Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Τι ακριβώς είναι αυτό που “κοιμήθηκε” μέσα μας;



Όταν ήμουν παιδί πάντα με μπέρδευε η γιορτή του Δεκαπενταύγουστου. Δε μπορούσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι γιόρταζαν με χαρά τη μέρα που μια Μάνα ξεχωριστή έφυγε από αυτόν τον κόσμο. 

Μεγαλώνοντας, είδα την αλληγορία: Κοίμηση αντί για θάνατος, Μάνα αντί για αγάπη, ελπίδα για κάτι καλύτερο αντί για πένθος. Απόψεις, όλα. Αλλοι υπέρ, άλλοι κατά, λίγη σημασία έχει – άλλωστε στις μέρες μας κατάντησαν οι πεποιθήσεις να είναι η μόνη προσιτή πολυτέλεια. 

Κοίμησις πάντως. Ή αλλιώς, – αλληγορία τούτη για τις μέρες μας – ύπνος βαθύς σκεπασμένος από σηκωμένους ώμους αδιαφορίας. “Δε βαριέσαι, εγώ να είμαι καλά, τα δράματα πάντα θα συμβαίνουν”. 

Σκέφτομαι τα τελευταία δυο 24ωρα, όχι τυχαία: οι περισσότεροι από εμάς σε τροχιά χαλαρών αν μη τι άλλο ρυθμών. Και να μη θέλουμε, ο νους αυτόματα αφήνει λίγο χώρο κενό για φιλτρέρισμα της έξω από εμάς πραγματικότητας. 

Μέσα σ’ αυτή, ο ελεγκτής του τρόλεϊ που ήρθε σε σύγκρουση με εναν πρώην επιβάτη και νυν νεκρό. Η μάνα που συνοδεία της δικής της μητέρας πέταξε το ζωντανό της νεογέννητο στη χωματερή. Ο πατέρας που πυροβόλησε στο κεφάλι την έφηβη κόρη του. Και τόσα άλλα που φοβάμαι να καταγράψω εδώ γιατί ντρέπομαι το τικ τικ των πλήκτρων του υπολογιστή – θα ηχεί γελοίος να περιγράφει τέτοιο έρεβος μέσα από την ασφάλεια του σπιτιού. 

Θύτες και Θύματα, όλα ένα. Όπως κάθε παρτίδα σκάκι, που στο τέλος του παιχνιδιού βασιλιάς και στρατιώτης καταλήγουν στο ίδιο κουτί. Κεκοιμημένοι, όλοι, ο καθένας στο δικό του σκοτάδι. 

Άδικα. Δίκαια. Μάταια. Ανάλογα με το μέγεθος της αγανάκτησης που νιώθει κανείς, επιλέγει. 

Δεν είναι καινούριο το εύρημα ότι ως κοινωνία βρισκόμαστε ελαφρά διασωληνωμένοι στην Εντατική ενός παγωμένου θυμού. Αυτός μας κρατάει ακόμα ενεργούς: τουλάχιστον βλέπουμε, καταλαβαίνουμε, ερμηνεύουμε, βριζουμε. Θυμός, αλλά παγωμένος. Τόσο, όσο να μας κρατάει μουδιασμένους μπροστά στις οθόνες των ΜΜΕ, ταχτοποιημένους στα μαξιλάρια του καναπέ μας. 

Θα θελα τόσο να ξέρω ή να μάθω κάποτε τι ακριβώς είναι αυτό που κοιμήθηκε μέσα μας και περιμένουμε κάποτε να ξυπνήσει. Και όχι για να το φωνάξω – κανείς δε θα με πίστευε. Μα για να το ψιθυρίσω: εκει όπου υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που εχουν ήδη αναστηθεί από αυτό το κώμα και απλώς δεν το ξέρουν.