Εχυρός: επίθετο βέβαια ο εχυρός. Γεμάτο. Δηλ. τριγενές
και τρικατάληκτο. Eχυρός-ά-όν. Κι είναι αντί οχυρός. Οχυρωμένος, ασφαλής. Και αναφέρεται σε τόπο φυσικά οχυρωμένον. Λιμάνι σαν η Σούδα. Και πάντως όχι τεχνικό. Απόρθητο φρούριο, φυσικό σαν τη Μονεμβασιά και σαν το Γιβραλτάρ. Κάστρο άπαρτο! Και επεκτατικά (παραθετικά) εχυρώτερος, εχυρώτατος.
Κι εδώ, επίθετο στο ουσιαστικό λόγος, χρησιμοποιείται μεταφορικά. Και εχυρός λόγος είναι ο φυσικός. Ο αυθεντικός. Ο πλήρης λογικών επιχειρημάτων. Ο με ακαταμάχητα επιχειρήματα δομημένος ώστε να μην προσβάλλεται. Στηριγμένος σε γερά θεμέλια και
πέτρα ριζιμιά. Ο απολύτως αξιόπιστος είν’ ο εχυρός.
Ο όρκος φυσικά έχει την ίδια σημασία με σήμερα. Και λέμε: Όρκος βαρύς. Ιερός, νενομισμένος, ψεύτικος, της αλεπούς. Έδωκα όρκο, δεσμεύτηκα με όρκο. Όρκο μεγάλο. Αιώνιας αγάπης.
Κι ο όρκος πρέπει να ξεκίνησε από το έρκος εμπόδιο, φράχτης). Άλλωστε στη γλώσσα τη δική μας, την τρελή ελληνική, συνηθίζεται το ε να γίνεται ο. Κυρίως σε παράγωγα ρημάτων, (φέρω φόρος, λέγω λόγος, ρέω ροή, ερέφω όροφος, αλείφω αλοιφή, γέμω γόμος, δέμω δόμος οικοδομή, νέμω νόμος, ξέω ξόανο, τρέφω τροφή, φέβω φόβος, χέω χοή, ψέγω ψόγος είναι ελάχιστα απ’ αυτά). Και έρκος (είργω : εμποδίζω) όρκος. Εχυρός, οχυρός. Ερμηνεύω , ορμηνεύω,ορμήνεια κ.ά.
Κι ολόκληρη η φράση λέει: Δεν έπιανε τίποτα. Ούτε λόγος ακαταμάχητος (λογική τετράγωνη) ούτε φοβερός όρκος. Δεν φτούραγε τίποτα. Είχαν φτάσει τα πράγματα σε τέτοιο σημείο κατά την διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου μας λέει ο διεισδυτικότερος των ιστορικών όλων των εποχών Θουκυδίδης, ώστε δεν πίστευε κανείς κανένα για τίποτα. Ούτε φυσική οχύρωση (έρκος) ούτε ηθική δέσμευση.
Βρισκόμαστε άραγε σε ανάλογο σημείο σήμερα;
Αρκετοί δημοσιογράφοι και άλλοι πολλοί, απορούν και συχνά αναρωτιούνται κατ’ ιδίαν και μέσων ευρείας δημοσιότητες. Εντύπων και ηλεκτρονικών, γιατί ο κόσμος δεν εξεγείρεται; Γιατί δεν επαναστατούν ούτε καν διαδηλώ- νουν; Τι περιμένουν οι Έλληνες καθισμένοι στους καναπέδες τους; Είναι η επωδός. Να τους σώσει ποιος;
Κι αν το κάνουν, όποτε το κάνουν, είναι τρεις κι ο κούκος και ξέψυχα. Όπως με την πολυδιαφημισθείσα ως εξέγερση απεργία της 20 Φλεβάρη. Και κατηγορούνται οι Έλληνες για αδράνεια, ενώ προσπαθούν να δώσουν εξηγήσεις. Που τις ακούμε συχνά και τις ξέρουμε. Δεν χάνουν δε ευκαιρία οι πιο «ζόρικοι» προπέτες να αποκαλούν τους Έλληνες δειλούς, έως ψοφοδεείς, πάσχοντες από έλλειψη λεβεντιάς ή απλής πρωτοβουλίας. Δεν λείπουν δε εκείνοι που λένε, χωρίς να έχουν άδικο, ότι τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης χρησιμοποιούνται ως εργαλεία υποταγής. Άλλοι δε, για να εξηγήσουν το φαινόμενο «της αποχαύνωσης» των Ελλήνων, μιλούν ακόμη και για αεροψεκασμούς.
