Στρατηγικά ηττημένη εξήλθε η ελληνική αντιπροσωπεία τα ξημερώματα του Σαββάτου από τη Σύνοδο Κορυφής τουEurogroup, παρά το πανηγυρικό κλίμα που επιχειρεί να δημιουργήσει η κυβέρνηση για την επιμήκυνση και τη μείωση του επιτοκίου του δανείου των 110 δις. ευρώ: αυτό που μένει από τη Σύνοδο και θα επηρεάσει με επώδυνο τρόπο την οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας τα επόμενα χρόνια είναι το μεγαλοπρεπές «όχι» της Άνγκελα Μέρκελ στην ελληνική έκκληση για βοήθεια των εταίρων μας στη μείωση του χρέους που οδηγεί τη χώρα με μαθηματική βεβαιότητα στην ελεγχόμενη χρεοκοπία το 2013.
Το τελευταίο διάστημα, με μια μάλλον κακότεχνη επικοινωνιακή εκστρατεία, η κυβέρνηση, αφού νωρίτερα είχε καλλιεργήσει μεγάλες προσδοκίες (ποιος ξεχνά τις δηλώσεις Παπακωνσταντίνου για «τελική λύση» τον Μάρτιο;) προσπάθησε να κατεβάσει τον πήχη των προσδοκιών τόσο χαμηλά, ώστε με ευκολία να τον περάσει: κάπως έτσι, η προαποφασισμένη επιμήκυνση και η όχι ιδιαίτερα σημαντική μείωση του επιτοκίου του δανείου των 110 δις. ευρώ επιχειρείται να εμφανισθεί ως δήθεν σπουδαία επιτυχία της ευρωπαϊκής μας διπλωματίας.
Όμως, η κυβερνητική προπαγάνδα για τη μείωση των προσδοκιών είχε μια παρενέργεια, που ελάχιστα έχει εξηγηθεί, αλλά ήταν ιδιαίτερα σημαντική σε επίπεδο τακτικής και εν πολλοίς επηρέασε τη ροή των εξελίξεων προς τη μεγαλοπρεπή στρατηγική ήττα της χώρας στις 11 Μαρτίου: περιορίζοντας τις προσδοκίες, η κυβέρνηση δημιούργησε τέτοια ανασφάλεια στους καταθέτες, που υποχρέωσε τον πρωθυπουργό να κλείσει όπως-όπως μια συμφωνία τα ξημερώματα του Σαββάτου, υπό τον φόβο ότι, αν περίμενε να τα ρισκάρει όλα στις 25 Μαρτίου, με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, ίσως στο μεταξύ να είχε ενταθεί τόσο η εκροή καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα, που θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου οποιαδήποτε συμφωνία!
Ο έτερος πρωθυπουργός «διασωθείσας» χώρας, ο Ιρλανδός Έντα Κένι, που δεν είχε την ίδια πίεση να κλείσει οπωσδήποτε συμφωνία την Παρασκευή, αντιστάθηκε με μεγαλύτερη επιτυχία στις πιέσεις Μέρκελ-Σαρκοζί για αύξηση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων, που θα αποτελούσε βαρύτατο πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα της Ιρλανδίας, και προτίμησε να φύγει άπρακτος από τη Σύνοδο, γνωρίζοντας ότι η διαπραγματευτική ισχύς της χώρας του θα είναι πολύ μεγαλύτερη στις 25 Μαρτίου, όταν οι αγορές θα πιέζουν ασφυκτικά για μια οριστική λύση.
Αυτό που οριστικά χάθηκε για την Ελλάδα και αποτελεί την ιστορική, στρατηγική ήττα αυτής της Συνόδου, ήταν η ευκαιρία για μια ευρωπαϊκή στήριξη στη μόνη πραγματικά σημαντική προσπάθεια της χώρας, δηλαδή στην προσπάθεια μείωσης του χρέους, το οποίο θα μας κρατά αποκλεισμένους από τις αγορές, όσο και αν επιμηκυνθεί το δάνειο των 110 δις. ευρώ, ή μειωθεί το επιτόκιό του.
Το βασικό σενάριο αυτής της συμβολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μείωση του χρέους αξίζει να θυμίσουμε ότι είχε συνταχθεί από δύο πολύ σημαντικές προσωπικότητες του ευρωπαϊκού «παιχνιδιού»: τον Γάλλο επικεφαλής της ΕΚΤ, Ζαν Κλωντ Τρισέ, και τον Γερμανό επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Οικονομικής Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ: σε μία εκδοχή του το σενάριο προέβλεπε απευθείας αγορές ελληνικών ομολόγων από το EFSF από τη δευτερογενή αγορά ομολόγων, στην άλλη τη χρηματοδότηση της Ελλάδας με καλούς όρους από το EFSF, για να αγοράσει η Αθήνα τα ομόλογά της. Και στις δύο περιπτώσεις, η αγορά ομολόγων στις χαμηλές τρέχουσες τιμές θα ισοδυναμούσε με ένα «κούρεμα» χρέους, που τόση ανάγκη έχει η Ελλάδα.
Τίποτε από αυτά, όμως, δεν κατάφερε να επιτύχει ο πρωθυπουργός στις 11 Μαρτίου. Και το χειρότερο είναι, ότι όλη η προσπάθεια για τη μείωση του χρέους πέφτει πλέον στην «πλάτη» της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία ανέλαβε την υποχρέωση να ξεπουλήσει όπως-όπως δημόσια περιουσία για να συγκεντρώσει το απίθανο ποσό των 50 δις. ευρώ και με αυτό να επαναγοράσει χρέος.
