του Γιώργου Καραμπελιά
Στην πρόσφατη κρίση που ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη, μια και δεν έχει ολοκληρωθεί η συνεδρίαση της Κ.Ο. της ΔΗΜΑΡ, μπορούμε να πούμε πως υπάρχουν δύο χαμένοι, ο Σαμαράς και ο Κουβέλης και δύο κερδισμένοι, ο Τσίπρας και ο Βενιζέλος. Και βέβαια, πάντα αδιατάρακτη η ηγεμονία των κατοχικών δυνάμεων μια και η Μέρκελ και ο Σόϊμπλε επαναβεβαίωσαν στη διάρκεια της κρίσης πως η Ελλάδα ανήκει στη δικαιοδοσία τους.
Όπως είχαμε τονίσει, στα πρόσφατα κείμενά μας, ο Σαμαράς και οι εταίροι του, μπρος στα αδιέξοδα ενός προγράμματος καταστροφής και συρρίκνωσης χωρίς τέλος –αποτυχία στη ΔΕΠΑ, τεράστια ελλείμματα, φορολογική απεργία των Ελλήνων– αποφάσισαν, με πρωτοβουλία κατεξοχήν του Σαμαρά, να προκαλέσουν μια κρίση που στόχευε να «τρομοκρατήσει» τους ευρωπαίους εταίρους, για πιθανή ανεξέλεγκτη κρίση στην Ελλάδα και να δώσει στο εσωτερικό ένα μήνυμα πυγμής. Αντίστοιχα, η ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, μπροστά στα αδιέξοδα, προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν για να σώσουν το δικό τους ακροατήριο.
Το γεγονός αυτό, μιας συμπαιγνίας με διαφορετική στόχευση για τον καθένα, σκόνταψε σε μια αδόκητη αντίδραση ενός μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού, αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης. Οι αλαζόνες στρατηγοί του Σαμαρά, πίστεψαν πως η ΕΡΤ αποτελεί έναν εύκολο στόχο, μια και ένα μεγάλο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων και της λαϊκής δεξιάς, θεωρούσε την ΕΡΤ ταυτισμένη με τη διεφθαρμένη μεταπολίτευση. Επιπλέον απευθύνονταν έτσι και σε ένα μέρος του δεξιού ακροατηρίου που κατευθυνόταν προς τη Χρυσή Αυγή. Όμως, η συνέχεια τους εξέπληξε, διότι μια ενέργεια τόσο αντιδημοκρατική και πραξικοπηματική, η οποία μάλιστα πλήττει την ίδια την εθνική μνήμη των Ελλήνων, συνδεδεμένη με την εθνική ραδιοφωνία και τηλεόραση – ακόμα κι αν δεν την παρακολουθούσαν ποτέ – προκάλεσε αντιδράσεις που τους ξεπέρασαν όλους.
Όπως είχαμε τονίσει, στα πρόσφατα κείμενά μας, ο Σαμαράς και οι εταίροι του, μπρος στα αδιέξοδα ενός προγράμματος καταστροφής και συρρίκνωσης χωρίς τέλος –αποτυχία στη ΔΕΠΑ, τεράστια ελλείμματα, φορολογική απεργία των Ελλήνων– αποφάσισαν, με πρωτοβουλία κατεξοχήν του Σαμαρά, να προκαλέσουν μια κρίση που στόχευε να «τρομοκρατήσει» τους ευρωπαίους εταίρους, για πιθανή ανεξέλεγκτη κρίση στην Ελλάδα και να δώσει στο εσωτερικό ένα μήνυμα πυγμής. Αντίστοιχα, η ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, μπροστά στα αδιέξοδα, προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν για να σώσουν το δικό τους ακροατήριο.
Το γεγονός αυτό, μιας συμπαιγνίας με διαφορετική στόχευση για τον καθένα, σκόνταψε σε μια αδόκητη αντίδραση ενός μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού, αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης. Οι αλαζόνες στρατηγοί του Σαμαρά, πίστεψαν πως η ΕΡΤ αποτελεί έναν εύκολο στόχο, μια και ένα μεγάλο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων και της λαϊκής δεξιάς, θεωρούσε την ΕΡΤ ταυτισμένη με τη διεφθαρμένη μεταπολίτευση. Επιπλέον απευθύνονταν έτσι και σε ένα μέρος του δεξιού ακροατηρίου που κατευθυνόταν προς τη Χρυσή Αυγή. Όμως, η συνέχεια τους εξέπληξε, διότι μια ενέργεια τόσο αντιδημοκρατική και πραξικοπηματική, η οποία μάλιστα πλήττει την ίδια την εθνική μνήμη των Ελλήνων, συνδεδεμένη με την εθνική ραδιοφωνία και τηλεόραση – ακόμα κι αν δεν την παρακολουθούσαν ποτέ – προκάλεσε αντιδράσεις που τους ξεπέρασαν όλους.
