Ο Ράινερ Μπρούντερλε επικεφαλής των Γερμανών Φιλελευθέρων και, αν μπει στη γερμανική βουλή, κύριος υποψήφιος κυβερνητικός εταίρος της Αγκελα Μέρκελ, δήλωσε χθες ότι δεν αποκλείει «ακόμη και έξοδο της Ιταλίας από τη ζώνη του ευρώ. Η Ιταλία θα πρέπει να αποφασίσει», είπε, «εάν θέλει να προσαρμοστεί στο ενιαίο νόμισμα και αν οι Ιταλοί δεν το επιθυμούν, θα πρέπει να υποστούν τις συνέπειες». Είναι προφανές ότι έχουν πλέον χάσει κάθε μέτρο στο Βερολίνο και έτσι τους Ιταλούς τους… πάνε γρήγορα. Γιατί με εμάς, ίσως να μη το θυμούνται πια πολλοί, ήταν διαφορετικά.
Όταν πριν από τρία χρόνια ξεκίνησε η σύγχρονη ελληνική οδύσσεια, το φόβητρο που καθήλωνε τη χώρα και οδήγησε την κυβέρνηση Παπανδρέου στις διαβόητες συμφωνίες που αμαχητί και πλήρως παραδιδόμενη υπέγραψε δεν ήταν η ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ. Αυτή η συζήτηση κυριάρχησε αργότερα, καθοδηγούμενη φυσικά από το Βερολίνο που τότε δεν ένιωθε ακόμα έτοιμο, για τους δικούς του λόγους, να τη «ρίξει στο τραπέζι».
Τότε το φόβητρο ήταν η πτώχευση που, παρά τα όσα λέγονται, επήλθε πλήρης συνεπειών παρά τις ωραιοποιήσεις ή τις τερατολογικές κινδυνολογίες. Μετά ακολούθησε το φόβητρο της «εξόδου», όταν πια η χρεοκοπία είχε συντελεσθεί και όταν η Γερμανία θεωρούσε ότι είχε προετοιμάσει τις άμυνές της στο ενδεχόμενο ελληνικής εξόδου και έπρεπε πια να βρει μία νέα έκφραση του τρόμου.
Σήμερα, σχεδόν τρία χρόνια μετά, αν και η χρεοκοπία έχει επέλθει, δεν τη λέμε καθαρά με το όνομά της. Το ίδιο, σε ένα άλλο επίπεδο, έχει συμβεί και με τη σχέση μας με το ευρώ: η Ελλάδα είναι ακόμα μέσα στο «κοινό» ευρωπαικό νόμισμα, αλλά αυτό δεν είναι μέσα στην Ελλάδα: η νομισματική κυκλοφορία στη χώρα έχει καταβαραθρωθεί σε αδιανόητα επίπεδα. Στην πραγματικότητα έχει ελαχιστοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, που η Ελλάδα κοντεύει να μείνει σε μία ιδιότυπη, πρωτοφανή κατάσταση: περίπου, χωρίς νόμισμα. Επί της ουσίας, η Ελλάδα «έμεινε», κυριολεκτικά και μεταφορικά, όμως το ευρώ «έφυγε» - αυτό κυριολεκτικά.
Πρόκειται για κάτι πολύ πιο βαθύ και σοβαρό από εκείνο που κομψά ονομάζουμε «έλλειψη ρευστότητας». Αυτή η ορολογία είναι τόσο ουδέτερη και τόσο μερική, που, εν τέλει, είναι βαθειά παραπλανητική της πραγματικότητας.
Όταν αναφερόμαστε στην «έλλειψη ρευστότητας», υποδηλώνουμε ότι κάπου υπάρχει χρήμα, αλλά είναι απλώς μπλοκαρισμένο, δεν διοχετεύεται, δεν κινείται στην αγορά. Δεν είναι αλήθεια. Η «έλλειψη ρευστότητας» είναι απλώς ένα σύμπτωμα του τι πραγματικά συμβαίνει, είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου.
Εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα θα αρχίζει να αντιμετωπίζεται με την περίφημη (μάλλον διαβόητη) ανακαιφαλαιοποίηση των τραπεζών, ή παραπλανούνται, ή παραπλανούν. Αυτή, όποτε κι όπως γίνει, δεν θα λύσει το πρόβλημα. Δεν θα αντιμετωπίσει ούτε το σύμπτωμα, που είναι η έλλειψη ρευστότητας, ούτε, πολύ περισσότερο, το ίδιο το «παγόβουνο» στο οποίο έχουμε προσαράξει, δηλαδή την πραγματική απουσία χρήματος από την Ελλάδα.
