του Μιχάλη Ιγνατίου
Απέναντί μου σ’ ένα από τα παγκάκια του Lafayette Square βρέθηκε ο αγαπημένος φίλος μου από τα πέτρινα χρόνια της δεκαετίας του 70. Πολιτικά οι δρόμοι μας χώρισαν όταν επέλεξε να υποστηρίξει το φιλοτουρκικό Σχέδιο Ανάν, αλλά συνεχίσαμε -έστω και σε καθεστώς δυσπιστίας- την προσωπική σχέση. Τότε μου είχε δώσει τη φθηνή, όπως του είχα απαντήσει οργισμένος, δικαιολογία στην αγγλική: «Out of respect of President Clerides» («Από σεβασμό στον Πρόεδρο Κληρίδη»). Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν το θάρρος της γνώμης τους και να μην επιρρίπτουν σε άλλους τις ευθύνες για τις αποφάσεις τους…
«Τα μηνύματα από τα μέτωπα της οικονομίας και του Κυπριακού είναι γκρίζα έως μαύρα», μου είπε. «Και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Πρέπει να βοηθήσουμε τις δύο πατρίδες», συνέχισε. Επιβεβαίωσα τη σοβαρότητα της κατάστασης όταν «έσπασε» η φωνή του, καθώς μου μετέφερε «το προσωπικό μήνυμα υψηλού προσώπου» από τη Λευκωσία.
Η θέση μου από το 2010 δεν έχει αλλάξει. Πιστεύω ότι οι ηγέτες της Ελλάδος από το Μάιο του Μνημονίου και της Κύπρου από το Μάρτιο τούτης της χρονιάς πρέπει να ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με την οικονομία και να αφήσουν κατά μέρος το Κυπριακό και τα υπόλοιπα εθνικά θέματα. Στο καθεστώς ημι-χρεοκοπίας που οδήγησαν τις δύο χώρες οι πολιτικοί και οι τραπεζίτες, ο Αντώνης Σαμαράς και ο Νίκος Αναστασιάδης δεν έχουν την παραμικρή πιθανότητα να επιτύχουν θετικά αποτελέσματα για κανένα ζήτημα που απασχολεί την Αθήνα και τη Λευκωσία. Η ήττα είναι δεδομένη, ειδικά στο Κυπριακό, όπου οι αντοχές της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας, όπως αποδείχθηκε στα θέματα της οικονομίας, είναι μηδαμινές. Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι, αποκλειστικά η ευθύνη για την κρίση της οικονομίας ανήκει στην προηγούμενη κυβέρνηση του Δημήτρη Χριστόφια. Ο σημερινός Πρόεδρος ολοκλήρωσε τα τραγικά λάθη των προκατόχων του, βάζοντας και την υπογραφή του στη ληξιαρχική πράξη θανάτου του οικονομικού μοντέλου της Κύπρου.
Με τη βοήθεια των γνωστών υπηρεσιών του ΟΗΕ, που δραστηριοποιήθηκαν και στο δημοψήφισμα του 2004, έχει ξεκινήσει μια άθλια εκστρατεία για να πείσουν τον κυπριακό λαό ότι η λύση του Κυπριακού θα επιλύσει και τα προβλήματα της οικονομίας. Υποστήριξαν χωρίς ίχνος ντροπής ότι αμέσως μετά τη λύση το κατά κεφαλήν εισόδημα των Κύπριων πολιτών θα αυξηθεί. Διαδίδουν ότι ως διά μαγείας θα εξαφανιστεί το χρέος ενώ αποφεύγουν να πουν την αλήθεια για το κόστος και αυτής της λύσης. Εάν το 2004 επίσημα υπολόγισαν ότι θα απαιτούνταν γύρω στα 5 δις ευρώ, εννέα χρόνια μετά το κόστος πρέπει να ‘ναι διπλάσιο.
Ποιος θα πληρώσει αυτό το υπέρογκο ποσό, όταν η Ελλάδα και η Κύπρος είναι καταχρεωμένες και οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες το 2004 είχαν δηλώσει ότι θα προσέφεραν κάποια εκατομμύρια, τώρα αποφεύγουν κάθε δέσμευση; Ή μήπως θα αναλάβει το κονδύλι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία όταν η Κύπρος χρειάστηκε τη βοήθειά της την έδεσε χειροπόδαρα με τα δάνεια;
Η άλλη δύναμη που απομένει να πληρώσει για τη λύση είναι η Τουρκία, η οποία στις συζητήσεις που προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος αρνήθηκε κάθε οικονομική αρωγή στο νέο κράτος.