Χωρίς να υποτιμώ τίποτ’ απ’ αυτά, πιστεύω, και θα διατυπώσω απ’ ευθείας τη γνώμη μου, ότι οι Έλληνες δεν ξεσηκώνονται για δύο κυρίως λόγους. Γιατί ντρέπονται και γιατί φοβούνται το μέλλον. Δια την αιδώ. Διότι έχουν αίσθηση αιδούς, τιμής και φιλότιμου που δεν έχουν οι ηγέτες τους. Και διότι διακατέχονται από δέος. Δηλαδή από φόβο. Και για να είμαστε ακριβέστεροι: διά την αιδώ και το δέος.
Ντρέπονται; Υπάρχει σήμερα ντροπή; Κι επιτέλους τι έκαναν για να ντρέπονται;
Κατ’ αρχήν η ντροπή δεν έλλειψε ποτέ απ’ τον Έλληνα. Έξυπνοι, πανέξυπνοι όντες πιάστηκαν κορόιδα και τώρα δεν έχουν ανάκαρα (ανάκαρα > κεφάλι.- ψυχική δύνα-
μη και αντοχή). Κι αναλογίζονται: Εγώ δεν ήμουν εκείνος που ψήφιζα αυτούς που απεδείχθησαν αλήτες; Πού αγωνίστηκα; Έβγαλα το σβέρκο μου να ζητωκραυγάζω
κι οι παλάμες έπαιρναν φωτιά; Πού με δούλευαν οι λαοπλάνοι άλλοτε επισείοντας τον κομμουνιστικό κίνδυνο, άλλοτε τον κίνδυνο της πατρίδος και την κρισιμότητα των εκλογών;
Για ν’ αλλάξουν το Σύνταγμα, να μπούμε στην ΕΟΚ, να υπογράψουν το Μάαστριχ, την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, να μπούμε στην ΟΝΕ; Και ταυτόχρονα μου έλεγαν ότι «μπήκαμε στο κλαμπ των ισχυρών», ότι το ημικαθυστερημένο βήμα της Ελλάδος
θα φτάσει και θα περάσει εκείνο των Ευρωπαίων», «Οι τιμές θα τιθασευτούν», «Θα δημιουργηθούν αυτόματοι μηχανισμοί μείωσης των τιμών», «Οι μιστοί θα
απογειωθούν», «Θα’ χουμε αειφόρο ανάπτυξη», «ανακυττάρωση της υπαίθρου», ότι «έρχονται ακόμη καλλίτερες μέρες», «Τα προϊόντα θα διατίθενται όλα στην αγορά των
300 εκατ. Ευρωπαίων σε τιμές που θα καλύπτουν το κόστος και θ’ αφήνουν και λογικό κέρδος» Και τόσα άλλα!! Και δεν αναρωτήθηκα ποτέ πως θα γίνουν αυτά τα θαυμαστά!
Τι θα ειπεί αλλάζω το Σύνταγμα; Πού με δούλευαν με μια λέξη και δεν πήρα χαμπάρι εγώ ο πανέξυπνος Έλληνας, «όταν υψηλά τριγύρω μου έκτιζαν τείχη και ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμο έξω», που λέει ο ποιητής; Πώς μ’ αποχαύνωναν σε σημείο, ενώ μ’ αδειάζανε, κυρίως από αρχές κι αξίες αιώνιες δημιουργών και προγόνων άξιων, ταυτόχρονα έκαναν να νιώθω γεμάτος; Πώς δεν κατάλαβα τα τραγικά μηνύματα, το κενό και τ’ αδιέξοδο που το ‘βλεπα μπροστά μου; Πώς άφηκα και μου αφαίρεσαν απ’ το λαιμό και την ψυχή χρυσάφια και πετράδια, φλουριά κωνσταντινάτα και στη θέση τους μου
κρέμασαν μπακίρια; Πώς και δεν κατάλαβα τις υποκρισίες, τις καπηλείες, τους ατομικισμούς που μου καλλιερ- γούσαν, τις αντιφάσεις, την ασέβεια, την υποτίμηση; Κι
έφτασα στο κατάντημα να τους αποζημιώνω κι από πάνω εγώ ο ευεργέτης τους; Την ευεργεσία να τη λένε ζημιά; (Ναι. Οι παντοειδείς απολαβές των εθνοπατέρων και
εθνομαννάδων λέγονται αποζημίωση. Και σκοτώνεσαι εσύ και λες: πότε τον τράγο τον ζημίωσα για να τον από- ζημιώσω;) Και η υψηλή ηγεσία, μέχρι του Προέδρου της λεγομένης
Δημοκρατίας, συνεχίζει απτόητη να κολυμπάει στην παρανομία και τη διαφθορά. Επαναλαμβάνοντας το «μαζί τα φάγαμε». Ενώ τα πράγματα είναι τόσο απλά. Να: Βγάλτε
τη λίστα Λαγκάρντ αφού τα φάγαμε μαζί να ιδούμε το δικό μου όνομα είναι εκεί μέσα; Αν τολμάτε.
