Η τελευταία πράξη του δράματος στην κρίση χρέους της ευρωπαϊκής περιφέρειας και την κρίση του πανευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος μας δείχνει ότι η Ευρώπη σε καμία περίπτωση δεν θα μετατραπεί σε δημοσιονομική συνομοσπονδία. Ούτε εν τέλει θα δούμε ένα αρχέγονο αδελφάκι της, μια Ευρώπη απεριορίστων και δίχως όρια μεταβιβάσεων όπου οι χώρες πιστωτές ή δωρητές θα ελέγχουν τις δημόσιες δαπάνες, τη φορολογία και τις ιδιωτικοποιήσεις στις χώρες δανειολήπτες. Οι αγορές πιστωτές του ευρωπαϊκού πυρήνα θα κάνουν απεργία και οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα αρνηθούν να παραιτηθούν από την εθνική τους κυριαρχία.
Αυτό όμως αφήνει μόνο δύο δρόμους για την Ευρωζώνη. Ο ένας είναι ο δρόμος της διάρρηξης. Ο δεύτερος αφορά την κίνηση προς μια Ευρώπη του τύπου ‘ο καθείς πληρώνει τη ζημιά του’, όπου η αφερεγγυότητα ενός κράτους γίνεται αντικείμενο διακανονισμού μεταξύ των φορολογουμένων του κράτους αυτού και των πιστωτών του, δίχως καμία μόνιμη οικονομική στήριξη από τους φορολογούμενους των υπολοίπων κρατών. Αντιστοίχως, η επαπειλούμενη χρεοκοπία κάποιων τραπεζικών και άλλων ιδρυμάτων με συστημική σημασία επιβαρύνει καταρχήν τους μη ασφαλισμένους πιστωτές των εν λόγω ιδρυμάτων, ενδεχομένως και τους senior πιστωτές. Οι απαιτήσεις τους διαγράφονται ή μετατρέπονται σε μετοχές προτού χορηγηθεί έστω και ένα σεντ από τα χρήματα των φορολογουμένων.
Η συμφωνία ανάμεσα στους Ευρωπαίους ηγέτες της 21ης Ιουλίου μάς επιτρέπει να διακρίνουμε τις βασικές γραμμές των πραγμάτων που μέλλεται να έρθουν. Το επιλεκτικό χρεοστάσιο της Ελλάδας θέτει ένα σημαντικό προηγούμενο. Το πιθανότερο είναι ότι η Ελλάδα θα μπει και θα βγει πολλές φορές ακόμη στην διαβάθμιση της χρεοκοπίας προτού αποκατασταθεί η φερεγγυότητά της, με τη συνολική ζημιά στην καθαρή παρούσα αξία του χρέους για τους πιστωτές της να εκτιμάται ότι θα κυμανθεί σε επίπεδα από 65% ως 80%.
Πολύ πιθανό είναι επίσης ότι κάποια στιγμή θα βρεθούν σε χρεοστάσιο και άλλες χώρες, συγκεκριμένα η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Ο νέος μόνιμος Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας που θα αντικαταστήσει τον σημερινό προσωρινό Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προβλέπει ένα σύστημα αντιμετώπισης ενός εθνικού χρεοστασίου. Για τα κράτη που κρίνονται αφερέγγυα η αναδιάρθρωση του χρέους τους τίθεται ως προϋπόθεση προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού.
Οι πιστωτές του ιδιωτικού τομέα μοιράζονται το βάρος της αναδιάρθρωσης του χρέους των κρατών. Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, μέχρι στιγμής υποτίθεται σε εθελοντική βάση, βρίσκεται ήδη στο τραπέζι. Πριν όμως το τέλος του ελληνικού προγράμματος, θα πρέπει να περιμένουμε μεγάλες και υποχρεωτικές αναδιαρθρώσεις του χρέους της Ελλάδας και άλλων κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Δίχως αυτές δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μειωθεί το βάρος του χρέους των κρατών σε επίπεδα που θα καταστήσουν δυνατή τη φερεγγυότητά τους.
Η ευρωπαϊκή συμφωνία του Ιουλίου μοιάζει να έχει φτωχά αποτελέσματα για την ελληνική φερεγγυότητα, καλά αποτελέσματα για τους ιδιώτες πιστωτές και να αντιπροσωπεύει ένα συν για την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, εξαιτίας των χαμηλότερων επιτοκίων που πήραν και της παράτασης της διάρκειας λήξης των επίσημων δανείων τους.