«Υπάρχει λογικός άνθρωπος που να πιστεύει ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα βάλει το χέρι στην τσέπη;» ρώτησα το συνοδοιπόρο μου από τη δεκαετία του 70, ο οποίος -για να τον «συστήσω» στους αναγνώστες μου- ήταν ένας από αυτούς που ακολουθούσαν πιστά τον κ. Αναστασιάδη και δικαιολογούσαν τα πολιτικά λάθη που διέπραξε. Δεν περίμενα διαφορετική απάντηση· «όχι» μου είπε. Τέσσερις μήνες πριν, στο Sofitel της 15ης Οδού της Ουάσιγκτον, είχα την ίδια συζήτηση με τον Πρόεδρο της Κύπρου, στη διάρκεια μιας συνάντησης που χρωστούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν πολύ απογοητευμένος από τη στάση της Τουρκίας σε όλα τα επίπεδα και αντιλήφθηκα πως ο βαθμός εμπιστοσύνης προς την τουρκική ηγεσία ήταν μηδενικός.
Είναι απορίας άξιον ότι ο κ. Αναστασιάδης το προηγούμενο Σάββατο υποχώρησε στο θέμα της κυριαρχίας, σε σημείο που ανάγκασε τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος στο Κυπριακό είναι… βασιλικότερος του Κόφι Ανάν, να του μιλήσει για «τις “κόκκινες γραμμές” της Αθήνας».
Εάν ο Πρόεδρος της Κύπρου δεν κρατήσει το λόγο που (μας) έδωσε και αποδεχθεί συνομιλίες στη βάση των προδιαγραφών του Σχεδίου Ανάν, και επειδή οι διαδικασίες θα είναι ταχύτατες, το νέο δημοψήφισμα θα συμπέσει με μια περίοδο κατά την οποία στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε και κατάρρευση της κυβέρνησης Σαμαρά, εάν οι κάλπες φανερώσουν αυτό που πολλοί υποψιάζονται: δηλαδή υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ και πολύ υψηλά ποσοστό για τη ναζιστική Χρυσή Αυγή. Σε αυτή την (πιθανή) περίπτωση, όταν η Ελλάδα θα συγκλονίζεται από εκλογικές αναμετρήσεις και οι πολίτες θα έχουν κατέβει στους δρόμους και στις πλατείες, εντελώς αβοήθητοι οι Ελληνοκύπριοι θα κληθούν να πουν το «ναι» ή το «όχι» σε ένα σχέδιο που θα παραδίδει το νησί στην επιρροή της Τουρκίας.
Πρόκειται για ένα φρικτό σενάριο, που πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί. Ο κ. Αναστασιάδης και ο κ. Σαμαράς έχουν υποχρέωση προς τους πολίτες να αφιερώσουν το χρόνο και τις δυνάμεις τους για τη σωτήρια της οικονομίας.
Απέναντί μου σ’ ένα από τα παγκάκια του Lafayette Square βρέθηκε ο αγαπημένος φίλος μου από τα πέτρινα χρόνια της δεκαετίας του 70. Πολιτικά οι δρόμοι μας χώρισαν όταν επέλεξε να υποστηρίξει το φιλοτουρκικό Σχέδιο Ανάν, αλλά συνεχίσαμε -έστω και σε καθεστώς δυσπιστίας- την προσωπική σχέση. Τότε μου είχε δώσει τη φθηνή, όπως του είχα απαντήσει οργισμένος, δικαιολογία στην αγγλική: «Out of respect of President Clerides» («Από σεβασμό στον Πρόεδρο Κληρίδη»). Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν το θάρρος της γνώμης τους και να μην επιρρίπτουν σε άλλους τις ευθύνες για τις αποφάσεις τους…
«Τα μηνύματα από τα μέτωπα της οικονομίας και του Κυπριακού είναι γκρίζα έως μαύρα», μου είπε. «Και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Πρέπει να βοηθήσουμε τις δύο πατρίδες», συνέχισε. Επιβεβαίωσα τη σοβαρότητα της κατάστασης όταν «έσπασε» η φωνή του, καθώς μου μετέφερε «το προσωπικό μήνυμα υψηλού προσώπου» από τη Λευκωσία.
Η θέση μου από το 2010 δεν έχει αλλάξει. Πιστεύω ότι οι ηγέτες της Ελλάδος από το Μάιο του Μνημονίου και της Κύπρου από το Μάρτιο τούτης της χρονιάς πρέπει να ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με την οικονομία και να αφήσουν κατά μέρος το Κυπριακό και τα υπόλοιπα εθνικά θέματα. Στο καθεστώς ημι-χρεοκοπίας που οδήγησαν τις δύο χώρες οι πολιτικοί και οι τραπεζίτες, ο Αντώνης Σαμαράς και ο Νίκος Αναστασιάδης δεν έχουν την παραμικρή πιθανότητα να επιτύχουν θετικά αποτελέσματα για κανένα ζήτημα που απασχολεί την Αθήνα και τη Λευκωσία. Η ήττα είναι δεδομένη, ειδικά στο Κυπριακό, όπου οι αντοχές της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας, όπως αποδείχθηκε στα θέματα της οικονομίας, είναι μηδαμινές. Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι, αποκλειστικά η ευθύνη για την κρίση της οικονομίας ανήκει στην προηγούμενη κυβέρνηση του Δημήτρη Χριστόφια. Ο σημερινός Πρόεδρος ολοκλήρωσε τα τραγικά λάθη των προκατόχων του, βάζοντας και την υπογραφή του στη ληξιαρχική πράξη θανάτου του οικονομικού μοντέλου της Κύπρου.