Αυτά βλέπει ο Έλληνας, αναλογίζεται, αναπολεί και ντρέπεται: Λέει: Τι διαδήλωση να κάνω τέτοιος αυνάν εγώ ο τετραπέρατος; Μήπως είναι καλλίτερα να φτύσω τα μούτρα μου στον καθρέφτη μου και να δώκω και δύο φάσκελα σελφ σέρβις; Και ντρέπεται. Και φυσικά δεν θέλει πια ν’ ασχοληθεί με την πολιτική από αηδία. Έτσι από φιλότιμο – λέξη μόνον Ελληνική και τεραστίας σημασίας – θέτει την ουράν υπό τα μέδεα (γεννητικά όργανα) και δεν κατεβαίνει στους δρόμους έστω κι αν υπάρχουν 1,5 εκατομμύρια άνεργοι. Έστω κι αν έχασε τα πάντα. Και το μέλλον, το δικό του και των παιδιών του, προγραμμένο. Ήτοι χωρίς ελπίδα και προοπτική .Και μ’ ενοχές. Και ντρέπεται. Για παράδειγμα: Τι να του ειπεί ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ; Κατέβα στη διαμαρτυρία με δυναμισμό και πυγμή για τα
δίκαια του εργάτη, τις κλαδικές συμβάσεις, την αξιοπρέπεια και την πατρίδα;
Και πώς να κατέβει όταν θυμάται κι ανατριχιάζει ότι χτες μόλις ο ίδιος αυτός Πρόεδρος, μέλος της Κεντρικής Επι- τροπής Κόμματος που πήγαινε να γίνει άλλη μια φορά κυβέρ-
νηση μέσα στις πολλές, μαζί με τον αρχηγό του κι αμέσως ύστερα πρωθυπουργό του, κάνοντας το σήμα της νίκης εμπόδιζαν κατακαλόκαιρο τα πλοία «να πιάσουν» λιμενοβραχίονα;
Κι αυτός, στρατιώτης μπροστά μπροστά στη μάχη. Για να προδοθεί στη συνέχεια από πρόεδρο της ΓΣΕΕ και πρωθυπουργό και τώρα να κατηγορείται ως λιποτάχτης.
Γίνεται λοιπόν να κατέβει στη διαδήλωση; Πόσες πια φορές ηλίθιος;
Δεν φτάνουν τόσες που «ώφθη χειρουργών» δημόσια; Κι είναι και κάποιας ηλικίας. Και ντρέπεται. Κυρίως όμως θυμάται πώς αυτός ο ίδιος ήταν που όταν του έλεγαν ότι ανήκει στο κόμμα των εργατών και αγροτών, που ενδιαφέρεται τάχα για τον ίδιον – το κόμμα που τον έφερε σήμερα εδώ — όταν ήταν κυβέρνηση του ‘λεγε πως δεν μπορεί ν’ απεργήσει. Να στραφεί κατά του εαυτού του. Τώρα πως του λέει ν’ απεργήσει, να διαδηλώσει, να διαμαρτυρηθεί, να σηκωθεί απ’ τον καναπέ και να επαναστατήσει; Και ντρέπεται.
Πιο πέρα ακόμα, μέσα του αισθάνεται βαθειά ότι όλ’ αυτά τα χρόνια οι χτεσινοί και σημερινοί εκμεταλλευτές και δυνάστες του, έθεσαν ως και την επιστήμη στην υπηρεσία της παλιανθρωπιάς τους, καταχρασθέντες τη μοναδική αρετή των Ελλήνων. Το φιλότιμο. Την ψυχή του.
Εκεί στόχευαν κι αυτή έπληξαν. Τη μεγάλη ψυχή τσαλάκωσαν, τραυμάτισαν. Κι αν σημαδέψεις μεγάλες ψυχές δεν αστοχείς ποτές λέει ο Σοφοκλής, («των μεγάλων ψυχών ιείς ούκ αν αμάρτοις»). Γι’ αυτό είναι δέκα τοις εκατό φορές αχρείοι. Και ντρέπεται. Διά την αιδώ δηλαδή. Κι αυτό είναι σοφία λέει ο Ευριπίδης «το γάρ αιδείσθε σοφία».
