Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Η ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Γράφει ο Τάσος Αθανασόπουλος
Ηλεκτρολόγος Μηχ/κός ΕΜΠ

Ο Ελληνισμός είναι συνώνυμος με την Ορθοδοξία αλλά και με την Ιστορία.

Ταυτόχρονα η Ελλάς είναι σε ένα γεωγραφικό σημείο το οποίο ελκύει όλους τους άλλους λαούς, ακριβώς επειδή λόγω της γεωπολιτικής της θέσης αποτελεί κομβικό σημείο εμπορίου, σχέσεων αλλά και ελέγχου τριών ηπείρων.

Ιστορικά η Ελλάδα, από αρχαιοτάτων χρόνων κατέκτησε, ανέπτυξε, εφεύρε, δίδαξε και δημιούργησε.

Ότι υψηλότερο και ιερότερο παρήγαγε ο κόσμος μέσα στην Ιστορική του πορεία και στα όρια της λυτρωτικής αναζήτησης του, της ανάστασης και ανάτασης του στις οντολογικές αρχές του, είναι ο Ελληνισμός. Η μεγαλύτερη δημιουργία στον κόσμο, το φως πραγματικά της Οικουμένης. Δεν είναι εθνικισμός ούτε ρατσισμός να μιλεί κανείς έτσι για τον Ελληνισμό, διότι αυτά είναι πορίσματα της διεθνούς Επιστήμης, συμπεράσματα της επιστήμης της Ιστορίας.

Το να ομιλεί για την Ελλάδα έτσι ένας Έλληνας είναι καθήκον και υποχρέωση, το να το υπερασπίζεται είναι τιμή και το να το αναγνωρίζει η Οικουμένη είναι σεβασμός στην καταγωγή της.

Τα μνημεία, ο πολιτισμός, η γλώσσα, οι επιστήμες, οι τέχνες, ο διάλογος, ο πόλεμος, η ιατρική και η φιλοσοφία αναπτύχθηκαν εδώ, φώτισαν και φωτίζουν όλο το σύγχρονο κόσμο.

Ακόμα και η επαφή με το Θείο, η πνευματική αναζήτηση ξεκίνησε εδώ και κατέληξε στην Ορθόδοξη Πίστη, όπου πρώτοι οι Έλληνες βρήκαν απάντηση στην αναζήτησή τους μέσα από την Χριστιανική Πίστη.

Εκεί οι Έλληνες ενώσανε, καταλήξανε και απαντήσανε όλες τους τις πνευματικές ανησυχίες  και ακούμπησαν πάνω στις δομικές αξίες του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας για να χτίσουν το μέλλον τους.

Μέσα στην Αγάπη, στην Ταπεινότητα, στην ανιδιοτελή προσφορά και στον αγώνα για τη Θέωση που πρεσβεύει η Χριστιανική Πίστη, βρήκαν ακριβώς αυτά τα οποία έλειπαν από τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις, τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες και τα επιστημονικά τους πονήματα.

Διότι η ουσία του Ελληνισμού, της Ελληνικότητας είναι η Θεοκεντρικότητα.

Στην Ιστορία μας δεν υπήρξε ποτέ αθεΐα. Η αθεΐα με τη σημερινή γνωστή μορφή της είναι δημιούργημα των τελευταίων ευρωπαϊκών αιώνων και του Δυτικού Πολιτισμού. Για να προσδιοριστεί ή αξία η απαξία του Έλληνος ανθρώπου από την αρχαιότητα, γίνεται αναφορά στη σχέση του με το Θείον, όπως και αν αυτό νοείται, με τον Θεό.

Ένθους, δηλαδή ένθεος, είναι ό αληθινός άνθρωπος στην ελληνική παράδοση. Ενθουσιασμός είναι ή παρουσία του Θείου – Θεού μέσα στον άνθρωπο και αυτό συνεχίζεται ως την εποχή μας.

