ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Kαληνυχτίζουνν την Ελλάδα από το ευρώ οι Financial Times

Με τίτλο: «Τι γίνεται όταν μία χώρα υπό διάσωση αποφασίσει τελικά να πει «όχι», το άρθρο των Financial Times «χρεώνει» στην ελληνική πλευρά την πάγια «ξεροκεφαλιά» στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την άρνηση σε νέα μέτρα λιτότητας και χαρακτηρίζει ως μετά βίας αποκρυπτόμενη την οργή των διαπραγματευτών της Τρόικας, επισημαίνοντας ότι οι εν εξελίξει συζητήσεις δε συνιστούν απλά μια αλλαγή κλίμακας (ως προς την ένταση) αλλά μια αλλαγή επί της ουσίας.

Επιφανειακά, γράφουν οι FT, oι διαφωνίες έχουν να κάνουν με τα γνωστά θέματα - δημοσιονομικό κενό, ιδιωτικοποιήσεις, διαρθρωτικές αλλαγές.

Από πολλές πλευρές, η Ελλάδα έχει χάσει την ικανότητα να σοκάρει. Ολο σχεδόν το χρέος της βρίσκεται στα χέρια των επίσημων δανειστών –ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, θεσμών της ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- που σημαίνει ότι ευρύτερα οι χρηματοπιστωτικές αγορές δε δίνουν μεγάλη σημασία.

Οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στην Αθήνα και τους επιθεωρητές του μνημονίου έχουν γίνει τόσο κοινότυπες, που έχουν σταματήσει να καταγράφονται στα περισσότερα επίσημα ραντάρ, ακόμη και στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, όπου οι αξιωματούχοι έχουν συνηθίσει πια τις ιδιοτροπίες στην ελληνική απόδοση.

Ο τωρινός γύρος συνομιλιών, που έχει τραβήξει δύο μήνες, δείχνει να έχει αλλάξει ποιοτικά, όχι ποσοτικά, γράφουν οι FT.

Η πιο εμφανής ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης είναι πολιτική. Αν και επιβίωσε από μια ακόμη πρόταση δυσπιστίας πρόσφατα, η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία συνεχίζει να συρρικνώνεται κι έχει περιοριστεί στις μόλις τέσσερις ψήφους στο κοινοβούλιο, σημειώνει το άρθρο.
«Ο ακροαριστερός ΣΥΡΙΖΑ έχει πειθαναγκάσει πάσης φύσεως πολιτικούς της αριστεράς –συμπεριλαμβανομένων οπαδών του ΠΑΣΟΚ να στραφούν εναντίον του προγράμματος, (...) την ίδια στιγμή που το ΠΑΣΟΚ πνέει τα λοίσθια, ευρισκόμενο πίσω ακόμη και από το νεοναζιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής».
Το άρθρο επισημαίνει ότι μία ακόμη μεγάλη πλην ολιγότερο παρατηρούμενη αλλαγή στο πεδίο των διαπραγματεύσεων είναι η επίτευξη δημοσιονομικού πλεονάσματος.

Κρίνει δε ο συντάκτης του ότι αυτό που ιστορικά έχει παρατηθεί είναι ότι δανειζόμενες χώρες που μπορούν και ανταποκρίνονται στις καθημερινές τους ανάγκες γίνονται όλο και λιγότερο συνεργάσιμες.
Και θεωρεί έτσι ότι τα κίνητρα της Ελλάδας να συνεχίσει να αποπληρώνει την Ε.Ε και την τρόικα ελαχιστοποιούνται εφόσον η κεντρική της τράπεζα μπορεί να στηρίξει τον χρηματοοικονομικό τομέα.

Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει και για την ευρωζώνη καθώς πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι η ένα τείχος προστασίας θα απέτρεπε πιθανή μετάδοση της ελληνικής κρίσης στην υπόλοιπη κοινή νομισματική περιοχή, υποστηρίζει το άρθρο που καταλήγει ως εξής:

«Η επόμενη μεγάλη αποπληρωμή δόσης της Ελλάδας προς την ΕΚΤ είναι προγραμματισμένη για τον Μάιο. Και ως τότε λίγοι λόγοι υπάρχουν να εκταμιευθεί κάποια βοήθεια προς την Αθήνα…

Πάντα υπήρχαν κάποιοι στην τρόικα που πίστευαν ότι μια έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη είναι αναπόφευκτη. Εάν η Αθήνα και οι πιστωτές της δεν καταφέρουν να βρουν περισσότερους λόγους για να συμβιβαστούν, ίσως οι χειρότεροι από τους φόβους αυτούς, βγουν αληθινοί».