Μα δεν είναι το μόνο. Είναι το δέος. Όταν δεν έχει να ζήσει, δεν ξέρει, τι του ξημερώνει, αν το παιδί του αρρωστήσει τι θα γίνει, όταν περιμένει στην ουρά των εκκλησιαστικών συσσιτίων, βασίζεται στη σύνταξη του γέροντα και παρακαλεί να μην κοπεί ή μην πεθάνει ο γέροντας γιατί δεν θα’ χει ούτε θαφτικά. Όταν ψάχνει σκουπίδια. Δασκάλα διορίζεται απ’ τη Μακεδονία στη Λακωνία στα 36 της, μετά από αλλεπάλληλες εξετάσεις, αγωνίες και αναμονές, με 650 € και θέλει 300 € νοίκι και της κόβουν το ρεύμα, γιατί δεν έχει να πληρώσει χαράτσι. Όταν… όταν… όταν η Κοινωνία έχει ισοπεδωθεί, διαλύονται θεσμοί και μηχανισμοί, ληστεύονται ταμεία, η ανεργία καλπάζει, ως και η σημασία των λέξεων αλλάζει που λέει ο Θουκυδίδης (η ανεργία γίνεται κατοχύρωση θέσεων εργασίας, οι απολύσεις, διαθεσιμότητα κι εφεδρεία και βελτίωση ανταγωνιστικότητος), όταν με μια λέξη, αφού στέρησαν απ’ τον Έλληνα της Ελληνικής Παιδείας, τα πράγματα φτάνουν σε τέτοιο σημείο απελπισίας και βυθίζεται στο απόλυτο μηδέν, τότε πια δεν πιστεύει τίποτε ούτ’ έχει μυαλό ν’ ακούσει τι γράφω εγώ εδώ. «Ούτε λόγος εχυρός ούτε όρκος φοβερός». Και δεν ντρέπεται μόνο αλλά φοβάται κιόλας.
Φοβάται κυρίως το μέλλον. Κι αυτός ο φόβος είναι σωστή Λερναία Ύδρα. Πας να λύσεις ένα πρόβλημα και δημιουρ- γούνται δύο. Ν’ απαγκιάσεις σ’ ένα δέντρο και το κόβουν, αυτό και τ’ άλλα γύρω. Κι αυτός ο φόβος του μέλλοντος είναι φοβερός. Ιδιαίτερα αν ξεσηκωθούν Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Κι αυτόν το φόβο το είχε ως κι ο Μ. Αλέξανδρος. Θυμηθείτε το Γρανικό. Λέει ο ιστορικός. «Χρόνον μεν δη αμφότερα τα στρατεύματα επ’ άκρου του ποταμού εφεστώτες επεί του το μέλλον οκνείν ησυχίαν ήγον: (Για πολύ χρόνο οι δύο στρατοί στεκόμαστε στις όχθες του ποταμού κι έμεναν άπρακτοι (ησυχίαν ήγον) επειδή φοβoύνταν το μέλλον. Και παρέμεναν άπρακτοι και δεν όρμησε ο Αλέξανδρος όπως έκανε σ’ όλες τις άλλες μάχες με πολυαριθμότερους και πιο οργανωμένους αντιπάλους, γιατί εδώ στο Γρανικό είχε απέναντι Έλληνα στρατηγό. Τον Μέμνονα το Ρόδιο. Και φοβότανε.
Φοβάται λοιπόν ο Έλληνας. Διστάζει και δεν αποτολμά. Ύστερα ξέρει τι σημαίνει εμφύλιος, ως επίσης πόσο αδίστακτοι είναι οι ντόπιοι Γκαουλάϊτερ (που δεν θα διστάσουν κι εκεί ακόμη να τον οδηγήσουν προκειμένου να μη χάσουν την επονείδιστη εξουσία τους). Το περισσότερο όμως αυτός ο φόβος προέρχεται από τη δική του αισχύνη. Την αιδώ. Δεν πρόκειται για οκνηρία ή δειλία που λένε οι δημοσιογράφοι και οι άλλοι, αλλά ηθικόν φόβον. (Δια την αιδώ και το δέος). Το κακό όμως είναι ότι οι πολιτικοί αυτό το ξέρουν, το εκμεταλλεύονται και συνεχίζουν απτόητοι. Πράγμα που το ζούμε.
Βρισκόμαστε σε εθνική αποσύνθεση. Τα πράγματα είναι τόσο αντιφατικά και συγκεχυμένα ώστε δεν πιστεύει κανείς κανένα για τίποτα. Ούτε λόγος εχυρός ούτε όρκος φοβερός. Μήπως όμως επειδή δεν πιστεύει κανείς κανένα κι εμείς τους ανάξιους πολιτικούς, τούτο αποτελέσει τη σωτηρία μας; Κι οι τύραννοι δεν θέλουν πολύ να πέσουν. Και θα ‘ρθουν καινούργια χρόνια μ’ όνειρα κι οράματα δίχως λόγους σε μπαλκόνια κι άχρηστα προγράμματα (Ν. Γκάτσος)
Γι’ αυτά όμως άλλοτε.