Θέωση ορθόδοξα είναι ή ενοίκηση του Θεού μέσα στο άνθρωπο, τον Άγιο. Και σήμερα για να χαρακτηριστεί αρνητικά κάποιος, προσδιορίζεται ως «αθεόφοβος», που «δεν έχει Θεό μέσα του». Όταν ό Απόστολος Παύλος (Πράξ. ΙΖ, 22) χαρακτήριζε τους Αθηναίους Έλληνες της εποχής του «δεισιδαιμονεστάτους» (ευσεβέστατους), έλεγε την αλήθεια.

Μια άλλη συστατική Ιδιότητα της ελληνικής συνειδήσεως είναι ο ανθρωπισμός.

Η καταξίωση δηλαδή του ανθρώπου και των ανθρωπίνων.

Ο ελληνικός ανθρωπισμός, αναφερόμενος στην τελική διαμόρφωση του αληθινού άνθρωπου, ξεκινά με το γνωστό «καλός καγαθός άνθρωπος», για να φθάσει στον λόγο του Μενάνδρου (4ος αι. Π.Χ.) Η χαρίεν άνθρωπος όταν άνθρωπος η» (τι ωραίο πράγμα είναι ό άνθρωπος, όταν είναι όντως άνθρωπος). Ή κατάφαση του ανθρώπου και ή καταξίωση του στα όρια της Ελληνικότητας συνυφαίνεται με την ενότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων, χωρίς κανέναν τεμαχισμό των περιοχών της ζωής και δράσης του ανθρώπου.

Κλασικό παράδειγμα αυτής της κατάφασης και ενιαιοποίησης είναι ο ιερός χώρος των Δελφών. Το μνημείο όλων των αιώνων είναι δομημένο σε τρία επίπεδα. Το πρώτο το συγκροτούν τα ιερά, «από Θεού άρχεσθαι»! Το δεύτερο επίπεδο είναι το θέατρο, το σχολείο της ψυχής, το λαϊκό Πανεπιστήμιο της ελληνικής Αρχαιότητας. Το τρίτο επίπεδο είναι το Στάδιο, το γυμναστήριο, ό χώρος καλλιέργειας του σώματος.

Ολόκληρος ό άνθρωπος γίνεται δεκτός ως ψυχή και σώμα, όπως ακριβώς και στην Ορθοδοξία, διότι ολόκληρος ό άνθρωπος είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα Θεού», με Βάση το αρχέτυπο του Θεανθρώπου -Χριστού και ολόκληρος ο άνθρωπος έχει προορισμό το «καθ’ ομοίωσιν», δηλαδή την ένωση με το Θείο, τη Θέωση.

Ακριβώς στα θέματα αυτά Θεός – άνθρωπος παρατηρείται η μεγαλύτερη σύγκλιση Ελληνισμού -Ορθοδοξίας. Ο Χριστός είναι Εκείνος πού είπε (Μάρκ. β’ 27) ότι «Το Σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο και ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον». Αυτός ο λόγος θα έπρεπε να βρίσκεται ως προμετωπίδα όλων των ανθρωπιστικών και κοινωνικών Ιδρυμάτων του κόσμου. Διότι σημαίνει ότι όλοι οι θεσμοί είναι υπηρετικοί του ανθρώπου, διακονούν τον άνθρωπο. Κάθε άνθρωπο. Διότι κάθε άνθρωπος είναι, ως πλάσμα Θεού, ανώτερος από όλο τον κόσμο. «Τι δώσει Ο άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Ματθ. ιστ’ 26). Ο Ελληνικός ανθρωπισμός καταξιώνεται και κορυφώνεται στο Ευαγγέλιο του Χριστού.

Ένα άλλο στοιχείο της ελληνικότητας είναι η αγάπη προς την αλήθεια, πού διατυπώθηκε από τον Αθηναίο Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα β 215) ως «ζήτησις αληθείας».

