Τι γράφαμε εχθές; Παρέμβαση – κόλαφο για την προάσπιση της “Αριστερής καθαρότητας” ετοιμάζει ο κ. Νίκος Αλιβιζάτος!
Και -ω τι περίεργο- δικαιωθήκαμε. Ο εξαίρετος καθηγητής δια πάσαν χρήσιν, κύριος Αλιβιζάτος δεν πτοήθηκε και έκανε την επική του παρέμβαση, κατακεραυνώνοντας όσους τολμούν να υπερασπίσουν τον λαό, την πατρίδα και το Σύνταγμα, χωρίς να έχουν πιστοποιητικό αριστερών φρονημάτων!
Πως τολμά κάποιος που δεν έχει νιώσει την ευωδία της κάλτσας του αγωνιστή Μαντέλη να μιλά για δικαιώματα; Πως τολμά ο βέβηλος που δεν αντίκρυσε την αξύριστη μασχάλη της Πόπης κάτω από το αγωνιστικά υψωμένο χέρι να μιλά για αντισυνταγματικότητα του μνημονίου;
Στον αντίποδα, εάν είχες την τύχη να συγχνωτιστείς με την Μαρία Δαμανάκη σε κάποιο μπιστρό, έχεις δικαίωμα να κάνεις τα πάντα χωρίς τον φόβο να σε πουν “φασίστα, νεοφιλελέ, ολοκληρωτικό, αντιλαϊκό, προδότη” και άλλα λαϊκίστικα. Μπορείς κάλλιστα να είσαι νομικός σύμβουλος του αγωνιστή Μπόμπολα. Μπορείς εύκολα να κάνεις γνωμοδοτήσεις υπέρ των πλειστηριασμών της πρώτης κατοικίας, άλλωστε και ο Μαρξ τραπεζίτης ήταν.
Μπορείς να βρίζεις τον Καραμανλή, υμνώντας την συμμορία Σημίτη ακόμα και αν οι μισοί είναι μέσα ή ένα βήμα πριν τα κάγκελα. Μπορείς ακόμα και να βρίζεις τους δικαστές, λησμονώντας όμως να αναφερθείς συγκεκριμένα σε αυτό το κάθαρμα της δικαιοσύνης που κρατά στα αζήτητα την δικογραφία του 1 εκ. στα μάυρα ταμεία του ΠΑΣΟΚ, που στέλνει άμεσα τον Σημίτη στην φυλακή και το ΠΑΣΟΚ σε διάλυση.
Γενικώς, με την ταμπέλα του “κάποτε αριστερού” μπορείς να αγωνίζεσαι για τον σοσιαλισμό όπως ο Γιάννος, ληστεύοντας παράλληλα την Ελλάδα. “Ο σοσιαλισμός και το Αιγάλεω να κερδίζουν, οι άλλοι να πα να γ***θούν” σε παράφραση της ιστορικης κασέτα της “παράγκας”.
«Αλλά τι μπορεί να περιμένει κανείς από έναν μεγαλοαστό –που τα βρήκε όλα έτοιμα- ο οποίος από «αριστερός» μετά τη Μεταπολίτευση, μόλις «ενθρονίστηκε» ο Κώστας Σημίτης έκανε στροφή 180 μοιρών δεξιά και εκδήλωσε το χειρότερο συντηρητισμό, που έκρυβε χρόνια μέσα του. Με απύθμενη μάλιστα ζήλια για τους συναδέλφους του συνταγματολόγους που γράφουν «Συνταγματικό Δίκαιο», ενώ αυτός ασχολείται μονίμως μόνο μ’ αυτό που μπόρεσε να μάθει: Κάτι ασήμαντες λεπτομέρειες της συνταγματικής ιστορίας…
Ύστερα από αυτό το μόνο υστερόγραφο που ταιριάζει στον «συνταγματολόγο» του σημιτισμού κ. Νίκο Αλεβιζάτο είναι οι «αθάνατοι» στίχοι του Μιχάλη Γκανά:
«Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει
ν’ αλλάζει το πετσί του.
Γι’ αυτό του περισσεύει το φαρμάκι».
Αυτό το ταπεινό άρθρο δεν θα μπορούσε βεβαίως να κλείσει με κάτι άλλο, πέραν του επικού σχολίου από τον γίγαντα Σπάρτακο, που βέβαια έχει γενική εφαρμογή χωρίς να αναφέρεται στα πρόσωπα που πραγματεύεται το άρθρο:
ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ. είπε
Αν δεν γίνεις πόρνη, σ’αυτήν την πιάτσα δεν προκόβεις.