και τρικατάληκτο. Eχυρός-ά-όν. Κι είναι αντί οχυρός. Οχυρωμένος, ασφαλής. Και αναφέρεται σε τόπο φυσικά οχυρωμένον. Λιμάνι σαν η Σούδα. Και πάντως όχι τεχνικό. Απόρθητο φρούριο, φυσικό σαν τη Μονεμβασιά και σαν το Γιβραλτάρ. Κάστρο άπαρτο! Και επεκτατικά (παραθετικά) εχυρώτερος, εχυρώτατος.
Κι εδώ, επίθετο στο ουσιαστικό λόγος, χρησιμοποιείται μεταφορικά. Και εχυρός λόγος είναι ο φυσικός. Ο αυθεντικός. Ο πλήρης λογικών επιχειρημάτων. Ο με ακαταμάχητα επιχειρήματα δομημένος ώστε να μην προσβάλλεται. Στηριγμένος σε γερά θεμέλια και
πέτρα ριζιμιά. Ο απολύτως αξιόπιστος είν’ ο εχυρός.
Ο όρκος φυσικά έχει την ίδια σημασία με σήμερα. Και λέμε: Όρκος βαρύς. Ιερός, νενομισμένος, ψεύτικος, της αλεπούς. Έδωκα όρκο, δεσμεύτηκα με όρκο. Όρκο μεγάλο. Αιώνιας αγάπης.
Κι ο όρκος πρέπει να ξεκίνησε από το έρκος εμπόδιο, φράχτης). Άλλωστε στη γλώσσα τη δική μας, την τρελή ελληνική, συνηθίζεται το ε να γίνεται ο. Κυρίως σε παράγωγα ρημάτων, (φέρω φόρος, λέγω λόγος, ρέω ροή, ερέφω όροφος, αλείφω αλοιφή, γέμω γόμος, δέμω δόμος οικοδομή, νέμω νόμος, ξέω ξόανο, τρέφω τροφή, φέβω φόβος, χέω χοή, ψέγω ψόγος είναι ελάχιστα απ’ αυτά). Και έρκος (είργω : εμποδίζω) όρκος. Εχυρός, οχυρός. Ερμηνεύω , ορμηνεύω,ορμήνεια κ.ά.
Κι ολόκληρη η φράση λέει: Δεν έπιανε τίποτα. Ούτε λόγος ακαταμάχητος (λογική τετράγωνη) ούτε φοβερός όρκος. Δεν φτούραγε τίποτα. Είχαν φτάσει τα πράγματα σε τέτοιο σημείο κατά την διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου μας λέει ο διεισδυτικότερος των ιστορικών όλων των εποχών Θουκυδίδης, ώστε δεν πίστευε κανείς κανένα για τίποτα. Ούτε φυσική οχύρωση (έρκος) ούτε ηθική δέσμευση.
Βρισκόμαστε άραγε σε ανάλογο σημείο σήμερα;
Αρκετοί δημοσιογράφοι και άλλοι πολλοί, απορούν και συχνά αναρωτιούνται κατ’ ιδίαν και μέσων ευρείας δημοσιότητες. Εντύπων και ηλεκτρονικών, γιατί ο κόσμος δεν εξεγείρεται; Γιατί δεν επαναστατούν ούτε καν διαδηλώ- νουν; Τι περιμένουν οι Έλληνες καθισμένοι στους καναπέδες τους; Είναι η επωδός. Να τους σώσει ποιος;
Κι αν το κάνουν, όποτε το κάνουν, είναι τρεις κι ο κούκος και ξέψυχα. Όπως με την πολυδιαφημισθείσα ως εξέγερση απεργία της 20 Φλεβάρη. Και κατηγορούνται οι Έλληνες για αδράνεια, ενώ προσπαθούν να δώσουν εξηγήσεις. Που τις ακούμε συχνά και τις ξέρουμε. Δεν χάνουν δε ευκαιρία οι πιο «ζόρικοι» προπέτες να αποκαλούν τους Έλληνες δειλούς, έως ψοφοδεείς, πάσχοντες από έλλειψη λεβεντιάς ή απλής πρωτοβουλίας. Δεν λείπουν δε εκείνοι που λένε, χωρίς να έχουν άδικο, ότι τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης χρησιμοποιούνται ως εργαλεία υποταγής. Άλλοι δε, για να εξηγήσουν το φαινόμενο «της αποχαύνωσης» των Ελλήνων, μιλούν ακόμη και για αεροψεκασμούς.