Είναι η ελληνική φιλοσοφία. Οι Έλληνες δεν μιλούμε για σοφία, αλλά για φιλοσοφία, αγάπη προς τη σοφία, κίνηση δυναμική προς την εύρεση της Σοφίας, που τελικά είναι ο Θεός. Σοφία του Θεού ήταν για τους προγονούς μας η «θεά» Αθηνά. Για τους Ορθοδόξους Έλληνες σοφία του Θεού είναι ο Χριστός. Αυτή η κίνηση του Ελληνισμού προς την όντως Σοφία καταξιώνεται σε ένα λόγο του Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους (Α’ Κορ. α’ 22): «Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, Ιουδαίοι σημείον αιτούσι».

Οι Έλληνες δεν επαιτούμε, αναζητούμε να εύρουμε. Και «Ο ζητών ευρίσκει», όπως λέγει ο Χριστός (Ματθ. ζ’ 8).

Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος στον αθηναϊκό Άρειο Πάγο δεν κατέστρεψε, δεν διέστρεψε, ούτε μετέστρεψε την ελληνική αναζήτηση.

Άπλα την τελειοποίησε στρέφοντάς την προς τον Χριστό λέγοντας:

«Ον αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν» (Πράξ. ιζ’ 23).

Δηλαδή: Αυτόν, πού μέσα στην άγνοια σας τον αναζητείτε, αυτόν σας κηρύσσω, σας φανερώνω. Δηλαδή τον αναζητούμενο και από τον Ελληνισμό Ιησού Χριστό.

Ελληνική αρετή είναι και ή επίγνωση των ορίων του λόγου. Ποτέ ό Ελληνισμός δεν γνώρισε νοησιαρχία δυτικοευρωπαϊκού τύπου, όπως προδιαγράφεται από τον Αυγουστίνο με το περιβόητο εκείνο «credo ut intelligam» (πιστεύω, για να κατανοήσω).

Η διάνοια είναι, έτσι, ο τελικός αποδέκτης και το έσχατο μυστήριο.

Στον Ελληνισμό, ως αρχαίο και ως χριστιανορθόδοξο, είναι άγνωστη ή απολυτοποίηση του «ορθού λόγου». Ή υπέρβαση των ορίων του λόγου στους Έλληνες θεωρείται «ύβρις» (αρχαία τραγωδία).

Σημαντική είναι στον Ελληνισμό και ή κοινωνική αντίληψη της αλήθειας. «Το αληθεύειν εστί κοινωνείν». Ήδη ο Ηράκλειτος σε ένα απόσπασμα του λέγει, όταν μοιραζόμαστε (κοινωνούμε) κάτι, τότε αληθεύουμε, όταν δε σφετεριζόμαστε κάτι, τότε ζούμε στο ψέμα. Κοινωνία σημαίνει μοίρασμα των αγαθών, όχι σφετερισμό τους. Για αυτό και ή Θεία Μετάληψη λέγεται (Θεία) Κοινωνία. Ό Χριστός «μεμέριαται αμέριστος εν μεριστοίς». Μοιράζεται χωρίς να διαιρείται σε μας, πού είμαστε χωριστά πρόσωπα. Ή κοινωνία, ή αδελφική σχέση, είναι ή αλήθεια. Μια εμπειρία, δηλαδή για μας τους Έλληνες είναι ή αλήθεια και όχι μια ξερή διανοητική υπόθεση και διεργασία. Γι’ αυτό το Συμπόσιο βρίσκεται στο επίκεντρο διαχρονικά της ελληνικής ύπαρξης. Αλλά αδελφικό συμπόσιο -γεύμα- δείπνο προϋποθέτει «καλή καρδιά» και αυτό ευχόμαστε πάντοτε υψώνοντας τα ποτήρια οι Έλληνες. Είναι ή «καθαρή καρδία» της Πίστεως μας («εν καθαρά καρδία Σε δοξάσειν», πού ψάλλουμε το Πάσχα).

Ο Έλληνας, όταν είναι αυθεντικός και γνήσιος, καταφάσκει, σέβεται και αναγνωρίζει την ετερότητα. Δέχεται τον άλλον και το άλλο.

