Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Ελλήνων Ύβρις

Όλα ασπρόμαυρα και πάλι,  μόνο που σιώπησε η χώρα πολύ πριν της κόψουμε εμείς την γλώσσα. Την είχαμε από χρόνια ισοπεδώσει κι έτσι δεν υπάρχει σπίτι με αυλή να κλειστούμε στα όρια της και να λέμε το σεργιάνι μας το κάναμε στον κόσμο κι ας ήταν δυο μέτρα γης. Δεν υπάρχει καφενές να μαζεύει αυτούς που μένουν, τον δώσαμε αντιπαροχή με αντάλλαγμα μία πολυθρόνα από φορμάικα και έναν φτηνιάρικο πολυέλαιο να κρέμεται πάνω από τα σκυμμένα μας κεφάλια. Δεν θα αντέξουμε στο ασπρόμαυρο γιατί ξεβάψαμε από μοναχοί μας. Ξεριζώσαμε τα γεράνια μας που από κάτω κρύβαμε το κλειδί. Ξεράναμε τις γαριφαλιές που από προγιαγιά σε γιαγιά και από γιαγιά σε μάνα σου παραδιδόταν προς φύλαξη. Ξέρεις τι αγωνία είναι να φυλάξεις ένα κλαράκι; Σαν όλη η ελπίδα της συνέχειας να ήταν σε αυτή μόνο την ρίζα. Ξεράναμε τους ήχους της πατρίδας με τόση βία που ξεριζώσαμε από μέσα μας και τον ήχο του καημού. Δεν ξέρουμε πια ούτε πώς να κλάψουμε. Και ο θρήνος μας είναι τόσο παράφωνος που δεν τον αντέχει ούτε το μέσα μας.
Βιαστήκαμε να μπούμε στο τρένο της ξενόφερτης ανάπτυξης και στον πανικό μη και δεν γίνουμε κομμάτι αυτού του νέου που σου φορτωνόταν γλυκά  με το ζόρι  δεν κρατήσαμε τίποτε  να μας δένει με την κλωστή που  ένωνε με την μήτρα της ίδιας μας της γης. Αφαλοκόπηκες από μονάχος σου και νόμιζες ότι επειδή μπορείς να πιάσεις το κουτάλι να φας δεν θα πνιγείς κιόλας και τώρα ποια μάνα θα σε χτυπήσει στην πλάτη να φτύσεις αυτό που σε πνίγει; Ξεβρακωθήκαμε άπαντες και δεν είναι η κρίση που φταίει. Πέρασε τούτος ο τόπος τέτοια αδιέξοδα που δεν μπορούμε οι ζώντες ούτε να τα φανταστούμε. Πέρασε όμως ανεπιστρεπτί και το να είσαι όμοιας κατάστασης με τον γείτονά σου. Δεν θέλουμε να μοιραστούμε το κρεμμύδι προτιμούμε να βλέπουμε συσσίτια ντροπής να γίνονται θέαμα μεσημεριανών εκπομπών ανάμεσα σε παρουσίαση δαντελωτών βρακιών και συμβουλών για τέλειο μαύρισμα στην περιοχή του μπικίνι. Κι αν το δεις και με λίγο χιούμορ δεν έχει μείνει αλώβητο ξεφτίλας ούτε ένα ξερονήσι να μας εκτοπίσουν.
Αλλάξαμε το κοστούμι μας γιατί μας στένευε. Όταν μας πήρε τα μέτρα τούτη η γη για να μας βγάλει στον κόσμο είχαμε μεγάλη περηφάνια και ελάχιστη έπαρση. Αλλά δεν μας έκανε το τομάρι μας. Το βγάλαμε από πάνω μας και το βάλαμε στα άχρηστα υλικά της κατεδάφισης της γειτονιάς μας. Ανάμεσα στις χρωματιστές γλάστρες της μάνας, στα ροζ χαρτάκια των τσιγάρων του πατέρα, στα ασβεστωμένα τσιμέντα της γειτόνισσας, στις φθαρμένες τράπουλες του καφενείου, στους δίσκους με την φωνή του Στέλιου, στην φανέλα της τοπικής ομάδας, στην φωνή της καρδερίνας που φώλιαζε στην λεμονιά, στην μυρωδιά από το αγιόκλημα, στον ουρανό που δεν τον στένευαν τα κεραμίδια, στον χασάπικο χορό των φαντάρων, στο φαφούτικο χαμόγελο του πρώτου έρωτα, στα μετρημένα αστέρια του Λουντέμη, στο μοιρολόι του Χαλκιά.
Τελειώσαμε την πατρίδα από μόνοι μας γιατί φοβηθήκαμε το αυθεντικό ασπρόμαυρο. Μαγευτήκαμε από τα χρώματα και τώρα μέσα σε αυτό το έγχρωμο ασπρόμαυρο δεν ξέρουμε καν πώς να βάψουμε έναν τενεκέ, πώς να φυτέψουμε έναν βασιλικό, πώς να πιάσουμε τον ήχο του διπλανού μας για να φτιάξουμε τραγούδι.