Χωρίς να υποτιμώ τίποτ’ απ’ αυτά, πιστεύω, και θα διατυπώσω απ’ ευθείας τη γνώμη μου, ότι οι Έλληνες δεν ξεσηκώνονται για δύο κυρίως λόγους. Γιατί ντρέπονται και γιατί φοβούνται το μέλλον. Δια την αιδώ. Διότι έχουν αίσθηση αιδούς, τιμής και φιλότιμου που δεν έχουν οι ηγέτες τους. Και διότι διακατέχονται από δέος. Δηλαδή από φόβο. Και για να είμαστε ακριβέστεροι: διά την αιδώ και το δέος.
Ντρέπονται; Υπάρχει σήμερα ντροπή; Κι επιτέλους τι έκαναν για να ντρέπονται;
Κατ’ αρχήν η ντροπή δεν έλλειψε ποτέ απ’ τον Έλληνα. Έξυπνοι, πανέξυπνοι όντες πιάστηκαν κορόιδα και τώρα δεν έχουν ανάκαρα (ανάκαρα > κεφάλι.- ψυχική δύνα-
μη και αντοχή). Κι αναλογίζονται: Εγώ δεν ήμουν εκείνος που ψήφιζα αυτούς που απεδείχθησαν αλήτες; Πού αγωνίστηκα; Έβγαλα το σβέρκο μου να ζητωκραυγάζω
κι οι παλάμες έπαιρναν φωτιά; Πού με δούλευαν οι λαοπλάνοι άλλοτε επισείοντας τον κομμουνιστικό κίνδυνο, άλλοτε τον κίνδυνο της πατρίδος και την κρισιμότητα των εκλογών;
Για ν’ αλλάξουν το Σύνταγμα, να μπούμε στην ΕΟΚ, να υπογράψουν το Μάαστριχ, την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, να μπούμε στην ΟΝΕ; Και ταυτόχρονα μου έλεγαν ότι «μπήκαμε στο κλαμπ των ισχυρών», ότι το ημικαθυστερημένο βήμα της Ελλάδος
θα φτάσει και θα περάσει εκείνο των Ευρωπαίων», «Οι τιμές θα τιθασευτούν», «Θα δημιουργηθούν αυτόματοι μηχανισμοί μείωσης των τιμών», «Οι μιστοί θα
απογειωθούν», «Θα’ χουμε αειφόρο ανάπτυξη», «ανακυττάρωση της υπαίθρου», ότι «έρχονται ακόμη καλλίτερες μέρες», «Τα προϊόντα θα διατίθενται όλα στην αγορά των
300 εκατ. Ευρωπαίων σε τιμές που θα καλύπτουν το κόστος και θ’ αφήνουν και λογικό κέρδος» Και τόσα άλλα!! Και δεν αναρωτήθηκα ποτέ πως θα γίνουν αυτά τα θαυμαστά!
Τι θα ειπεί αλλάζω το Σύνταγμα; Πού με δούλευαν με μια λέξη και δεν πήρα χαμπάρι εγώ ο πανέξυπνος Έλληνας, «όταν υψηλά τριγύρω μου έκτιζαν τείχη και ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμο έξω», που λέει ο ποιητής; Πώς μ’ αποχαύνωναν σε σημείο, ενώ μ’ αδειάζανε, κυρίως από αρχές κι αξίες αιώνιες δημιουργών και προγόνων άξιων, ταυτόχρονα έκαναν να νιώθω γεμάτος; Πώς δεν κατάλαβα τα τραγικά μηνύματα, το κενό και τ’ αδιέξοδο που το ‘βλεπα μπροστά μου; Πώς άφηκα και μου αφαίρεσαν απ’ το λαιμό και την ψυχή χρυσάφια και πετράδια, φλουριά κωνσταντινάτα και στη θέση τους μου
κρέμασαν μπακίρια; Πώς και δεν κατάλαβα τις υποκρισίες, τις καπηλείες, τους ατομικισμούς που μου καλλιερ- γούσαν, τις αντιφάσεις, την ασέβεια, την υποτίμηση; Κι
έφτασα στο κατάντημα να τους αποζημιώνω κι από πάνω εγώ ο ευεργέτης τους; Την ευεργεσία να τη λένε ζημιά; (Ναι. Οι παντοειδείς απολαβές των εθνοπατέρων και
εθνομαννάδων λέγονται αποζημίωση. Και σκοτώνεσαι εσύ και λες: πότε τον τράγο τον ζημίωσα για να τον από- ζημιώσω;) Και η υψηλή ηγεσία, μέχρι του Προέδρου της λεγομένης
Δημοκρατίας, συνεχίζει απτόητη να κολυμπάει στην παρανομία και τη διαφθορά. Επαναλαμβάνοντας το «μαζί τα φάγαμε». Ενώ τα πράγματα είναι τόσο απλά. Να: Βγάλτε
τη λίστα Λαγκάρντ αφού τα φάγαμε μαζί να ιδούμε το δικό μου όνομα είναι εκεί μέσα; Αν τολμάτε.