Οι επίσημοι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάποια στιγμή θα καταλήξουν με σημαντικές ζημιές επί της καθαρής παρούσας ονομαστικής αξίας των δανείων τους προς την ευρωπαϊκή περιφέρεια. Αυτή η εφάπαξ και εκ των υστέρων μερική μεταβίβαση πόρων είναι το κόστος που θα πληρώσει η Ευρώπη για την πολιτική και θεσμική της έλλειψη ετοιμότητας. Και σίγουρα θα πρέπει να υπάρξει ένας πλήρης απολογισμός για τον κατ’ εξαίρεσιν οιονεί δημοσιονομικό και πολιτικό ρόλο που διαδραμάτισε η ΕΚΤ στην κρίση.
Θα δούμε επίσης διακανονισμούς για τη διαχείριση των διασυνοριακών τραπεζικών και άλλων ιδρυμάτων συστημικής σημασίας. Οι διακανονισμοί αυτοί πιθανότατα θα περιλαμβάνουν μια πανευρωπαϊκή εποπτική αρχή, ένα σύστημα διασυνοριακών τραπεζών και ένα συναφές καθεστώς επίλυσης προβλημάτων, ένα ευρωπαϊκό Ταμείο στα πρότυπα του αμερικανικού TARP το οποίο θα λειτουργήσει ως μηχανισμός έσχατου καταφυγίου για την αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών και ένα πανευρωπαϊκό σχήμα εγγύησης καταθέσεων.
Είναι βέβαιο ακόμη ότι θα παρασχεθεί επαρκής στήριξη με ρευστότητα στα κράτη που αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας και όχι αφερεγγυότητας. Όπως και οι τράπεζες, έτσι και τα κράτη, ακόμα κι όταν είναι κατά βάση φερέγγυα, κινδυνεύουν από μια φυγή κεφαλαίων που θα τα οδηγούσε σε χρεοκοπία. Τα περιουσιακά τους στοιχεία (η καθαρή παρούσα αξία των μελλοντικών φόρων και η καθαρή παρούσα αξία των μελλοντικών δημοσιονομικών περικοπών) είναι μακροπρόθεσμα και δύσκολα ρευστοποιήσιμα. Αντίθετα το παθητικό τους είναι συχνά βραχυπρόθεσμο.
Όπως οι τράπεζες, έτσι και τα κράτη χρειάζονται κάποιον δανειστή εσχάτου καταφυγίου. Για το χρέος σε εθνικό νόμισμα το ρόλο αυτό έχει κατά κανόνα η εθνική κεντρική τράπεζα. Στην Ευρωζώνη χρειάζεται κάποιος συνδυασμός του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας – με διευρυμένα κονδύλια τουλάχιστον ως το ύψος των
2.5 τρις ευρώ – και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ως τον Σεπτέμβριο το νωρίτερο, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός δεν θα διαθέτει τα εργαλεία ή τα κονδύλια για να παράσχει ρευστότητα στα κράτη. Μετά τον Σεπτέμβριο μπορεί να διαθέτει τα εργαλεία αλλά το μέγεθος της δανειοδοτικής του ισχύος (440 δις ευρώ) παραμένει γελοιωδώς ανεπαρκές.
Αν οι αγορές όντως απορρίψουν την Ιταλία ή την Ισπανία, τίποτα πέρα από την επανέναρξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ με αγορές ισπανικών και ιταλικών κρατικών τίτλων χωρίς περιορισμούς χρόνου και πλαφόν στα ποσά δεν πρόκειται να εμποδίσει την καταστροφή της Ευρωζώνης.
Δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά από την ενίσχυση του προληπτικού βραχίονα του μηχανισμού διαχείρισης δημοσιονομικής βιωσιμότητας της Ευρωζώνης. Το ενισχυμένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα παραμείνει χάρτινος τίγρης. Τα ισχυρότερα κίνητρα για την αποτροπή της μη βιωσιμότητας του χρέους είναι το κόστος που έχει στο εσωτερικό των κρατών και η εγγυημένη απουσία της διάσωσης. Πρέπει κατά συνέπεια να εγκαθιδρυθούν μηχανισμοί που θα καταστήσουν τον κανόνα μη διάσωσης της ΕΕ αξιόπιστο.
Επομένως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη παραπαίουν κακήν κακώς προς ένα μέλλον που ταιριάζει με τη μοναδική φύση τους ως κάτι που δεν είναι ούτε έθνος κράτος ούτε διακυβερνητικός διακανονισμός, αλλά έχει χαρακτηριστικά και των δύο αυτών σχημάτων. Δεν θα είναι κάτι ωραίο αλλά εφόσον πάρει σχήμα, μπορεί κάλλιστα να δουλέψει και να επιβιώσει.