Μια κρίση «εσωτερικού χώρου», μια opera buffa για το θεαθήναι, μεταβλήθηκε σε μείζονα σύγκρουση. Διότι ο Κουβέλης και ο Βενιζέλος ήταν πολύ δύσκολο να κάνουν πίσω, ιδιαίτερα ο πρώτος, μια και ένας μεγάλος αριθμός των στελεχών του συνδέεται με το συγκεκριμένο χώρο, κι από την άλλη πλευρά, ο Σαμαράς υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση μεγάλης κλίμακας – απ’ τους 30 που πρότεινε να επαναπροσλάβει, έφτασε στους 2.000 ενώ και οι ξένοι τον πίεσαν για μια γενική υποχώρηση. Επιπλέον, υποχρεώθηκε να δεχθεί μεγαλύτερο ρόλο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, και βέβαια, χάνει οριστικά το τόσο χρήσιμο γι’ αυτόν αριστερό δεκανίκι της ΔΗΜΑΡ, κατά τον ίδιο τρόπο που το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου έχασε τον Καρατζαφέρη στην προηγούμενη φάση. Τα πνεύματα οξύνθηκαν και η κρίση ξέφυγε από κάθε έλεγχο.
Η ιδεολογική συνάφεια των στελεχών της ΔΗΜΑΡ με ένα μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, σε ότι αφορά θέματα όπως το μεταναστευτικό, τα εθνικά και η πολυπολιτισμική κατεύθυνση, αναδείχθηκε στο προσκήνιο, σχεδόν στομαχικά, και οδήγησε σε μια αγανακτισμένη «αντιδεξιά αντίδραση», η οποία υποχρέωσε και τον Φώτη Κουβέλη να αναδιπλωθεί σε μια άκαμπτη θέση. Έτσι οδηγούμαστε στο λυκόφως της «ανανεωτικής αριστεράς» ως αυτόνομου πολιτικού υποκειμένου, εξ’ αιτίας της κρίσης των ίδιων των στρωμάτων που τη στήριζαν. Είναι καιρός να καταφύγει και πάλι σε όμορους χώρους και να λειτουργεί σαν αυτό που ήταν πάντοτε, ως το think tank των εκσυγχρονιστών και των εθνομηδενιστών.
Γιατί όμως ο Βενιζέλος εμφανίζεται «κερδισμένος»; Διότι κατόρθωσε να χρησιμοποιήσει την κρίση προς όφελός του, να αναβαθμίσει το ρόλο του στο εσωτερικό της κυβέρνησης, «πουλώντας» στην τελευταία φάση τον Κουβέλη, ο οποίος υπολόγιζε πως, όπως μαζί μπήκαν στην τρικομματική κυβέρνηση, μαζί θα μπορούσαν και να εξέλθουν. Ωστόσο, ο Βενιζέλος γνωρίζει πολύ καλά πως για το ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει άλλη λύση από την παραμονή στην κυβέρνηση, διότι «ο βρεμένος δε φοβάται τη βροχή». Οποιαδήποτε έξοδός του από αυτή, θα σηματοδοτούσε το οριστικό τέλος ενός κόμματος στελεχών, που θα είχε κόψει τον ομφάλιο λώρο με την τελευταία πηγή της δύναμής του, δηλαδή την εξουσία. Κάποτε το ΠΑΣΟΚ, αντλούσε την ισχύ του από δυο πηγές: η μία ήταν η λαϊκή στήριξη και η άλλη η σχέση του με το σύστημα της διαπλοκής, μέσα και έξω από το κράτος. Την πρώτη την έχασε. Άρα επί ποινή θανάτου είναι υποχρεωμένο να διατηρήσει τη δεύτερη. Και «ο παλιός είναι αλλιώς». Όχι μόνο κατόρθωσε να προκαλέσει αρχικώς κρίση στον Σαμαρά, αλλά και να αδειάσει τον Κουβέλη και να εμφανιστεί ως η υπεύθυνη δύναμη στα μάτια των «νταβατζήδων», ντόπιων και ξένων. Είναι χαρακτηριστική η εκτίμηση με την οποία τον αντιμετώπιζε την κρίσιμη νύχτα της Πέμπτης, ο Πρετεντέρης και όλη η παρέα του MEGA. Ο Βενιζέλος ανεδείχθη ο νικητής στην τρικομματική κυβέρνηση και προφανώς αναβάθμισε την εμπιστοσύνη των Γερμανών στο πρόσωπό του.