Αυτά βλέπει ο Έλληνας, αναλογίζεται, αναπολεί και ντρέπεται: Λέει: Τι διαδήλωση να κάνω τέτοιος αυνάν εγώ ο τετραπέρατος; Μήπως είναι καλλίτερα να φτύσω τα μούτρα μου στον καθρέφτη μου και να δώκω και δύο φάσκελα σελφ σέρβις; Και ντρέπεται. Και φυσικά δεν θέλει πια ν’ ασχοληθεί με την πολιτική από αηδία. Έτσι από φιλότιμο – λέξη μόνον Ελληνική και τεραστίας σημασίας – θέτει την ουράν υπό τα μέδεα (γεννητικά όργανα) και δεν κατεβαίνει στους δρόμους έστω κι αν υπάρχουν 1,5 εκατομμύρια άνεργοι. Έστω κι αν έχασε τα πάντα. Και το μέλλον, το δικό του και των παιδιών του, προγραμμένο. Ήτοι χωρίς ελπίδα και προοπτική .Και μ’ ενοχές. Και ντρέπεται. Για παράδειγμα: Τι να του ειπεί ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ; Κατέβα στη διαμαρτυρία με δυναμισμό και πυγμή για τα
δίκαια του εργάτη, τις κλαδικές συμβάσεις, την αξιοπρέπεια και την πατρίδα;
Και πώς να κατέβει όταν θυμάται κι ανατριχιάζει ότι χτες μόλις ο ίδιος αυτός Πρόεδρος, μέλος της Κεντρικής Επι- τροπής Κόμματος που πήγαινε να γίνει άλλη μια φορά κυβέρ-
νηση μέσα στις πολλές, μαζί με τον αρχηγό του κι αμέσως ύστερα πρωθυπουργό του, κάνοντας το σήμα της νίκης εμπόδιζαν κατακαλόκαιρο τα πλοία «να πιάσουν» λιμενοβραχίονα;
Κι αυτός, στρατιώτης μπροστά μπροστά στη μάχη. Για να προδοθεί στη συνέχεια από πρόεδρο της ΓΣΕΕ και πρωθυπουργό και τώρα να κατηγορείται ως λιποτάχτης.
Γίνεται λοιπόν να κατέβει στη διαδήλωση; Πόσες πια φορές ηλίθιος;
Δεν φτάνουν τόσες που «ώφθη χειρουργών» δημόσια; Κι είναι και κάποιας ηλικίας. Και ντρέπεται. Κυρίως όμως θυμάται πώς αυτός ο ίδιος ήταν που όταν του έλεγαν ότι ανήκει στο κόμμα των εργατών και αγροτών, που ενδιαφέρεται τάχα για τον ίδιον – το κόμμα που τον έφερε σήμερα εδώ — όταν ήταν κυβέρνηση του ‘λεγε πως δεν μπορεί ν’ απεργήσει. Να στραφεί κατά του εαυτού του. Τώρα πως του λέει ν’ απεργήσει, να διαδηλώσει, να διαμαρτυρηθεί, να σηκωθεί απ’ τον καναπέ και να επαναστατήσει; Και ντρέπεται.
Πιο πέρα ακόμα, μέσα του αισθάνεται βαθειά ότι όλ’ αυτά τα χρόνια οι χτεσινοί και σημερινοί εκμεταλλευτές και δυνάστες του, έθεσαν ως και την επιστήμη στην υπηρεσία της παλιανθρωπιάς τους, καταχρασθέντες τη μοναδική αρετή των Ελλήνων. Το φιλότιμο. Την ψυχή του.
Εκεί στόχευαν κι αυτή έπληξαν. Τη μεγάλη ψυχή τσαλάκωσαν, τραυμάτισαν. Κι αν σημαδέψεις μεγάλες ψυχές δεν αστοχείς ποτές λέει ο Σοφοκλής, («των μεγάλων ψυχών ιείς ούκ αν αμάρτοις»). Γι’ αυτό είναι δέκα τοις εκατό φορές αχρείοι. Και ντρέπεται. Διά την αιδώ δηλαδή. Κι αυτό είναι σοφία λέει ο Ευριπίδης «το γάρ αιδείσθε σοφία».
