..στα Καλάβρυτα, γράφτηκε με αίμα η συνέχεια της ελληνικής τραγωδίας. Πότε θα αγαπήσουμε το γένος μας και θα μάθουμε από την ιστορία μας;
Πότε;
Επισκευτείτε το μουσείο στα Καλάβρυτα
ένα ποίημα
Κείνοι που πράξαν το κακό – γιατί τους είχε πάρει
τα μάτια η θλίψη – πήγαιναν τρικλίζοντας,
γιατί τους είχε πάρει,
τη θλίψη ο τρόμος, χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο…
Πίσω! και πιαχωρίς φτερά στο μέτωπο.
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια,
χωρίς τέρατα σίδερα και κουτουλιές φωτιάς!
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ΄αμπέλια και τα ηφαίστεια
στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι,
στα βράχια της πατρίδας πάλι και με το μαντολίνο Ζάλογγο!
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
μυρίζοντας τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
τα μάτια η θλίψη – πήγαιναν τρικλίζοντας,
γιατί τους είχε πάρει,
τη θλίψη ο τρόμος, χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο…
Πίσω! και πιαχωρίς φτερά στο μέτωπο.
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια,
χωρίς τέρατα σίδερα και κουτουλιές φωτιάς!
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ΄αμπέλια και τα ηφαίστεια
στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι,
στα βράχια της πατρίδας πάλι και με το μαντολίνο Ζάλογγο!
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
μυρίζοντας τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Kείνοι που επράξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύγνεφο.
Ζωή δεν είχαν πίσω τους, μ’ έλατα και με κρύα νερά,
μ’ αρνί, κρασί και ντουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο,
παπού δεν είχαν από δρυ κι από οργισμένο άνεμο,
στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
με πικραμένα μάτια.
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο – δεν είχαν πίσω τους αυτοί
θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή,
μάνα που νάχει σφάξει με τα χέρια της,
ή μάνα μάνας που με βυζί γυμνό
χορεύοντας νάχει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Ζωή δεν είχαν πίσω τους, μ’ έλατα και με κρύα νερά,
μ’ αρνί, κρασί και ντουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο,
παπού δεν είχαν από δρυ κι από οργισμένο άνεμο,
στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
με πικραμένα μάτια.
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο – δεν είχαν πίσω τους αυτοί
θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή,
μάνα που νάχει σφάξει με τα χέρια της,
ή μάνα μάνας που με βυζί γυμνό
χορεύοντας νάχει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύγνεφο,
μα κείνος που τ’ αντίκρυσε στους δρόμους τ’ ουρανούανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος…
μα κείνος που τ’ αντίκρυσε στους δρόμους τ’ ουρανούανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος…
Οδυσσέας Ελύτης