Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Η ΣΤΟΛΗ ΑΝΤΕΧΕΙ ΠΟΛΛΑ... "για την πατρίδα μας είπαν"


 Γράφει η Ειρήνη Λαρδούτσου- Κούρτη

Η μαύρη του ομπρέλα γύρισε ανάποδα καθώς πάλευε να μαζέψει την καπαρντίνα του, χωρίς να χυθεί το περιεχόμενο του χαρτοφύλακα που άνοιξε εκείνη τη διαολεμένη στιγμή.
"Την τύχη μου πάνω…" έβρισε, "που είναι ένα ταξί";
Τολμηρά πράγματα μες την καταιγίδα της Σταδίου και πραγματικά εκπλήρωση ευχής όταν, μετά από κανά 10λεπτο, το κίτρινο ΤΟΥΟΤΑ σταμάτησε μπροστά του.
- Που πάμε;
-Βριλήσσια, πίσω από το κολυμβητήριο.
Συμμαζεύτηκε όπως όπως και πήρε μια βαθειά ανάσα ανακούφισης που δεν κράτησε πολύ, αφού είδε το μαύρο περιβραχιόνιο στο χέρι του οδηγού. Καιρό είχε να δει κάτι τέτοιο, δεν το συνηθίζουν πια οι άνθρωποι, σκέφτηκε, και ένιωσε ένα μάγκωμα στο στήθος. Τράβηξε το βλέμμα άκεφα προς το τζάμι.
-Το παράκαναν πια, είπε.
Μέτρα, μέτρα, μέτρα… μισθωτοί, συνταξιούχοι, παιδεία, υγεία, πόσο πάτο να πιάσουμε; Κι οι ένστολοι τώρα… τι να πω; Ποιος θα τολμούσε να πειράξει την άμυνα και την ασφάλεια της χώρας…
Έριξε μια λοξή ματιά για να μετρήσει την αντίδραση του οδηγού και την όρεξή του για κουβέντα. Φαινόταν κοντά στα 70, μα ίσως να ‘ταν και μικρότερος. Είχε γκρίζα γένια 3-4 ημερών, τα μαλλιά του όμως, μαύρα με απότομες ασημένιες τούφες, πρόδιδαν ξαφνικό άσπρισμα.
Το βλέμμα του μέσα από το καθρεφτάκι, λοξό, βυσσινί, τον μούδιασε. Ένιωσε απότομη δυσφορία, δύσπνοια σχεδόν, ο αέρας στο ταξί, η μυρωδιά των δερμάτινων πολυκαιρισμένων καθισμάτων, ανακατεμένη με τη μυρωδιά της βροχής, τον έπνιξαν. Τεντώνοντας το λαιμό για ν' ανοίξει δρόμο στο οξυγόνο και σφίγγοντας με δύναμη την καπαρντίνα πάνω του -περισσότερο για να πιέσει το στομάχι του- τον είδε. Ήταν εκεί, πίσω από το λεβιέ των ταχυτήτων, στην κονσόλα, σε φωτό στιγμής. Όμορφος νέος, κοντοκουρεμένος, χαμογελαστός με στολή σε χρώμα ραφ. Του πήγαινε πολύ… και σ’ αυτήν πήγαινε αυτός…
-Το παιδί μου, είπε ο ταξιτζής.
Ανατρίχιασε ο άλλος.
-Το παιδί μου, επανέλαβε ο πατέρας, σα να 'θελε να το ξαναγεννήσει.
Πιλότο τον είχα. Αξιωματικό. Στην Πολεμική Αεροπορία. Το παιδί μου. Πάνε έξι μήνες που μού έπεσε. Με Μιράζ. Έξι μήνες που μας έθαψαν. Μας κήδεψαν με δόξα, με σημαία. Για την πατρίδα μας είπαν. Έκλαψαν κιόλας. Μας έσφιξαν και το χέρι. Μας κράτησαν και τον ώμο. Το δικό μου. Του παιδιού μου δε βρέθηκε. Σε μας δεν μπορεί να γίνει … άλλη μείωση κύριε, κατέληξε με πικρό χαμόγελο.
-Το άκουσα, τι να πω… κουράγιο, ψέλλισε ο άλλος αμήχανα.

Γύρισε το κεφάλι όσο περισσότερο μπορούσε δεξιά του στο παράθυρο, τόσο που πόνεσε. Θόλωσε το βλέμμα, θόλωσαν κι οι εικόνες απ’ έξω. Φταίει η καταιγίδα σκέφτηκε, η καταιγίδα μέσα κι έξω, στο μυαλό και στην ψυχή.
Τίποτα δεν ξανακούστηκε και μες το κίτρινο ΤΟΥΟΤΑ, δεν άλλαξε όψη, έκφραση, θερμοκρασία. Τίποτα. Τίποτα εκτός από τους κόμπους των αρθρώσεων, εκεί στις στροφές του τιμονιού, που άσπρισαν και άσπροι έμειναν ως και το τέλος της διαδρομής.
Πίσω από το κολυμβητήριο, στην αρχή των Βριλησσίων, σταμάτησε. Άπλωσε το χέρι το δεμένο με τον πόνο και πήρε τα κόμιστρα.
-Για την πατρίδα μας είπαν κύριε, για την πατρίδα μας είπαν και μας έθαψαν, κατέληξε και έδωσε (τα) ρέστα.
Αυτός βγήκε παραπατώντας. Ομπρέλα δεν άνοιξε, αν κι η βροχή είχε δυναμώσει. Ούτε το χαρτοφύλακα έκλεισε. Θα έκανε το γύρο του τετραγώνου πριν πάει στο σπίτι του.
-Για την πατρίδα, τους είπαν...για την πατρίδα!