Μα δεν είναι το μόνο. Είναι το δέος. Όταν δεν έχει να ζήσει, δεν ξέρει, τι του ξημερώνει, αν το παιδί του αρρωστήσει τι θα γίνει, όταν περιμένει στην ουρά των εκκλησιαστικών συσσιτίων, βασίζεται στη σύνταξη του γέροντα και παρακαλεί να μην κοπεί ή μην πεθάνει ο γέροντας γιατί δεν θα’ χει ούτε θαφτικά. Όταν ψάχνει σκουπίδια. Δασκάλα διορίζεται απ’ τη Μακεδονία στη Λακωνία στα 36 της, μετά από αλλεπάλληλες εξετάσεις, αγωνίες και αναμονές, με 650 € και θέλει 300 € νοίκι και της κόβουν το ρεύμα, γιατί δεν έχει να πληρώσει χαράτσι. Όταν… όταν… όταν η Κοινωνία έχει ισοπεδωθεί, διαλύονται θεσμοί και μηχανισμοί, ληστεύονται ταμεία, η ανεργία καλπάζει, ως και η σημασία των λέξεων αλλάζει που λέει ο Θουκυδίδης (η ανεργία γίνεται κατοχύρωση θέσεων εργασίας, οι απολύσεις, διαθεσιμότητα κι εφεδρεία και βελτίωση ανταγωνιστικότητος), όταν με μια λέξη, αφού στέρησαν απ’ τον Έλληνα της Ελληνικής Παιδείας, τα πράγματα φτάνουν σε τέτοιο σημείο απελπισίας και βυθίζεται στο απόλυτο μηδέν, τότε πια δεν πιστεύει τίποτε ούτ’ έχει μυαλό ν’ ακούσει τι γράφω εγώ εδώ. «Ούτε λόγος εχυρός ούτε όρκος φοβερός». Και δεν ντρέπεται μόνο αλλά φοβάται κιόλας.
Φοβάται κυρίως το μέλλον. Κι αυτός ο φόβος είναι σωστή Λερναία Ύδρα. Πας να λύσεις ένα πρόβλημα και δημιουρ- γούνται δύο. Ν’ απαγκιάσεις σ’ ένα δέντρο και το κόβουν, αυτό και τ’ άλλα γύρω. Κι αυτός ο φόβος του μέλλοντος είναι φοβερός. Ιδιαίτερα αν ξεσηκωθούν Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Κι αυτόν το φόβο το είχε ως κι ο Μ. Αλέξανδρος. Θυμηθείτε το Γρανικό. Λέει ο ιστορικός. «Χρόνον μεν δη αμφότερα τα στρατεύματα επ’ άκρου του ποταμού εφεστώτες επεί του το μέλλον οκνείν ησυχίαν ήγον: (Για πολύ χρόνο οι δύο στρατοί στεκόμαστε στις όχθες του ποταμού κι έμεναν άπρακτοι (ησυχίαν ήγον) επειδή φοβoύνταν το μέλλον. Και παρέμεναν άπρακτοι και δεν όρμησε ο Αλέξανδρος όπως έκανε σ’ όλες τις άλλες μάχες με πολυαριθμότερους και πιο οργανωμένους αντιπάλους, γιατί εδώ στο Γρανικό είχε απέναντι Έλληνα στρατηγό. Τον Μέμνονα το Ρόδιο. Και φοβότανε.
Φοβάται λοιπόν ο Έλληνας. Διστάζει και δεν αποτολμά. Ύστερα ξέρει τι σημαίνει εμφύλιος, ως επίσης πόσο αδίστακτοι είναι οι ντόπιοι Γκαουλάϊτερ (που δεν θα διστάσουν κι εκεί ακόμη να τον οδηγήσουν προκειμένου να μη χάσουν την επονείδιστη εξουσία τους). Το περισσότερο όμως αυτός ο φόβος προέρχεται από τη δική του αισχύνη. Την αιδώ. Δεν πρόκειται για οκνηρία ή δειλία που λένε οι δημοσιογράφοι και οι άλλοι, αλλά ηθικόν φόβον. (Δια την αιδώ και το δέος). Το κακό όμως είναι ότι οι πολιτικοί αυτό το ξέρουν, το εκμεταλλεύονται και συνεχίζουν απτόητοι. Πράγμα που το ζούμε.
Βρισκόμαστε σε εθνική αποσύνθεση. Τα πράγματα είναι τόσο αντιφατικά και συγκεχυμένα ώστε δεν πιστεύει κανείς κανένα για τίποτα. Ούτε λόγος εχυρός ούτε όρκος φοβερός. Μήπως όμως επειδή δεν πιστεύει κανείς κανένα κι εμείς τους ανάξιους πολιτικούς, τούτο αποτελέσει τη σωτηρία μας; Κι οι τύραννοι δεν θέλουν πολύ να πέσουν. Και θα ‘ρθουν καινούργια χρόνια μ’ όνειρα κι οράματα δίχως λόγους σε μπαλκόνια κι άχρηστα προγράμματα (Ν. Γκάτσος)
Γι’ αυτά όμως άλλοτε.