Η τόσο προβαλλόμενη από κάποιους φράση «Πας μη Έλλην βάρβαρος» δεν έχει ρατσιστική απόχρωση. Σημαίνει διαφορά πολιτισμών. Από τη εποχή του Θουκυδίδη ακόμη και οι Έλληνες των δυτικών περιοχών ονομάζονταν «βάρβαροι», διότι ήταν σε χαμηλότερο επίπεδα, πολιτισμού ή μιλούσαν κατά τρόπο δυσνόητο. Γι’ αυτό ό Σωκράτης στον «Φαίδρα» παρατηρεί ότι, για να αποφανθούμε σε σπουδαία υπαρξιακά προβλήματα, πρέπει να εξετάσουμε Τι λέγουν οι Έλληνες σοφοί, αλλά και «οι σοφοί των βαρβάρων».

Ο Ελληνισμός προάγει την διακονία, ακριβώς όπως και ο Χριστιανισμός.

Για «λειτουργίες» στον δημόσιο βίο μιλούσαν και οι αρχαίοι Αθηναίοι ως την ύψιστη μορφή υπουργίας και διακονίας προς το κοινωνικό σύνολο. Στην εκκλησιαστική γλώσσα κάθε έργο που αναφέρεται στο σύνολο, τον λαό του Θεού, ονομάζεται διακονία. Πρώτος διάκονος της πίστεως μας είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Αλλά και στην πολιτική -πολιτειακή ζωή μας αυτός που διακονεί τον λαό λέγεται υπουργός ( υπό-έργον), δηλαδή υπηρέτης του λαού!

Δεν έχουμε εμείς οι ‘Ορθόδοξοι Έλληνες άρχοντες και φεουδάρχες, ούτε στην πολιτική, ούτε στην εκκλησιαστική ζωή μας, αλλά υπουργούς και διακόνους, δηλαδή υπηρέτες του Λαού.

Η Ελληνικότητα συμπορεύεται με την Ορθοδοξία και σώζεται μέσα στην Ορθοδοξία. Αυτό ομολογείται από τους μεγάλους του Γένους μας. «Όταν πήραμε τα όπλα, —έλεγε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης—, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος».

«Πατρίδα και Θρησκεία» ήθελε να σώσει και ό Μακρυγιάννης. Και ό Γάλλος λόγιος Λακαριέρ σε μια συνέντευξη του το 1998 έλεγε: «Ό Έλληνας στην Ορθοδοξία νιώθει στο σπίτι του».

Αυτά ακριβώς τα στοιχεία καθορίζουν τον Ελληνισμό και ταυτοποιούνται στην Ορθοδοξία, δίνοντας μια μοναδική Εθνική ταυτότητα στον Ελληνισμό, η οποία πηγάζει και οδεύει προς την αρετή, τη διακονία του λαού και των άλλων, τη σοφία, την αλήθεια και τη Θεοκεντρικότητα σε ό,τι πράττουμε.

Δεν νοείται Εθνική Ελληνική ταυτότητα όταν δεν βασίζεται ο βίος πάνω σε αυτές τις αξίες.

Διότι εμείς δεν είμαστε Δυτικοί, δεν είμαστε Ευρωπαίοι, προοδευτικοί, συντηρητικοί, σοσιαλιστές, κομουνιστές, δεξιοί ή αριστεροί. Δεν υπάρχει στην Ελληνική Εθνική ταυτότητα η έννοια του Δημάρχου, του Κυβερνήτη, του Πρωθυπουργού ή του βουλευτή ως άρχοντες, αλλά μόνο ως διάκονοι του Έθνους.

Και δεν δύναται να γίνεται κάποιος διάκονος ή χορηγός του άλλου όταν δεν είναι ανώτερός του ακριβώς όπως ο Χριστός, ως Θεός των Πάντων και Ανώτερος όλων, έγινε διάκονος και χορηγός χάριτος και Σωτηρίας.

