Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Στα σαγόνια του καρχαρία...




















Να διηγηθώ μια διδακτική ιστορία. Προτού έλθει στην Αθήνα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε την ευγενή καλοσύνη να περάσει από τη Λετονία. Το έλλειμμα ήταν και εκεί 12% και εκλήθησαν να το περιορίσουν κάτω του 3% ως το 2012. Ησυνδρομή του ΔΝΤ στην επίλυση του προβλήματος ήταν καθοριστική: η οικονομική ύφεση της Λετονίας έφτασε το 2009 στο-18% και ελπίζουν να την περιορίσουν στο-4% για το 2010! Αυτό, στη γλώσσα του Ντομινίκ ΣτροςΚαν, ονομάζεται «αποπληθωρισμός». Ο πλούτος της χώρας μειώθηκε (περίπου) κατά 25% μέσα σε τρία χρόνια. Και πάλι καλά, διότι η Λετονία είχε τουλάχιστον εθνικό νόμισμα το οποίο μπόρεσε να υποτιμήσει.
Η έλευση του ΔΝΤ και στην Αθήνα θεωρείται περίπου δεδομένη. Η χώρα (για πρώτη φορά από το 1944 που ιδρύθηκε το Ταμείο) οδεύει ολοταχώς για τα σαγόνια του καρχαρία, ο οποίος έχει ήδη προαναγγείλει ότι προτίθεται να μας «αποπληθωρίσει» για να σώσει την «ανταγωνιστικότητά » μας. Το κοινωνικό κόστος του «αποπληθωρισμού» φαντάζει ήδη τρομακτικό: περικοπή εισοδημάτων, μείωση συντάξεων, μαζική ανεργία.
Τα υπόλοιπα θα τα βρουν οι οικονομολόγοι. Σε πολιτικό επίπεδο, όμως, ορθώνονται δύο αμείλικτα ερωτήματα:
Πρώτον, ποιος ευθύνεται που οδηγηθήκαμε στα σαγόνια του καρχαρία. Δεύτερον, ποιος θα σηκώσει το πολιτικό βάρος της οικονομικής καταστολής και της κοινωνικής αποδιάρθρωσης.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, δεν θα μπω στον πειρασμό να μπλέξω σε επιμερισμό των ευθυνών. Μεταξύ μας, δεν θεωρώ καν ότι είναι το ζητούμενο αυτή τη στιγμή. Θα αρκεστώ στο προφανές: ευθύνονται αυτοί που οδήγησαν την οικονομία στο πρόβλημα και εκείνοι που δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της οικονομίας. Τελεία.
Το δεύτερο ερώτημα, το θεωρώ απείρως πιο ουσιώδες. Διότι όποιος νομίζει ότι υπάρχει ελληνική κυβέρνηση, ανεξαρτήτως πλειοψηφίας και φυσιογνωμίας, που μπορεί να αντέξει το πολιτικό βάρος ενός τέτοιου «αποπληθωρισμού» είναι βαθιά νυχτωμένος. Μόλις την περασμένη Κυριακή και σε ηπιότερες συνθήκες, οι Ούγγροι Σοσιαλιστές που ηγήθηκαν παρόμοιας θεραπείας πέρασαν από το 42% στο 19% των ψήφων μέσα σε δύο χρόνια.
Τι θα κάνει, λοιπόν, το ΠαΣοΚ; Θα προχωρήσει μόνο του; Θα αναζητήσει ευρύτερα στηρίγματα; Και αν τα αναζητήσει, θα βρει εθελοντές ή θα μείνει στην αναζήτηση; Μπορεί υπό τις παρούσες συνθήκες το ερώτημα να μοιάζει φιλολογικό αλλά πολύ γρήγορα θα αποκτήσει πραγματική και πιεστική υπόσταση- ήδη οι περισσότεροι υπουργοί δείχνουν παραζαλισμένοι από τις εξελίξεις.
Ακόμη περισσότερο που, ούτως ή άλλως, ο Γ. Παπανδρέου υποχρεούται πλέον να αναρωτηθεί αν το σημερινό κυβερνητικό σχήμα είναι επαρκές για να σηκώσει στις πλάτες του μια τόσο σοβαρή και δυσχερή υπόθεση.
Αν, δηλαδή, είναι επαρκές πολιτικά και αν είναι επαρκές διαχειριστικά ένα σχήμα, το οποίο σε πολύ πιο ήπιες ως τώρα συνθήκες έχει παρουσιάσει και αρρυθμίες και ανεπάρκειες. Νομίζω ότι εξήμισι μήνες είναι ικανό διάστημα για να σταθμίσει κάποιος τις δυνάμεις και τις αδυναμίες μιας κυβέρνησης ήδη, άλλωστε, πολλοί μιλούν για θερινό ανασχηματισμό...
Μια σημείωση, όμως. Εξ όσων γνωρίζω, δεν υπήρξε καμία χώρα στην οποία να παρενέβη το ΔΝΤ και η παρέμβαση αυτή να μην είχε ευρύτερες πολιτικές επιπτώσεις. Διότι αυτό που κομίζει το ΔΝΤ δεν είναι κάποιο λιγότερο ή περισσότερο αυστηρό πρόγραμμα οικονομικής σταθεροποίησης αλλά μια ουσιαστική αναδιάρθρωση της κοινωνίας. Ακόμη και αν συμφωνήσουμε ότι την έχουμε ανάγκη, το κόστος της είναι πολύ μεγάλο για να εξαντληθεί στο πλαίσιο του κλασικού κομματικού παιχνιδιού.
Εκ πρώτης όψεως, δεν βλέπω πολλούς υποψηφίους να μοιραστούν το βάρος της ευθύνης. Η Αριστερά, ούτως ή άλλως, δεν προσφέρεται. Η ΝΔ ορθώνει ήδη την προσφυγή στο ΔΝΤ ως διαχωριστική γραμμή απέναντι στην κυβέρνηση. Και ο Καρατζαφέρης μόνος του ακόμη και αν ενδιαφερθεί, δεν αρκεί.
Ολα αυτά, όμως, φέρνουν την κυβέρνηση πρόσωπο με πρόσωπο με την κοινωνία. Και οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: Το ΠαΣοΚ πλέον δεν ψάχνει μόνο για χρήματα. Ψάχνει και μια στρατηγική, μια φυσιογνωμία, μια ρητορική. Τα οποία δεν θα έχουν καμία σχέση με τα προεκλογικά μπλα μπλα. Αλλά, πολύ φοβούμαι, ούτε και με όσα έχει μετεκλογικά δοκιμάσει.
(To Bήμα της Κυριακής)/online-press