Ο Τσίπρας είναι επίσης κερδισμένος από την αναπόφευκτη πορεία της ΔΗΜΑΡ προς την αποσύνθεση, διότι ό,τι και να συμβεί, θα κερδίσει και ψήφους και στελέχη και ίσως ίσως, αν η ΔΗΜΑΡ επιβιώσει –πράγμα δύσκολο– και έναν μελλοντικό κυβερνητικό εταίρο. Επι πλέον, η αποχώρηση ενός τμήματος της αριστεράς –έστω και ψευδώνυμης– από την κυβέρνηση, κάνει ευκολότερο το έργο του ως καθολικού ηγέτη του αριστερού στρατοπέδου. Επί πλέον, ενισχύει τις «δεξιές» δυνάμεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις αριστερόστροφες συνιστώσες. Έχοντας αναβαπτισθεί στο λαϊκό αίσθημα με τη στάση του στην ΕΡΤ και έχοντας ταυτόχρονα κερδίσει προς τα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ με τον διεμβολισμό της ΔΗΜΑΡ, μπορεί να εμφανισθεί στο επόμενο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, ως πρωθυπουργός εν αναμονή – και αν στο κόμμα ήταν πιο σοβαροί, ίσως και να το πετύχαινε.
Παράλληλα, και ίσως είναι το σπουδαιότερο, η προσπάθεια του Σαμαρά να «απειλήσει» με «ηρωική έξοδο» τη Γερμανία, το ΔΝΤ και τους Αμερικανούς, μάλλον απέτυχε, διότι –εφόσον δεν βγήκε ισχυρότερος από αυτή τη σύγκρουση και συρρικνώθηκε και το εύρος της κυβέρνησής του–, πέτυχε μάλλον το αντίθετο: δηλαδή να γίνει πιο εξαρτημένος από τους εταίρους του και αυτό έσπευσαν να το υπογραμμίσουν με τη «στήριξή» τους, η Μέρκελ και ο Σόϊμπλε. Αυτοί δεν ήθελαν προφανώς μία κρίση πριν τις γερμανικές εκλογές και γι’ αυτό υπήρχε και μια «χαλαρότητα» σε σχέση με τις δόσεις των δανείων, αλλά δεν ήταν διατεθειμένοι να δώσουν κάτι παραπάνω. Κέρδισαν όμως τον ακόμα μεγαλύτερο έλεγχό τους στα εσωτερικά πράγματα της Ελλάδας και την πλήρη μεταβολή των ελληνικών κυβερνήσεων, σε υποχείριό τους.
Όπως είχαμε τονίσει, μόνο μία λύση υπήρχε για το Σαμαρά και τους εταίρους του, αν ήθελαν να αντιμετωπίσουν πραγματικά τα αδιέξοδα στα οποία βρίσκονται. Η λύση της κινητοποίησης του ελληνικού λαού για να πει ένα φτάνει πια στους Γερμανούς και την τρόικα και η στιγμή ήταν η πλέον κατάλληλη. Η Γερμανία βρίσκεται σε οξεία αντιπαράθεση με τους Αμερικάνους και το ΔΝΤ και ταυτόχρονα είναι σε προεκλογική περίοδο. Ήταν επομένως πιο ευάλωτη από ποτέ άλλοτε, πράγμα που δε θα συμβαίνει μετά τις γερμανικές εκλογές. Ήταν η στιγμή να μπούνε πάνω στο τραπέζι τα περιβόητα «λάθη» του προγράμματος, που στραγγάλισαν την Ελλάδα, το κατοχικό δάνειο, οι πολεμικές αποζημιώσεις. Ποιος όμως θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος κι ο Κουβέλης ή μήπως οι καταχρεωμένοι «νταβατζήδες» των ΜΜΕ; Γι’ αυτό και προτίμησαν να βγάλουν τα μάτια τους μεταξύ τους και να παίξουν ένα γελοίο θέατρο που κατέληξε αντίθετα από ότι φαντάζονταν.
