τον εαυτό μου στους αχρείους. Στα κοράκια! Πόσο δύσκολο πράγμα οι φίλοι που παρουσιάζονται ξαφνικά μόνο όταν κάποιος ευτυχεί! (στίχοι 774-783 ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ – ΠΛΟΥΤΟΣ).
Ξεκίνησα την ζωή μου εδώ και 49 χρόνια ή μάλλον η ζωή μου με ξεκίνησε πριν 49 χρόνια και αυτό που θυμάμαι από μικρός ήταν αυτό που έβλεπα από το παράθυρο μου όταν έβρεχε και το νερό τρέχοντας δυνατά είχε παρασύρει και έφερνε πέτρες, βρωμιές από το βουνό, άχρηστα πράγματα και έλεγα μακάρι να έβρεχε και στην ψυχή όλων μας για να πάρει τις βρωμιές, τα άχρηστα πράγματα, τα σκουπίδια από την ζωή μας.
Όταν σταμάταγε όμως η βροχή και ο δρόμος στέγνωνε, στέγνωναν και οι σκέψεις μου και πάλι τα σκουπίδια ήταν στην ζωή μου, στη ψυχή μου.
Έλεγα κουράγιο φίλε μπορεί να αλλάξει κάποτε άλλα δυστυχώς 49 χρόνια τώρα δεν έχει αλλάξει τίποτα.
Ο δυνατός της παρέας έπαιρνε πάντα τους καλύτερους με το έτσι θέλω στην ομάδα του και εμείς οι υπόλοιποι χάναμε.
Ο πιο μάγκας της παρέας έπαιρνε τις κοπέλες που μας άρεσαν και εμάς, όχι γιατί ήταν πιο όμορφος ή μιλούσε καλύτερα, απλά γιατί είχε αυτό το «αλήτικο» μέσα του και άρεσε σε αυτές, άσχετα αν μετά που τις παράταγε έκλαιγαν στην αγκαλιά μας λέγοντας πόσο μαλάκας ήταν αυτός και πόσο καλοί φίλοι είμαστε εμείς που τις καταλαβαίνουμε.
Μεγαλώνοντας συνάντησα τύπους που μπήκαν εύκολα σε δουλειές του Δημοσίου, γιατί κολλούσαν αφίσες, χειροκροτούσαν, έγλυφαν τους άρχοντες, και μετά όταν σε έβλεπαν στον δρόμο σε θεωρούσαν ένα τίποτα που δεν τα «κατάφερες» όπως αυτοί.
Άνθρωποι που δεν άξιζαν, έγιναν «κάτι». Φόρεσαν κουστούμι αν και κάτω από το συνήθως γαλάζιο ή μπορντό πουκάμισο τους η βρώμα της μασχάλης παρέμεινε, σε κοιτούσαν σαν ένα τίποτα με το ύφος του τύπου του κομπολογιού και της τσίχλας, γιατί αυτοί είχαν πιάσει την «καλή» όπως έλεγαν και εμείς το πιστέψαμε.
Αφήσαμε τον εαυτό μας να τον εξουσιάζουν αυτοί.
Αφήσαμε τον εαυτό μας να μας πηγαίνουν όπου ήθελαν αυτοί.
Ξεχάσαμε ότι είμαστε καλύτεροι από αυτούς και τους κάναμε μικρούς θεούς, θέλαμε να τους μοιάσουμε, τους ζηλεύαμε.
Λάθος μεγάλο, που αρχίζω και το καταλαβαίνω ίσως αργά. Τους αντίκρισα, τους συνάντησα, τους αναγνώρισα.
Φόρεσαν κουστούμι και κάθισαν στην θέση των επισήμων, άνθρωποι που ούτε στο μικρό τους δάκτυλο δεν φτάνουν :
Τον άνθρωπο που πολεμάει κάθε μέρα με το μεροκάματο, τον άνθρωπο που έχει δώσει τη μισή του ζωή στα θρανία να σπουδάσει και μετά πηγαίνει στον ΟΑΕΔ να δει αν βρει καμιά θέση στη δουλεία που θα του προσφέρει ο άχρηστης, το λαμόγιο, ο επιχειρηματίας που τα έχει καλά με την κάθε κυβέρνηση, με τον κάθε δήμαρχο και παίρνει τις δουλειές.
Τον άνθρωπο που κάθε μέρα λέει καλημέρα στην γυναίκα και τα παιδιά του, και που αγωνιά τα παιδιά του να μορφωθούν, να μην γίνουν αλήτες, χούλιγκαν, άνεργοι-επαγγελματίες, με θέση όμως στην μικρή μας κοινωνία.
Τον άνθρωπο που κάθε πρωί κάνει την προσευχή του και τον σταυρό του και ευχαριστεί τον Θεό που του χάρισε άλλη μία μέρα ζωής, και όχι αυτός που τρώει, πίνει, έχει θέση στην εκκλησία των χορηγών και είναι χειρότερος από τον καθένα.
Αυτόν τον άνθρωπο βλέπω κάθε μέρα στον καθρέπτη, κάθε μέρα βρίζω που δεν τα κατάφερε να γίνει αλήτης, λαμόγιο, επαγγελματίας απατεώνας, και που τώρα δεν μπορεί να προσφέρει στην οικογένεια του τίποτα γιατί «δεν τα κατάφερε».
Δεν ξέρω τι θα αλλάξει στην ζωή μου, αφού κάθε μέρα εμφανίζονται νέοι «μικροί θεοί – λαμόγια», δεν ξέρω γιατί κάθε φορά που προσπαθώ να γίνω κάτι από αυτούς, ο μικρός που έχω μέσα μου, μου θυμίζει το παράθυρο και την βροχή. Μου φωνάζει ότι πάλι θα χάσω στο παιχνίδι γιατί οι άλλοι έχουν πάρει στην ομάδα τους, τους καλύτερους, πάλι δεν θα έχω θέση ούτε έξω από το σπίτι μου να βάζω το αυτοκίνητο γιατί το λαμόγιο βάζει την κούρσα που του έδωσε η Υπηρεσία του, πάλι δεν, δεν…
Για αυτόν τον λόγο ντρέπομαι τον ίδιο μου τον εαυτό, αλλά αλήθεια τον αγαπώ για αυτό που είναι, και που μάλλον δεν αλλάξει. Απλά τώρα ξέρει …. Και όσο και αν πονά ξέρει….