Γιάννης Μηλιώκας
Ένα τραγούδι θα σας πω σαν το νερό
γι όσους πολέμησαν κι αντέχουνε ακόμη
θα πρεπε να το είχα γράψει από καιρό
γι αυτό και πρώτα ταπεινά ζητώ συγνώμη
Σε ένα ιατρείο μικρό της γειτονιάς
πήγα να βγάλω κάτι ακτινογραφίες
κι είδα ανθρώπους μιας παλιότερης γενειάς
που περιμέναν του γιατρού τις οδηγίες
Είχε ησυχία λες και μπήκα σε ιερό
κι είχανε όλοι του πατέρα μου τα χρόνια
ο γέρος μου έχει πια πεθάνει από καιρό
μα είχε προλάβει να χαρεί τρία εγγόνια
Με τρόπο έριξα μια γρήγορη ματιά
τέτοιο κατάντημα δεν είχα δει ποτέ μου
κι όλα αυτά τα ξεχασμένα γηρατειά
θα είναι σκέφτηκα ανάπηροι πολέμου
Ο ένας είχε το ένα πόδι του λειψό
άλλος το χέρι του δεμένο και πονούσε
ο τρίτος φόραγε κολάρο στο λαιμό
κι ένας άλλος την κυρά του κουβαλούσε
Ο νους μου πήγε στον πατέρα μου ξανά
τότε που μου έλεγε τα βράδια ιστορίες
σαν να είναι τώρα τον θυμάμαι να πονά
και να μιλάει για νεκρούς και τραυματίες
Κι όλοι αυτοί για την δική μου λευτεριά
έζησαν χρόνια κατοχής και τυραννίας
ήταν κορίτσια και αμούστακα παιδιά
και πολεμούσαν στα βουνά της Αλβανίας
Μου είχαν χαρίσει μια ελεύθερη ζωή
κι ότι κι αν ήμουν σε εκείνους το χρωστούσα
κι ήτανε μες τα γηρατειά τους τόσο απλοί
ούτε παράσημα φορούσαν ούτε λούσα
Πρόσωπα τίμια χωρίς εγωισμό
κι αν μες το πόλεμο τα πάντα είχαν χάσει
με ένα χαμόγελο και λίγο σεβασμό
όλα όσα τράβηξαν θα τα είχανε ξεχάσει
Ένιωσα ξάφνου μια τεράστια ντροπή
έσκυψα κάτω και είχα χάσει την μιλιά μου
μου ήρθανε δάκρυα και κρατήθηκα πολύ
και ευτυχώς που είχα μαζί μου τα γυαλιά μου
Ένα τραγούδι θα σας πω σαν το νερό
γι όσους πολέμησαν και πολεμούν ακόμη
θα πρεπε να το είχα γράψει από καιρό
γι αυτό και πάλι ταπεινά ζητώ συγνώμη