Εντέλει, μέσα από μία ακόμη κρίση βάθυνε περισσότερο το αδιέξοδο του ελληνικού πολιτικού συστήματος και η απελπισία των Ελλήνων, που βρίσκονται με τέτοιες ηγεσίες, με τέτοια ανθρωπάρια, με τέτοιους ανικάνους, με τέτοια ενεργούμενα των ξένων, να βγάλουν πέρα μια από τις δυσκολότερες στιγμές του ελληνισμού. Και όσο δεν συνειδητοποιούμε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι η opera buffa των γελοίων, αλλά το γεγονός ότι αυτή παίζεται πάνω στις τύχες μας, με φόντο τη βαθύτατη παρακμή, στην οποία έχουμε βυθιστεί και την οποία κανείς δεν τολμάει να ονοματίσει.
Αγαπητέ θεατή, Hypocrite lecteur, mon semblable mon frère*, έξοδος.
Η ιδεολογική συνάφεια των στελεχών της ΔΗΜΑΡ με ένα μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, σε ότι αφορά θέματα όπως το μεταναστευτικό, τα εθνικά και η πολυπολιτισμική κατεύθυνση, αναδείχθηκε στο προσκήνιο, σχεδόν στομαχικά, και οδήγησε σε μια αγανακτισμένη «αντιδεξιά αντίδραση», η οποία υποχρέωσε και τον Φώτη Κουβέλη να αναδιπλωθεί σε μια άκαμπτη θέση. Έτσι οδηγούμαστε στο λυκόφως της «ανανεωτικής αριστεράς» ως αυτόνομου πολιτικού υποκειμένου, εξ’ αιτίας της κρίσης των ίδιων των στρωμάτων που τη στήριζαν. Είναι καιρός να καταφύγει και πάλι σε όμορους χώρους και να λειτουργεί σαν αυτό που ήταν πάντοτε, ως το think tank των εκσυγχρονιστών και των εθνομηδενιστών.
Γιατί όμως ο Βενιζέλος εμφανίζεται «κερδισμένος»; Διότι κατόρθωσε να χρησιμοποιήσει την κρίση προς όφελός του, να αναβαθμίσει το ρόλο του στο εσωτερικό της κυβέρνησης, «πουλώντας» στην τελευταία φάση τον Κουβέλη, ο οποίος υπολόγιζε πως, όπως μαζί μπήκαν στην τρικομματική κυβέρνηση, μαζί θα μπορούσαν και να εξέλθουν. Ωστόσο, ο Βενιζέλος γνωρίζει πολύ καλά πως για το ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει άλλη λύση από την παραμονή στην κυβέρνηση, διότι «ο βρεμένος δε φοβάται τη βροχή». Οποιαδήποτε έξοδός του από αυτή, θα σηματοδοτούσε το οριστικό τέλος ενός κόμματος στελεχών, που θα είχε κόψει τον ομφάλιο λώρο με την τελευταία πηγή της δύναμής του, δηλαδή την εξουσία. Κάποτε το ΠΑΣΟΚ, αντλούσε την ισχύ του από δυο πηγές: η μία ήταν η λαϊκή στήριξη και η άλλη η σχέση του με το σύστημα της διαπλοκής, μέσα και έξω από το κράτος. Την πρώτη την έχασε. Άρα επί ποινή θανάτου είναι υποχρεωμένο να διατηρήσει τη δεύτερη. Και «ο παλιός είναι αλλιώς». Όχι μόνο κατόρθωσε να προκαλέσει αρχικώς κρίση στον Σαμαρά, αλλά και να αδειάσει τον Κουβέλη και να εμφανιστεί ως η υπεύθυνη δύναμη στα μάτια των «νταβατζήδων», ντόπιων και ξένων. Είναι χαρακτηριστική η εκτίμηση με την οποία τον αντιμετώπιζε την κρίσιμη νύχτα της Πέμπτης, ο Πρετεντέρης και όλη η παρέα του MEGA. Ο Βενιζέλος ανεδείχθη ο νικητής στην τρικομματική κυβέρνηση και προφανώς αναβάθμισε την εμπιστοσύνη των Γερμανών στο πρόσωπό του.