Αλλά….πόρνη στα πενήντα, ”λέει”;;; Μάλλον δεν ”λέει”.
Ίσως όμως και να ”λέει”, αν σκεφτούμε πως η γριά η κότα
έχει το ζουμί. Εξάλλου μια πενηντάρα, μας κάνει δυο 25άρες.
Όπως και νά΄χει, η κοπελιά προέρχεται από τζάκι σοβαρό.
Με αρχές. Με σοβαρότητα. Μεγαλωμένη με δογματισμό
και στριμωγμένη σε σιδηροπαγείς κορσέδες. Τα χρόνια πέρασαν,
η στέρηση μεγάλη κι ανυπόφορη. Λειψυδρία, λειψανδρία.
Οι πρώτες ρυτίδες, χαράχτηκαν στο παρθενικά επιμένον
προσωπάκι της. Και αγανάκτησε. Κι επαναστάτησε. Κι άρχισε
να τα δίνει όλα. Αρχίζοντας από ένα βλέμμα μυστήριο, διφορούμενο
στην αρχή, σαφέστερο αργότερα. Πιο απαιτητικό, πιο πεινασμένο, πιο υποσχόμενο.
Και ήρθε το πρώτο, αθώο φιλί. Στο μάγουλο αρχικά. Και μετά, στο στόμα.
Κι ακολούθησε το γλωσσόφιλο. Ε! Μετά από ΑΥΤΟ, οι ουρανοί ήταν δικοί της.
”Θα κατακτήσω, το Μανχάταν”, ένα πράγμα. Τα ΙΝ μπαράκια, τα κυριλέ
vernissages, η Luis Vuitton τσαντούλα και το ‘λαϊκό’ ρολογάκι Bulgari,
σε αγαστή ισορροπία με τις διαδηλώσεις, τα πισωκολλητά και τ’ανάποδα
ψαλίδια. Μια απελευθέρωση, μια ανάταση, βρε παιδί μου. Αφού σφράγισε
οριστικά κι αμετάκλητα την πόρτα του μητρικού σπιτιού της, κλείνοντας μέσα
την άσπλαχνη δογματική μαμά της, ακολούθως έκαψε το σουτιέν της.
Και σαν γνήσια φεμινίστρια, τραγουδούσε στα Μέγαρα ”δεν είμαι του πατρός μου,
δεν είμαι του ανδρός μου, είμαι ο εαυτός μου”. Και νά΄σου ξοπίσω της οι ουρές,
των επιδόξων εραστών. Άλλοι με παχουλά πορτοφόλια, άλλοι -μεγιστάνες αυτοί-με
ανομολόγητα βίτσια κι άλλοι νταβραντισμένοι, υποσχόμενοι ”Θεού πρόσωπο”.
Και ύστερα, ήρθαν οι… Κατρουλήδες, οι Αλλοιβυζιάρηδες. Και την τραβολογούσαν
δώθε- κείθε, διεκδικώντας την καθένας για την πάρτη του. Γιατί σαν ”επιστήμονες”,
σαν γνήσιοι παραδόπιστοι προαγωγοί, αλλά και σαν έτοιμοι από καιρό, σωστά μετρήσανε
τα κάλλη της. Εξόχως εμπορεύσιμη, η μανδάμ. Και ζουμερή. Και χρωμοσαμπουάν, συνάμα.
Δυο σε ένα και νοικοκυρεμένα. Το πρωί στις πορείες, τις νύχτες στις γαλαρίες.
Όταν κάποτε κατάλαβε ότι δεν ήταν τίποτ’άλλο από μια χρυσοφόρα πόρνη,
μιά πόρνη του ”όλα τα κάνω και συμφέρω”, είδε τους εραστές να χάνονται ένας-ένας.
Απελπισμένη, γύρισε στο μητρικό τσαρδί. Βροντούσε και ματαβροντούσε την πόρτα
που η ίδια σφράγισε. Κι από μέσα, ακουγότανε η σώφρων δογματική μήτηρ, να φωνάζει
”Κόρη μου, σου τά΄χω ειπωμένα. Θα φωνάζεις κούϊ- κούϊ και κανένας, δεν θ’ακούει”.
Σέβας.