Έχω ένα ραδιοφωνάκι κρεμασμένο μόνιμα στην αμυγδαλιά. Σόνυ είναι, παλαιό, παγκοσμίου λήψεως (!), αλλά πιάνει μόνο Δεύτερο Πρόγραμμα. Το ‘χω να κρέμεται εκεί σ’ ένα κλαρί και να το κουνά ο αέρας, με την κεραία του να βλέπει συνήθως κατά τον νοτιά αλλά να στρίβει κιόλας από δω κι από κει ανάλογα με τη δύναμη και τη φορά του ανέμου.
Κάθε πρωί κατεβαίνοντας στο χωράφι, η πρώτη μου κίνηση είναι να πλησιάζω τη μυγαδαλιά και να πατάω το κουμπάκι του σόνυ της.
Παρέα με το Δεύτερο κάνω όλες τις δουλειές στο χωράφι. Ας παίζει τις περισσότερες ώρες δίχως να του δίνω σημασία, ας παίζει μόνο του αφού εγώ δεν ακούω ή δεν προσέχω, ακούει η μυγδαλίτσα και όλα τα φυτά και τα έντομα, τα πουλιά, τα γατιά και ο Μάρτης, ας λένε και βλακείες οι παραγωγοί του καμιά φορά, έρχεται όμως η στιγμή που θα βάλει ένα παλιό τραγούδι, που θα τ’ ακούσεις, θα σε αρπάξει από πολύ μέσα σου, θα σου κοπούνε τα πόδια, θ’ αράξεις στη γη ή στο κάθισμά σου και θα γείρεις το κεφάλι πίσω, θα γεμίσεις τα πνευμόνια σου με τη γλύκα της ζωής και της Τέχνης, της ανθρώπινης σοφίας.
Έτσι ένιωθα προχτές, που άκουγα σε μια εκπομπή τραγούδια μιας περασμένης Ελλάδας, μιας πατρίδας που εξαφανίστηκε παντελώς, μιας εποχής όμορφης και τραχιάς, όχι ισοπεδωμένης όπως σήμερα. Και σκεφτόμουνα πως αυτά τα τραγούδια πλέον δεν έχουν λόγο να ακούγονται. Αυτή η Τέχνη μαρτυρά πως κάποτε υπήρχε μια χώρα με τις ιδιαιτερότητές της, με το τσαγανό της, με το φιλότιμο, την περηφάνεια, την τιμή, το καθαρό της κούτελο, τη φτώχεια, τον πλούτο της τον πραγματικό, την αρχοντιά της από το χωριό μέχρι το άστυ. Μια χώρα με τις γειτονιές της που σφύζανε από ζωή στους δρόμους, μια χώρα ανθρώπων ζωντανών κι όχι ατόμων νεκρωμένων
Αυτά σκεφτόμουνα προχτές, Κυριακή μεσημέρι ήτανε, τρίβοντας ρίγανη αποξηραμένη και ακούγοντας Δεύτερο Πρόγραμμα και μάλιστα ήταν η πρώτη φορά μέσα σ’ αυτά τα τρία χρόνια απουσίας μου από την πόλη, που κάπως την νοστάλγησα. Που έπιασα τον εαυτό μου να ονειρεύεται μια βόλτα απογευματάκι καλοκαιριού στους πεζόδρομους των Εξαρχείων κι ως απάνω στις γειτονιές των Αμπελοκήπων και μια παγωμένη μπύρα στο πάρκο ή στο καφενείο. Νοστάλγησα την πόλη, μιαν άλλη πόλη όμως, μιας άλλης εποχής, αυτής που μου φερε στην ψυχή το Δεύτερο Πρόγραμμα με τις επιλογές του, μιας εποχής που δεν ισχύει πια. Τίποτα δεν ισχύει πια.
Και μείνανε μόνο τα τραγούδια να μας θυμίζουν κάτι που χάθηκε, κάτι που αφήσαμε πίσω οριστικά, κάτι που καταστρέψαμε ολοσχερώς και ανεπίστροφα. Να μας θυμίζουνε τον εαυτό μας πριν τον ξεπεσμό, τότε που ήταν άλλος. Να μας θυμίζουνε την πατρίδα μας, την παιδική ηλικία μας. Κι έμεινε κι ένα ραδιόφωνο να τα μεταδίδει αυτά τραγούδια, που δεν έχουνε πια κανένα λόγο να μεταδίδονται, μιας και μονάχα στις ψυχές των τελευταίων που ξεμείνανε να ονειρεύονται πλούτο και όχι χρήμα, μιλάνε. Τα τραγούδια που δεν τα θέλει πια η εποχή μας, ούτε το μέλλον που σχεδιάζουμε τα χρειάζεται, ίσα ίσα ζημιά του κάνουνε, διότι ίσως μπορεί να βάλουνε κάνα δυο νέους ανθρώπους να ψαχτούνε μήπως και νιώσουνε
Μέσα στην εποχή της ισοπέδωσης και της καπιταλιστικής απανθρωπιάς, δεν μπορούν να ακούγονται αυτά, ούτε να υπάρχει ραδιόφωνο και μάλιστα κρατικό που να τα μεταδίδει, έτσι ακριβώς σκεφτόμουνα καθώς μου είχε έρθει η έκλαμψη πως και μόνο η μετάδοσή τους αποτελεί πράξη αντίστασης και επανάστασης
Σήμερα πήγα στο χωράφι και πάτησα όπως κάθε πρωί το κουμπί του ραδιοφώνου της μυγδαλίτσας αλλά ακούστηκε μονάχα ο ήχος των παρασίτων.
Άντε τώρα να εξηγήσεις στα φυτά, στα πουλιά, στα γατιά και στον Μάρτη, πού πήγανε τα τραγούδια μας…
Πηγή: Πού πήγανε τα τραγούδια μας; του Γιάννη Μακριδάκη - RAMNOUSIA