Με τη βοήθεια των γνωστών υπηρεσιών του ΟΗΕ, που δραστηριοποιήθηκαν και στο δημοψήφισμα του 2004, έχει ξεκινήσει μια άθλια εκστρατεία για να πείσουν τον κυπριακό λαό ότι η λύση του Κυπριακού θα επιλύσει και τα προβλήματα της οικονομίας. Υποστήριξαν χωρίς ίχνος ντροπής ότι αμέσως μετά τη λύση το κατά κεφαλήν εισόδημα των Κύπριων πολιτών θα αυξηθεί. Διαδίδουν ότι ως διά μαγείας θα εξαφανιστεί το χρέος ενώ αποφεύγουν να πουν την αλήθεια για το κόστος και αυτής της λύσης. Εάν το 2004 επίσημα υπολόγισαν ότι θα απαιτούνταν γύρω στα 5 δις ευρώ, εννέα χρόνια μετά το κόστος πρέπει να ‘ναι διπλάσιο.
Ποιος θα πληρώσει αυτό το υπέρογκο ποσό, όταν η Ελλάδα και η Κύπρος είναι καταχρεωμένες και οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες το 2004 είχαν δηλώσει ότι θα προσέφεραν κάποια εκατομμύρια, τώρα αποφεύγουν κάθε δέσμευση; Ή μήπως θα αναλάβει το κονδύλι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία όταν η Κύπρος χρειάστηκε τη βοήθειά της την έδεσε χειροπόδαρα με τα δάνεια;
Η άλλη δύναμη που απομένει να πληρώσει για τη λύση είναι η Τουρκία, η οποία στις συζητήσεις που προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος αρνήθηκε κάθε οικονομική αρωγή στο νέο κράτος.
«Υπάρχει λογικός άνθρωπος που να πιστεύει ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα βάλει το χέρι στην τσέπη;» ρώτησα το συνοδοιπόρο μου από τη δεκαετία του 70, ο οποίος -για να τον «συστήσω» στους αναγνώστες μου- ήταν ένας από αυτούς που ακολουθούσαν πιστά τον κ. Αναστασιάδη και δικαιολογούσαν τα πολιτικά λάθη που διέπραξε. Δεν περίμενα διαφορετική απάντηση· «όχι» μου είπε. Τέσσερις μήνες πριν, στο Sofitel της 15ης Οδού της Ουάσιγκτον, είχα την ίδια συζήτηση με τον Πρόεδρο της Κύπρου, στη διάρκεια μιας συνάντησης που χρωστούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν πολύ απογοητευμένος από τη στάση της Τουρκίας σε όλα τα επίπεδα και αντιλήφθηκα πως ο βαθμός εμπιστοσύνης προς την τουρκική ηγεσία ήταν μηδενικός.
Είναι απορίας άξιον ότι ο κ. Αναστασιάδης το προηγούμενο Σάββατο υποχώρησε στο θέμα της κυριαρχίας, σε σημείο που ανάγκασε τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος στο Κυπριακό είναι… βασιλικότερος του Κόφι Ανάν, να του μιλήσει για «τις “κόκκινες γραμμές” της Αθήνας».
Εάν ο Πρόεδρος της Κύπρου δεν κρατήσει το λόγο που (μας) έδωσε και αποδεχθεί συνομιλίες στη βάση των προδιαγραφών του Σχεδίου Ανάν, και επειδή οι διαδικασίες θα είναι ταχύτατες, το νέο δημοψήφισμα θα συμπέσει με μια περίοδο κατά την οποία στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε και κατάρρευση της κυβέρνησης Σαμαρά, εάν οι κάλπες φανερώσουν αυτό που πολλοί υποψιάζονται: δηλαδή υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ και πολύ υψηλά ποσοστό για τη ναζιστική Χρυσή Αυγή. Σε αυτή την (πιθανή) περίπτωση, όταν η Ελλάδα θα συγκλονίζεται από εκλογικές αναμετρήσεις και οι πολίτες θα έχουν κατέβει στους δρόμους και στις πλατείες, εντελώς αβοήθητοι οι Ελληνοκύπριοι θα κληθούν να πουν το «ναι» ή το «όχι» σε ένα σχέδιο που θα παραδίδει το νησί στην επιρροή της Τουρκίας.
Πρόκειται για ένα φρικτό σενάριο, που πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί. Ο κ. Αναστασιάδης και ο κ. Σαμαράς έχουν υποχρέωση προς τους πολίτες να αφιερώσουν το χρόνο και τις δυνάμεις τους για τη σωτήρια της οικονομίας.
ΕΠΙΚΑΙΡΑ