Διότι δεν είμαστε μέλη μιας σέκτας, μιας ομάδας, μιας Ηπείρου, μιας παράταξης ή ενός κόμματος, αλλά όλοι μας ως Έλληνες είμαστε διάκονοι του Έθνους, προάγοντας συνέχεια τις αξίες του Έθνους.

Αυτή ακριβώς η ξεχωριστή μας υπόσταση, μας απαγορεύει να είμαστε ταυτόχρονα και Ευρωπαίοι και Έλληνες, και Δυτικοί και Έλληνες, και Άθεοι και Έλληνες.

Αυτή καθ’ αυτή η υπόστασή μας ως Εθνικές οντότητες νοείται και απαντάται μόνο από την Θεοκεντρική μας αντίληψη η οποία υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων και στις αξίες και τρόπο ζωής της Ορθοδοξίας.

Γι’ αυτό δεν μπορούμε να οριστούμε με τον πεζό Εθνικοφυλετικό τρόπο των Δυτικών ή των Ευρωπαίων.

Δεν οριζόμαστε από ένα στενό γεωγραφικό όριο, ούτε από το χρώμα του δέρματος ή την καταγωγή των πατέρων μας, αλλά από το πεντακάθαρο πνεύμα μας το οποίο αποτελεί οδηγό ζωής ανεξάρτητα γεωγραφικών προσδιορισμών.

Ως Έλληνες είμαστε ευλογημένοι από τον τόπο που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε ως Έθνος από την αρχαιότητα, γιατί μας έθρεψε, μας φρόντισε και μας χαρακτήρισε αλλά δεν μας ορίζει αυτός ο τόπος, αλλά εμείς αυτόν. Εμείς δεν είμαστε Γερμανοί ή Γάλλοι ή Αυστραλοί ή Αμερικανοί ή Κινέζοι να μας προσδιορίζει ο τόπος καταγωγής μας, αλλά είμαστε ανώτεροι από αυτό, γιατί μας προσδιορίζει το πνεύμα μας και ο τρόπος ζωής μας.

Εμείς προσδιορίζουμε τον τόπο που είμαστε, διότι το Ελληνο-Ορθόδοξο πνεύμα μας είναι αυτό που φέρνει το φως στην Ανθρωπότητα.

Δεν είναι όλοι Έλληνες όσοι κατοικούν στην Ελλάδα και δεν είναι όλοι Ξένοι όσοι δεν κατοικούν ανάμεσά μας!

Διότι το Έθνος είναι ένα, και είναι Έθνος Πνεύματος και Πνεύμα Κυρίου!

Κι αυτό το Έθνος, το Ελληνικό, είναι μοναδικό εις τη γη ακριβώς επειδή δεν προσδιορίζεται από την ύλη, τη γεωγραφία, το χρώμα ή την καταγωγή αλλά από το πνεύμα της αρετής, της αλήθειας, της διακονίας στα πρότυπα της Αρχαίας μας Παράδοσης και της Ορθόδοξης Χριστιανικής μας Πίστης.

Αυτή ακριβώς η μοναδικότητα της Έλληνικότητας που πηγάζει από το πνεύμα της Αρχαίας Ελλάδας και τα ιδανικά της Ορθοδοξίας είναι που λείπει από την Πατρίδα.

Αυτή η έλλειψη Εθνικής ταυτότητας, όχι ως τίτλος αλλά ως ουσία και πράξη ζωής στην κοινωνικό, πολιτικό βίο της Πατρίδος αλλά και στον προσωπικό ατομικό μας βίο είναι ο λόγος που έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας και ως Κράτος, χωρίς ταυτότητα πλέον, θαλασσοδρομούμε χωρίς οδηγό, προσανατολισμό και σκοπό!

Και ακριβώς αυτή η επιστροφή στις μοναδικές μας ρίζες, όπως ακριβώς φωτιζόντουσαν επί Ρωμανίας, θα μας ξαναδώσει την χαμένη μας αίγλη, μα περισσότερο από ποτέ, θα αναστήσει το Έθνος και θα το κάνει δοχείο πνεύματος και φωτισμού για όλη την ανθρωπότητα!