Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Το Πάσχα του κυρ – Γιώργη



Γράφει ο Ιάκωβος Ποθητός

Κάθισε αποκαμωμένος ο κυρ – Γιώργης.

Τα πόδια του δεν αντέχουν πια να περπατάει ώρες ατέλειωτες, ψάχνοντας να βρει μια γωνιά να ξαποστάσει, ένα κομμάτι ψωμί για να φάει.

Κι όμως. Ο κυρ – Γιώργης ήταν πριν μερικά χρόνια ένας ευκατάστατος κύριος, ένας ευτυχισμένος οικογενειάρχης.

Τα ροζιασμένα χέρια του έβγαλαν από την τσέπη του σακακιού του ένα ματσάκι φωτογραφίες. Αυτές ήταν όλο το βιός του, αυτές ήταν όλη η ζωή του.

Τα κουρασμένα μάτια του δεν έβλεπαν πια καθαρά. Όμως, σαν ένας δικός του ήλιος φωτεινός και ζεστός, έβγαλε τις σκιές από τη ματιά του. Τώρα μπορούσε να δει τις φωτογραφίες.

Να η γλυκιά γυναικούλα του. Το κορίτσι με τα κατάμαυρα μαλλιά που πρωτογνώρισε σε μια φτωχική γειτονιά του Πειραιά, νέος τότε κι αυτός.

Το ζεστό της γέλιο ακόμα αντηχεί στα αυτιά του σαν χαρμόσυνη καμπάνα που στέλνει μηνύματα αισιοδοξίας, ζωής, αγάπης.

Αχ! πόσο τη λάτρεψε! Πόση αγάπη του χάρισε! Και πόσο γρήγορα έφυγε από κοντά του…

-          Μη μου θυμώνεις Γιώργη μου που σ’  αφήνω. Να ξέρεις θα είμαι πάντα κοντά σου, να σου χαϊδεύω τα μαλλιά, να σ’ αγκαλιάζω, να σε παρηγορώ. Δεν θα σ’  αφήσω ποτέ μόνο…
-          Που ‘σαι Ελένη μου τώρα; Φώναξε με πόνο ο κυρ – Γιώργης κι ένα καυτό δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του, χαράζοντας ένα ακόμη αυλάκι στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του.
Τα μάτια του σταμάτησαν στη δεύτερη φωτογραφία, της κορούλας του της αγαπημένης.
Στη θύμησή του έρχονται ξέγνοιαστες στιγμές, στιγμές ανείπωτης χαράς, τότε που την πρωτόπιασε στην αγκαλιά του, νεογέννητο μωρό ακόμα.
-          Ίδια η μάνα σου είσαι κορούλα μου! είπε και την φίλησε με αγάπη.
Με τρεμάμενα χέρια φέρνει μπροστά του μια άλλη φωτογραφία. Είναι γιός του, το καμάρι του, ο λεβέντης του.
-          Α! παλικαρά μου, ποιος θα σταθεί μπροστά σου; του έλεγε όταν τον έβλεπε να γυμνάζεται με τα αυτοσχέδια βάρη στην αυλή του σπιτιού.
Να και η τελευταία φωτογραφία, τότε που γιόρτασαν για τελευταία φορά όλοι μαζί την Ανάσταση.
Αγκαλιασμένοι, με τις λαμπάδες στο χέρι, γυρίζανε από την εκκλησιά.
-          Μια φωτογραφία παρακαλώ για να θυμάστε αυτή την ευτυχισμένη στιγμή, τους είπε ο φωτογράφος κι αυτοί χαμογέλασαν στον φακό.
Ήταν η τελευταία φωτογραφία που έβγαλε με τα παιδιά του ο κυρ – Γιώργης.
Λίγες μέρες μετά, σε μια εκδρομή, χάθηκαν τα βλαστάρια του, χάθηκε η ζωή του.
Η είδηση ήταν μαχαιριά στην καρδιά του, τα μαλλιά του άσπρισαν μέσα σ’  ένα βράδυ. Αυτό το κακό ήταν που μαράζωσε και την Ελένη του, την αγαπημένη γυναικούλα του, τον ήλιο της καρδιάς του.
Δεν άντεξε η κυρά – Ελένη στη συμφορά που τους βρήκε κι έφυγε κι αυτή για να πάει να βρει τα παιδιά της εκεί ψηλά.
-          Που ‘σαι Ελένη μου τώρα; Φώναξε με πόνο ο κυρ – Γιώργης κι ένα ακόμη καυτό δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του, χαράζοντας ένα ακόμη αυλάκι στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του.
-          Γειά σου παππούλη!
Ποιος τον φωνάζει;
Σκούπισε τα μουσκεμένα μάτια του κι είδε μπροστά του ένα κοριτσάκι. Ίδια η κόρη του, η Αννούλα του!
-          Γειά σου και σένα κοριτσάκι μου, της είπε ο κυρ – Γιώργης με τρεμάμενη φωνή.
-          Τι κάνεις εδώ μοναχούλης παππού, τον ρώτησε το κοριτσάκι. Έλα στην εκκλησιά, σε λίγο ο Χριστός θα Αναστηθεί!
-          Πάγαινε εσύ γλυκιά μου στην Ανάσταση, εγώ δεν έχω δύναμη να πάω στην εκκλησιά. Ούτε λίγα λεπτά δεν έχω για να Του ανάψω ένα κεράκι για να με συγχωρέσει για τα λάθη μου, της είπε ο κυρ – Γιώργης.
-          Να! Πάρε τα δικά μου λεπτά. Εμένα ο μπαμπάς μου θα μου πάρει λαμπάδα, είπε το κοριτσάκι και του έβαλε λίγα κέρματα στη χούφτα του.
Είδε την σκιά της να ξεμακραίνει.
Πόσο του θύμιζε την Αννούλα του!
Μα να! Κι άλλοι έρχονται! Κι άλλοι πάνε στην εκκλησιά! Είναι μια γυναίκα με δύο παιδιά. Πίσω τους ένας άνδρας, παράξενα ντυμένος, αλλά τόσο γλυκός, τόσο ήρεμος.
-          Σου είπα Γιώργο πως δεν θα σ’  αφήσω ποτέ μόνο, άκουσε να του λέει μια γνώριμη φωνή. Έλα μαζί μας.
-          Ένα ασθενοφόρο γρήγορα! Φώναξε ένας περαστικός έντρομος βλέποντας μπροστά του έναν πεσμένο άνθρωπο.
-          Κάντε στην άκρη, είμαι γιατρός! Είπε ένας άλλος κι έσκυψε πάνω του.
-          Είναι νεκρός, είπε με θλίψη.
Ο γιατρός κοίταξε με προσοχή το άψυχο σώμα. Πόσο ευτυχισμένο έδειχνε το πρόσωπό του αν και φαινότανε τόσο ταλαιπωρημένος!
Πρόσεξε πως στα χέρια του κάτι κρατούσε. Άνοιξε το ένα χέρι του κι είδε λίγες παλιές, ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Στο άλλο είχε λίγα κέρματα. Τα είχε για να ανάψει το δικό του κερί, ήταν για το κερί της Ανάστασης του κυρ – Γιώργη…