Ο Τσίπρας είναι επίσης κερδισμένος από την αναπόφευκτη πορεία της ΔΗΜΑΡ προς την αποσύνθεση, διότι ό,τι και να συμβεί, θα κερδίσει και ψήφους και στελέχη και ίσως ίσως, αν η ΔΗΜΑΡ επιβιώσει –πράγμα δύσκολο– και έναν μελλοντικό κυβερνητικό εταίρο. Επι πλέον, η αποχώρηση ενός τμήματος της αριστεράς –έστω και ψευδώνυμης– από την κυβέρνηση, κάνει ευκολότερο το έργο του ως καθολικού ηγέτη του αριστερού στρατοπέδου. Επί πλέον, ενισχύει τις «δεξιές» δυνάμεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις αριστερόστροφες συνιστώσες. Έχοντας αναβαπτισθεί στο λαϊκό αίσθημα με τη στάση του στην ΕΡΤ και έχοντας ταυτόχρονα κερδίσει προς τα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ με τον διεμβολισμό της ΔΗΜΑΡ, μπορεί να εμφανισθεί στο επόμενο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, ως πρωθυπουργός εν αναμονή – και αν στο κόμμα ήταν πιο σοβαροί, ίσως και να το πετύχαινε.
Παράλληλα, και ίσως είναι το σπουδαιότερο, η προσπάθεια του Σαμαρά να «απειλήσει» με «ηρωική έξοδο» τη Γερμανία, το ΔΝΤ και τους Αμερικανούς, μάλλον απέτυχε, διότι –εφόσον δεν βγήκε ισχυρότερος από αυτή τη σύγκρουση και συρρικνώθηκε και το εύρος της κυβέρνησής του–, πέτυχε μάλλον το αντίθετο: δηλαδή να γίνει πιο εξαρτημένος από τους εταίρους του και αυτό έσπευσαν να το υπογραμμίσουν με τη «στήριξή» τους, η Μέρκελ και ο Σόϊμπλε. Αυτοί δεν ήθελαν προφανώς μία κρίση πριν τις γερμανικές εκλογές και γι’ αυτό υπήρχε και μια «χαλαρότητα» σε σχέση με τις δόσεις των δανείων, αλλά δεν ήταν διατεθειμένοι να δώσουν κάτι παραπάνω. Κέρδισαν όμως τον ακόμα μεγαλύτερο έλεγχό τους στα εσωτερικά πράγματα της Ελλάδας και την πλήρη μεταβολή των ελληνικών κυβερνήσεων, σε υποχείριό τους.
Όπως είχαμε τονίσει, μόνο μία λύση υπήρχε για το Σαμαρά και τους εταίρους του, αν ήθελαν να αντιμετωπίσουν πραγματικά τα αδιέξοδα στα οποία βρίσκονται. Η λύση της κινητοποίησης του ελληνικού λαού για να πει ένα φτάνει πια στους Γερμανούς και την τρόικα και η στιγμή ήταν η πλέον κατάλληλη. Η Γερμανία βρίσκεται σε οξεία αντιπαράθεση με τους Αμερικάνους και το ΔΝΤ και ταυτόχρονα είναι σε προεκλογική περίοδο. Ήταν επομένως πιο ευάλωτη από ποτέ άλλοτε, πράγμα που δε θα συμβαίνει μετά τις γερμανικές εκλογές. Ήταν η στιγμή να μπούνε πάνω στο τραπέζι τα περιβόητα «λάθη» του προγράμματος, που στραγγάλισαν την Ελλάδα, το κατοχικό δάνειο, οι πολεμικές αποζημιώσεις. Ποιος όμως θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος κι ο Κουβέλης ή μήπως οι καταχρεωμένοι «νταβατζήδες» των ΜΜΕ; Γι’ αυτό και προτίμησαν να βγάλουν τα μάτια τους μεταξύ τους και να παίξουν ένα γελοίο θέατρο που κατέληξε αντίθετα από ότι φαντάζονταν.
Εντέλει, μέσα από μία ακόμη κρίση βάθυνε περισσότερο το αδιέξοδο του ελληνικού πολιτικού συστήματος και η απελπισία των Ελλήνων, που βρίσκονται με τέτοιες ηγεσίες, με τέτοια ανθρωπάρια, με τέτοιους ανικάνους, με τέτοια ενεργούμενα των ξένων, να βγάλουν πέρα μια από τις δυσκολότερες στιγμές του ελληνισμού. Και όσο δεν συνειδητοποιούμε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι η opera buffa των γελοίων, αλλά το γεγονός ότι αυτή παίζεται πάνω στις τύχες μας, με φόντο τη βαθύτατη παρακμή, στην οποία έχουμε βυθιστεί και την οποία κανείς δεν τολμάει να ονοματίσει.
Αγαπητέ θεατή, Hypocrite lecteur, mon semblable mon frère*, έξοδος.
(*Από στίχο του Σαρλ Μπωντλαίρ, «Υποκριτή αναγνώστη, όμοιε μου, αδελφέ μου»)
21 Ιουνίου 2013