να λέμε και να κλαίμε για όσα γίναν
και όσα αφήνουμε να μας συμβούν.
Να λέμε για την ζωή που έφυγε μέσα από τα χέρια μας.
Να κλαίμε επειδή δεν είχαμε κουράγιο να σηκωθούμε όρθιοι.
Κι αφήσαμε τη ζωή μας σε βρώμικα χέρια, εμπόρων του θανάτου,
να την θωπεύουν και να την ξεπουλούν...
Βαριές οι αλυσίδες που φοράς.
Και σου μιλώ για εκείνες που σου βάλαν
και δεν τις βλέπουνε τα μάτια και που πλακώνουν την ψυχή.
Εκείνες, που σου σφίγγουν την καρδιά και που σου πνίγουνε το νου.
Εκείνες, που τα λόγια σου μετράνε
και σου ζητάνε να πάψεις σκέφτεσαι, να μην μιλάς.
Ναι, αδελφέ και πατριώτη,
είναι αυτές οι αλυσίδες που πρόθυμα έτρεξες να σου φορέσουν
οι πανούργοι εμπόροι των εθνών
εκείνοι που την ζωή σου κάναν μιά μολυβιά
στα τεφτέρια του δικού τους κέρδους...
Πες μου λοιπόν...
Πόσο αξίζει αυτή η πατρίδα;
Πόσο αξίζει το χώμα που πατάς;
Δεν ξέρεις; Αν όχι, ρώτα...
Ρώτα εκείνους που την ποτίσανε με αίμα,
που την ζωή τους δώσαν
και με χαμόγελο γίνανε αδέλφια με τον θάνατο για τα ιδανικά...
Ρώτα κι εκείνους που ακόμη δεν γεννηθήκαν,
που δεν ρίξαν το βλέμμα στο γαλάζιο τ' ουρανού,
που δεν κολυμπήσανε μέσα στα χρώματα
και δεν ακούσαν τους ψιθύρους των ποταμών αυτή της γης...
Ρώτα αν θέλεις χήρες, ρώτα αν θέλεις ορφανά.
Το αίμα ακόμη και τώρα ρέει,
για να σου δώσει χρόνο να σκεφτείς πόσο αξίζει η λευτεριά.
Κι αν κανένας δεν βρεθεί στο δρόμο σου για να σου απαντήσει,
τότε σκύψε και τώρα την καρδιά...
Ρώτα την τι θωρεί πως είναι πάνω απ' όλα.
Πάνω από εσένα ίσαμε τον Θεό.
Και μην ξαφνιαστείς σαν σου απαντήσει, "της πατρίδας η λευτεριά".
Γιατί, ετούτος ο τόπος είναι ευλογημένος,
γιατί ετούτη η γη βγάνει ήρωες κι αγίους κι άλλους πολλούς
που από παιδιά γίνονται άντρες και στέκονται περήφανοι κι ορθοί
από τη στιγμή εκείνα που ένιωσαν ως το μεδούλι
πως είναι βαρύ κι όμορφο το χρέος
πως είναι βαρύ κι όμορφο το χρέος
και πως ο άντρας είναι που κάνει την γενιά.
Σκέψου λοιπόν, και πες μου κι εμένα.
Πόσα γυρεύεις για ετούτη τη μικρή γωνιά;
Πόσο αξίζει μία χούφτα χώμα;
Πόσο αξίζει μιά γουλιά νερό;
Πες μου, λοιπόν, μην το αργείς...
Πόσο αξίζει να βυθίζεις το βλέμμα μέσ' στο γαλάζιο του νερού και στα πανέμορφα βουνά;
Πόσα γυρεύεις να βάνεις στο πορτοφόλι για να τα δώσεις όλα αυτά...;
Πόσα γυρεύεις να πουλήσεις το ίδιο σου το σπίτι, ακόμη και αυτά τα ίδια σου τα παιδιά;
Πόσα ζητάς για των προγόνων σου τον τάφο;
Πόσα ζητάς για να μείνεις τελικά χωρίς πατρίδα;
Πες μου το για να το πω σε εκείνους
που ήρθαν και σου χτυπούν την πόρτα,
πραματευτάδες του θανάτου και του κακού,
και μην γελιέσαι πια καθόλου,
ήρθανε για να σου τα πάρουν όλα...
Και σαν τίποτες δεν θά 'χεις άλλο να πουλήσεις,
τότε θα σου πάρουν και την άδεια σου ψυχή.
Γιατί σέβας πια δεν θά 'χεις, μήτε στον ίδιο σου το εαυτό.
Κι έτσι, σκυμμένος, χωρίς ψυχή, δίχως κουράγιο,
θα περιμένεις όντας νεκρός, τον θάνατο για να σε γαληνέψει...
Γιατί η ζωή σου θά 'ναι γεμάτη από φρίκη που έφτιαξες για εσένα, εσύ...
Γιατί τίποτε πια δεν θά 'χεις, ούτε μιά πέτρα να σταθείς.
Κι η μοίρα σου, αχ αυτή η μοίρα, θα είναι μαύρη,
όταν θα ξέρεις πως δεν σου έμεινε πια τίποτε πέρα από την ντροπή.
Μα το χειρότερο απ' όλα θά 'ναι όταν θα θυμάσαι
ότι ακόμη κι ο διάολος έχει ένα σπιτικό και μιά πατρίδα, αλλά όχι εσύ...
Εμπρός λοιπόν, πες μου έναν αριθμό.
Οι έμποροι πληρώνουν...
Εσύ ορίζεις την μοίρα σου...
Εσύ θα βάλεις τιμή στην τιμή σου...