Στα χέρια το ποτήρι, τα μάτια μου κλειστά,
τα δάχτυλα χτυπάνε τον πάγκο ρυθμικά,
μου είπες, πως θα έρθεις απόψε να με βρεις,
περίπου ως τις 22.00 κι η ώρα είναι 3.00.
Παίζει ένα τραγούδι του Chris de Burgh παλιό,
σου άρεσε θυμάμαι να στο τραγουδώ,
δίπλα περιμένει το άδειο σου σκαμπό,
θα στο ψιθυρίσω κι ας μην είσαι εδώ.
Για σένα τραγουδώ.
Γύρω μα σαν ίσκιοι, πρόσωπα χλωμά,
στην άκρη ένα ζευγάρι μιλάει χαμηλά,
έρχεται μια ξένη, θέλει λέει φωτιά,
στα μάτια με κοιτάζει σχεδόν ερωτικά.
Κάποιος με χτυπάει στην πλάτη φιλικά,
ώρα να πηγαίνεις, κλείνουμε, είναι αργά,
βγαίνω έξω στο δρόμο, τα βλέπω όλα διπλά,
έχει ξημερώσει, κυκλοφορούν μονά.
Για σένα τραγουδώ.
Μονός λοιπόν κι εγώ μες στους δρόμους ξωπίσω σου,
ακόμα ένα πρωί κυνηγάω τον ίσκιο σου,
σειρήνες βουίζουν, φρένα που τρίζουν σκορπίζουν πανικό,
σ' αυτόν τον πυρετό ψάχνω να σε βρω.
Πέφτει μια βροχή αρρωστιάρα και κίτρινη,
μα η μοναξιά δε λιώνει, είναι πέτρινη,
κίτρινα αδιάβροχα, κίτρινοι οι δρόμοι κι εσύ δεν είσαι εδώ,
μέσα στη βροχή ψάχνω να σε βρω.
Τρέχω στους δρόμους, για να σε βρω,
τρέχω μονάχος και θα χαθώ,
ψάχνω να σε βρω.
Κόσμος στην ουρά για υπεύθυνη δήλωση,
περιπολικά κυνηγούν μια διαδήλωση,
σειρήνες σφυρίζουν, στολές που γυαλλίζουνε κι εγώ μες στο χαμό,
σ' αυτόν τον πυρετό ψάχνω να με βρω.