Ας μην κοροιδευόμαστε άλλο: εμείς μπορεί να μη φύγαμε από το ευρώ, όμως το ευρώ de facto έφυγε πια από την Ελλάδα. Η χώρα ζει πλέον χωρίς το ευρώ. Οι αδιανόητου ύψους δημόσιες και ιδιωτικές συσσωρευμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές πάσης μορφής έχουν πια ως κινούμενη άμμος «ρουφήξει» ότι υπήρχε και δεν υπήρχε από πραγματικό χρήμα στην Ελλάδα χωρίς όμως να μειωθούν σε στοιχειωδώς βιώσιμα επίπεδα. Αντιθέτως, νέο δημόσιο χρέος δημιουργείται διαρκώς. Ιδιωτικό ίσως δεν δημιουργείται: ούτε οι τράπεζες δανείζουν, ούτε άλλα αποθέματα υπάρχουν. Τη θέση του νέου ιδιωτικού χρέους (το παλιό υπάρχει), παίρνει απλώς τώρα η μαζικοποίηση της εξαθλίωσης.
Ετσι, τρία χρόνια μετά την αρχή της κρίσης, η Ελλάδα και έχει πτωχεύσει – η πρώτη «απειλή» έχει μεταταχθεί σε πραγματικότητα – και δεν έχει ευρώ: αυτή η δεύτερη απειλή που έγινε ασφυκτική ένα και πλέον χρόνο μετά την ένταξη της χώρας στο σχετικό μηχανισμό «διάσωσης» έγινε κι αυτή πραγματικότητα, τουλάχιστον ως προς το σκέλος της νομισματικής κυκλοφορίας στη χώρα. Δεν έγινε ως προς το άλλο σκέλος, της εξωτερικής ευστάθειας του «κοινού» νομίσματος. Η εσωτερική χρεοκοπία «προστάτευσε» το ευρώ στην εξωτερική του ισορροπία.
Αυτό, αποτελεί προσωρινά λύση για το ευρώ (προσωρινά επειδή το πρόβλημα είναι στην απόλυτη οξύτητά του στην Ελλάδα, αλλά αναφύεται όλο και πιο τρομακτικά και σε άλλες χώρες), αλλά δεν αποτελεί λύση για την Ελλάδα η οποία ασφυκτιά πλέον σε τέτοιο βαθμό που κανείς δεν μπορεί να πει το πότε και το πώς ακριβώς θα σκάσει, όμως οι πάντες γνωρίζουν και, ιδιωτικά τουλάχιστον, παραδέχονται ότι θα σκάσει.
Τα παραμύθια περί δήθεν επερχόμενης ανάκαμψης δεν τα πιστεύουν ούτε εκείνοι που τα λένε. Και αυτή είναι η βαθύτερη ιστορική ευθύνη της ελληνικής πολιτικής τάξης: ότι δεν λέει αυτά που ξέρει και αυτά που πιστεύει. Ότι εν γνώσει της κατασκευάζει μια ψεύτικη, ανύπαρκτη, εντελώς φανταστική «αλήθεια»…
Πρόκειται για μία εντελώς λανθασμένη συνταγή θανάτου. Η Ελλάδα πρέπει να αντιληφθεί ότι είναι πλέον όχι απλώς ώριμες αλλά περίπου… σάπιες πια οι συνθήκες για να περάσει πια στην αντεπίθεση: όχι λεκτικά, αλλά πραγματικά. Να λάβει αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο που θα προκαλέσουν τους δανειστές, που θα τους πετάξουν το μπαλάκι την ώρα που όλος ο νότος βράζει. Να τολμήσει και να τους παρακούσει. Και ας συντάξουν ότι έκθεση θέλουν. Ας πάρουν τα ρίσκα τους. Εχουν ακόμα πολύ περισσότερα να χάσουν από ότι εμείς, που παρά τους τερατολόγους, τα έχουμε χάσει σχεδόν όλα.
Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να λειτουργεί με ελπίδες που αρμόζουν μόνον σε «παιδιά των λουλουδιών», ας τολμήσει να ετοιμάσει τη χώρα για τα χειρότερα όσο πιο αποτελεσματικά μπορεί και ας περάσει, πλέον, στην αντεπίθεση. Εμεις, ζούμε ήδη χωρίς ευρώ. Να δούμε αν θα μπορέσουν οι Γερμανοί να ζήσουν το κύμα της θεσμικής και πολιτικής αμφισβήτησης που μπορεί να ξεκινήσει από την Ελλάδα, αν αυτή προστατεύσει τον εαυτό της…