Η διαφορά ανάμεσα στα δύο σενάρια είναι προφανώς χαοτική: στην πρώτη περίπτωση, ένα πανίσχυρο ευρωπαϊκό ταμείο θα βοηθούσε την Ελλάδα μέσα σε πολύ σύντομο χρόνο να αποσύρει από την αγορά (ή, ορθότερα, από το χαρτοφυλάκιο της ΕΚΤ) ομόλογα ονομαστικής αξίας 50 δις. ευρώ, αγοράζοντάς τα με 35 δις. ευρώ και «κερδίζοντας» 15 δις. ευρώ, χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Για το ίδιο «κέρδος», η κυβέρνηση θα πρέπει τώρα να βρει αγοραστές ακόμη και για τα… μαχαιροπίρουνα του Δημοσίου και να υποστεί μια σοβαρή παράπλευρη απώλεια: αν αύριο πουληθούν όλες οι συμμετοχές του Δημοσίου σε κερδοφόρες επιχειρήσεις, το κράτος θα μειώσει μεν ελαφρώς το χρέος, αλλά θα χάσει μερικά δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από τα μερίσματα αυτών των εταιρειών, κάτι που θα δυσκολέψει ακόμη περισσότερο την προσπάθεια μείωσης του ελλείμματος.
Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούσαν, ότι ακόμη και με την εφαρμογή του σχεδίου Τρισέ-Ρέγκλινγκ, η μείωση του ελληνικού χρέους θα ήταν μεν ορατή, αλλά όχι και ικανή για την αποτροπή της ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Τώρα που ακόμη και αυτή η μικρή, σε σχέση με το τεράστιο χρέος μας, ευρωπαϊκή βοήθεια έχει οριστικά χαθεί, οι αγορές θα πρέπει να πεισθούν, ότι μια ελληνική κυβέρνηση μπορεί να συγκεντρώσει 50 δις. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις, δηλαδή δυο φορές περισσότερα από όσα συγκέντρωσαν από αυτή την πηγή όλες οι κυβερνήσεις από το ’90 και μετά, με ορισμένες από αυτές να περνούν μεγάλες πολιτικές περιπέτειες, ή και να καταρρέουν (βλ. κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1993) υπό το βάρος των κατηγοριών για «ξεπούλημα δημόσιου πλούτου».
Προφανώς ουδείς θα πιστέψει ότι το αδιανόητο ξαφνικά έγινε απλό και εφικτό. Γι’ αυτό και οι αγορές δεν πρόκειται να πεισθούν, ότι η Ελλάδα μπορεί να μειώσει το χρέος της μέχρι τη λήξη του μνημονίου τόσο, ώστε να αποφύγουν οι ιδιώτες πιστωτές της το «κούρεμα» απαιτήσεων, που θα έλθει ως συνέπεια της νέας υποχρεωτικής προσφυγής της χώρας, αυτή την φορά στο μόνιμο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, για ένα νέο δάνειο. Γι’ αυτό και η αποτυχία της κυβέρνησης να εξασφαλίσει την Παρασκευή βοήθεια της Ευρώπης για τη μείωση του χρέους ίσως αποδειχθεί η μεγαλύτερη στρατηγική ήττα της χώρας στη διάρκεια του «ελληνικού δράματος».
Για να έχουμε ένα μέτρο της επιτυχίας που μπορούν να έχουν άλλες κυβερνήσεις στο επίπεδο της ευρωπαϊκής διαπραγμάτευσης, όταν παίζουν σωστά τα χαρτιά τους, καλό θα είναι, τέλος, να υπενθυμίσουμε την περίπτωση της Πορτογαλίας: η κυβέρνηση της χώρας επέμεινε μέχρι τέλους, ότι δεν θα δεχόταν τη «διάσωσή» της με τους ίδιους όρους που «διασώθηκε» η Ιρλανδία, ή, πολύ περισσότερο, με τους απείρως χειρότερους όρους του ελληνικού σχεδίου «διάσωσης». Αυτό το «όχι» συνδέεται με τις οδυνηρές μνήμες των Πορτογάλων από το προγράμματα του ΔΝΤ, που εφάρμοσε η χώρα τη δεκαετία του ’70.
Στη Σύνοδο της Παρασκευής, ο Πορτογάλος πρωθυπουργός πέτυχε το στόχο του και ίσως να μη χρειασθεί καν την ευρωπαϊκή στήριξη για το δανεισμό της χώρας: με έναν ελιγμό της ύστατης στιγμής (επιβολή πρόσθετων μέτρων λιτότητας), «στρίμωξε» την Γερμανία και η Μέρκελ ενέκρινε τη δυνατότητα του EFSF να αγοράζει ομόλογα κυβερνήσεων από την πρωτογενή αγορά. Με αυτό το (πραγματικό) «πιστόλι στο τραπέζι», η Πορτογαλία θα μπορεί από σήμερα να αντιμετωπίζει τις αγορές από θέση ισχύος, αφού αν δεν καλυφθεί μια έκδοση ομολόγων θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει στήριξη του EFSF. Και μόνο με αυτό το «όπλο», η Πορτογαλία πιθανότατα θα αποφύγει οποιαδήποτε διάσωση και θα συνεχίσει να χρηματοδοτείται από τις αγορές. Αυτές είναι πραγματικές επιτυχίες στις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις, που δυστυχώς η Ελλάδα δεν κατάφερε να εξασφαλίσει, λόγω της προφανούς αδυναμίας της κυβέρνησης να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων…