Την 100η επέτειο της απελευθέρωσής της από τον τουρκικό ζυγό το 1912 γιορτάζει την Πεμπτη 11 Οκτωβρίου, η πόλη μας. Με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και γλαφυρό ταυτόχρονα τρόπο αναφέρεται στην ιστορική αυτή ημέρα ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, στο βιβλίο του «Μια βορειοελληνική πόλη στην Τουρκοκρατία», παραθέτοντας παράλληλα αποσπάσματα από την ιστορία του Κ. Λιούφη, καθώς και εμπειρίες ανθρώπων της εποχής. Λέει λοιπόν ο Μ. Παπακωνσταντίνου στο βιβλίο του:
«Τώρα θα αφήσω να μιλήσουν για κείνες τις συγκινητικές και ιστορικές ώρες οι άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα και τα διηγήθηκαν ή τα έγραψαν. Νομίζω πως έτσι δίνεται πολύ καλύτερη εικόνα, παρά αν εγώ ο ίδιος τα περιγράψω.
Γράφει λοιπόν ο παλιός δάσκαλος τόσων Κοζανιτόπαιδων, Γρηγόριος Πάμπας, για την 11η Οκτωβρίου: ‘’Για μια στιγμή πετάχτηκα στο σπίτι μου για κάποια δουλειά. Ήταν η ώρα ακριβώς τρεις και μισή. Όταν έφτασα στη γωνία των σπιτιών Μπαντή, αντίκρυσα ένα μεγάλο πλήθος Τούρκων στρατιωτών να τρέχουν σκορπισμένοι, φοβισμένοι και τρομαγμένοι προς βορράν της πόλεως δια της δημοσίας οδού και της παρόδου των λουτρών συναποκομίζοντες ό, τι ήρπασαν από τον εκεί πλησίον φούρνον του Μανώλη Μπαντή, ψωμιά, ψημένα και άψητα, και τοποθετούντες στα σακίδιά των άλλοι ψωμιά και άλλοι ζυμάρια. Σταμάτησα εκεί ως που προσπέρασαν όλοι και τράβηξα τρεχάτος στο σπίτι μου. Μετά πέντε λεφτά επέστρεφον και πάλιν στο γραφείον μου’’. Δούλευε τότε ο Πάμπας στο γραφείο του Παπακωνσταντίνου.
Γράφει λοιπόν ο παλιός δάσκαλος τόσων Κοζανιτόπαιδων, Γρηγόριος Πάμπας, για την 11η Οκτωβρίου: ‘’Για μια στιγμή πετάχτηκα στο σπίτι μου για κάποια δουλειά. Ήταν η ώρα ακριβώς τρεις και μισή. Όταν έφτασα στη γωνία των σπιτιών Μπαντή, αντίκρυσα ένα μεγάλο πλήθος Τούρκων στρατιωτών να τρέχουν σκορπισμένοι, φοβισμένοι και τρομαγμένοι προς βορράν της πόλεως δια της δημοσίας οδού και της παρόδου των λουτρών συναποκομίζοντες ό, τι ήρπασαν από τον εκεί πλησίον φούρνον του Μανώλη Μπαντή, ψωμιά, ψημένα και άψητα, και τοποθετούντες στα σακίδιά των άλλοι ψωμιά και άλλοι ζυμάρια. Σταμάτησα εκεί ως που προσπέρασαν όλοι και τράβηξα τρεχάτος στο σπίτι μου. Μετά πέντε λεφτά επέστρεφον και πάλιν στο γραφείον μου’’. Δούλευε τότε ο Πάμπας στο γραφείο του Παπακωνσταντίνου.
Να τι συνέβαινε εκείνο το πρωί στο γραφείο αυτό, όπως το διηγείται (η διήγηση δημοσιεύτηκε στο ΘΑΡΡΟΣ της Κοζάνης το 1961) ο δάσκαλος: ‘’Ψηλός ψηλός όπως ήταν ο μακαρίτης Κώτσιος Παπακωνσταντίνος, καταφθάνει, διασκελίζοντας τα σκαλοπάτια της κλίμακας ανά τρία, γελαστός και χαρούμενος, στο γραφείο. Χαιρετά και μας λέγει γεμάτος ενθουσιασμό: ‘’Η Πατρίς ζητεί την συμπαράσταση όλων των κατοίκων της πόλεως. Αφήστε τις πέννες και τα καλαμάρια κι εμπρός. Στα σπίτια σας, τα όπλα και στον Άη Νικόλα. Παρόντες στο γραφείο τη στιγμή εκείνη ο Γεώργιος Παπακωνσταντίνου, αδελφός του Κώτσιου, και οι Γραμματικοί, όπως τους έλεγαν τότε, Άνθος Παπαβασιλείου, Γρηγόριος Πάμπας και Παναγιώτης Ρεπανάς’’.(…)
Τι συνέβαινε ακριβώς εκείνη την ημέρα; Μετά τη μάχη του Σαραντάπορου, στις 9 Οκτωβρίου, από την οποία τα κανόνια ακούγονταν καθαρά στην Κοζάνη, οι Τούρκοι υποχώρησαν αφήνοντας ακόμα και βαριά κανόνια στην οχυρή αυτή τοποθεσία κι αποσύρθηκαν –χωρίς να κάψουν ή να ανατινάξουν τη γέφυρα του Αλιάκμονα στα χωριά Τζιτζελέρ και Κιτσελέρ. Η θέση αυτή δεν είναι τόσο οχυρή, όμως βρίσκεται πολύ ψηλότερα από την παράχθια περιοχή του Αλιάκμονα. Αλλά ούτε κι εκεί στάθηκαν.
Το τουρκικό επιτελείο στην Κοζάνη βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση. Ήδη τουρκικά τμήματα περνούσαν πανικόβλητα από
την πόλη μας με κατεύθυνση προς Βορρά και μετέδωσαν τον πανικό στους Τούρκους στρατιώτες, χωροφύλακες και υπαλλήλους που βρίσκονταν στην Κοζάνη. Εξάλλου από την πλευρά των Ελλήνων η «Πολιτική Εταιρεία» και η Μητρόπολη βρισκόταν σε στενή επαφή με τον ελληνικό στρατό, είχε ετοιμάσει και στείλει ήδη στον Αλιάκμονα οδηγούς που ξέρανε τα μονοπάτια από το ποτάμι προς Βορρά, όπως είχε ετοιμάσει ομάδες Κοζανιτών για να κάψουν τα τηλεφωνικά καλώδια.
Το τουρκικό επιτελείο συνεδρίαζε το πρωί και αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη. Από όσα ο Λιούφης γράφει, φαίνεται πως κάποιος αξιωματικός του επιτελείου, ο Ομέρ Μπέης, πρότεινε να βομβαρδιστεί και καταστραφεί η Κοζάνη γι8α να βρει δυσκολίες ο στρατός μας όταν θα έμπαινε στην πόλη. Είχε δυο άλλους επιτελείς σύμφωνους. Τον βομβαρδισμό όμως απέτρεψε ο πάντοτε συνετός και συγκρατημένος Τούρκος Αρχιστράτηγος Ταχσίν πασάς, έχοντας με το μέρος του και τον αλβανικής καταγωγής Μουτίρ Μπέη. Ο Λιούφης λέει πως ο τελευταίος ‘γνωμάτευσε’ ότι ήταν καλοί οι Κοζανίτες. Η άποψη αυτή δε μπορεί να είναι σωστή. Σε έναν πόλεμο πρωτεύοντα ρόλο παίζουν οι ανάγκες και η εκτίμηση των συνεπειών. Ασφαλώς ο Ταχσίν δεν έβλεπε πώς θα κέρδιζε πολλά πράγματα από την καταστροφή της Κοζάνης. Αποφασίστηκε έτσι η εγκατάλειψη της πόλης.
Φυσικά έγινε γνωστή η απόφαση της εγκατάλειψης και η κίνηση των υπαλλήλων και των τούρκων στρατιωτών σκόρπισε ακόμα μεγαλύτερο πανικό στις τάξεις τους. Ο καθένας έφευγε όπως μπορούσε, με κάρα, με άλογα ή με τα πόδια, προς τα Καϊλάρια ή τη Βέροια.
Ο όγκος του στρατού κινήθηκε προς Βέροια. Δυο τάγματα στρατού, κατατρομαγμένα, σε άθλια κατάσταση, πέρασαν από την πόλη χωρίς να σταματήσουν παρά μόνο για ν’ αρπάξουν τρόφιμα, κρέατα ή τα ψωμιά που είδε ο Πάμπας. Αυτά φύγανε άτακτα προς τα Καϊλάρια.
Στο μεταξύ οι Κοζανίτες σπεύσανε στους τούρκικους στρατώνες κι αρπάζαν όπλα κι ό, τι άλλο υπήρχε. Από όλες τις γειτονιές κατέβαινε κόσμος προς την εκκλησία του Αγ. Νικολάου, το κέντρο της πόλης. Κάποιοι αναπέταξαν στο κωδωνοστάσιο τη γαλανόλευκη.
Συνεχίζω τη γραφική διήγηση του Πάμπα: ‘’Μέσα στο πλήθος των αυθορμήτως προσελθόντων πολιτών εξ όλων των συνοικιών εις τον καθορισθέντα τόπον συγκεντρώσεως (στον Άη Νικόλα) διέκρινα έναν γνωστό μου Σκαρκιώτην, τον Τσιουβά. Μικρόσωμον και ανήλικον μόλις δεκαπέντε των. Η παρουσία του με το όπλο μ’ έκανε εντύπωση. Και απευθυνόμενος προς αυτόν του λέγω: ‘Θα είμαστε σ’ όλο το δρόμο μαζί και θα περάσομε καλά. Είναι κι άλλοι απ’ την παρέα μου που άφησαν στο μπάγκο τα παπούτσια, τα σφυριά τα σουγλιά. (…) Μαζί λοιπόν αγαπητέ Τσιουβά.
Και στα μέρη που που θα πάμε θα ιδούμε όλη την Ελλάδα. Γιατί όπως ακούω να λένε, θα συνοδέψομε τους Τούρκους ομήρους ως την Αθήνα. Και δώς του ο Τσιουβάς να ανοιγοκλείη από τη χαρά του το κινητόν ουραίον του όπλου του, του οποίου το στόχαστρον, όπως είχε με σκοινί κρεμασμένο το όπλο στον ώμο, έφθανε ως τα κότσια του’. Εν τω μεταξύ παρακολουθούσαμε την προσέλευσι των οπλισμένων συμπολιτών μας, οι οποίοι κατέφθανον κατά ομάδας από όλας τας συνοικίας γελαστοί και χαρούμενοι’’.
Αυτά γίνονταν το απόγευμα γύρω στις 3 ως τις 4. Αυτή την ώρα εμφανίζεται ο πρώτος Έλληνας ιππέας, «πρόσκοπος ανιχνευτής», λέει ο Λιούφης, από το Νότο, την πλευρά του Τζιτζελέρ (Πετρανών) και «δέχεται τους ασπασμούς και τας περιπτύξεις των αλλοφρονούντων εκ συγκινήσεως και χαράς πολιτών. Η πόλις ακαριαίως αν μέσω κωδωνοκρουσιών, συνεχών πυροβολισμών και ακράτου ενθουσιασμού καταπλημμυρεί την προς τα Σέρβια αμαξωτήν οδόν, εξ ης κατά πρώτον τμήμα προσκόπων ιππέων υπό τον ανθυπίλαρχον Στάικον, είτα δε και η ημιταξιαρχία του ιππικού του Σούτσου υπό τον Πιεράκον Μαυρομιχάλην, Παπαφλέσσαν, Πηχεώνα, Παπάν κ.λ.π. εισελαύνει εν υπερηφάνω και χαρμοσύνω ελαφρώ καλπασμώ». Αυτά γράφει ο Λιούφης, μάρτυρας κι αυτός προσωπικός σ’ αυτή την ιστορικήν στιγμή.
Και συνεχίζω με τον Πάμπα παράλληλα:
‘’Μετά μίαν ώρα ακριβώς από της εγκαταλείψεως της πόλεως υπό των Τούρκων εισήρχετο εις αυτήν η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ απεικονιζομένη εις τον Νικητήν, Ελευθερωτήν και θριαμβευτήν ελληνικόν στρατόν. Η δουλεία των 459 ετών υπεχώρει. Ξεψυχούσε. Διελύετο. Εξηφανίζετο σαν καπνός…’’
Τι συνέβαινε ακριβώς εκείνη την ημέρα; Μετά τη μάχη του Σαραντάπορου, στις 9 Οκτωβρίου, από την οποία τα κανόνια ακούγονταν καθαρά στην Κοζάνη, οι Τούρκοι υποχώρησαν αφήνοντας ακόμα και βαριά κανόνια στην οχυρή αυτή τοποθεσία κι αποσύρθηκαν –χωρίς να κάψουν ή να ανατινάξουν τη γέφυρα του Αλιάκμονα στα χωριά Τζιτζελέρ και Κιτσελέρ. Η θέση αυτή δεν είναι τόσο οχυρή, όμως βρίσκεται πολύ ψηλότερα από την παράχθια περιοχή του Αλιάκμονα. Αλλά ούτε κι εκεί στάθηκαν.
Το τουρκικό επιτελείο στην Κοζάνη βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση. Ήδη τουρκικά τμήματα περνούσαν πανικόβλητα από
την πόλη μας με κατεύθυνση προς Βορρά και μετέδωσαν τον πανικό στους Τούρκους στρατιώτες, χωροφύλακες και υπαλλήλους που βρίσκονταν στην Κοζάνη. Εξάλλου από την πλευρά των Ελλήνων η «Πολιτική Εταιρεία» και η Μητρόπολη βρισκόταν σε στενή επαφή με τον ελληνικό στρατό, είχε ετοιμάσει και στείλει ήδη στον Αλιάκμονα οδηγούς που ξέρανε τα μονοπάτια από το ποτάμι προς Βορρά, όπως είχε ετοιμάσει ομάδες Κοζανιτών για να κάψουν τα τηλεφωνικά καλώδια.
Το τουρκικό επιτελείο συνεδρίαζε το πρωί και αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη. Από όσα ο Λιούφης γράφει, φαίνεται πως κάποιος αξιωματικός του επιτελείου, ο Ομέρ Μπέης, πρότεινε να βομβαρδιστεί και καταστραφεί η Κοζάνη γι8α να βρει δυσκολίες ο στρατός μας όταν θα έμπαινε στην πόλη. Είχε δυο άλλους επιτελείς σύμφωνους. Τον βομβαρδισμό όμως απέτρεψε ο πάντοτε συνετός και συγκρατημένος Τούρκος Αρχιστράτηγος Ταχσίν πασάς, έχοντας με το μέρος του και τον αλβανικής καταγωγής Μουτίρ Μπέη. Ο Λιούφης λέει πως ο τελευταίος ‘γνωμάτευσε’ ότι ήταν καλοί οι Κοζανίτες. Η άποψη αυτή δε μπορεί να είναι σωστή. Σε έναν πόλεμο πρωτεύοντα ρόλο παίζουν οι ανάγκες και η εκτίμηση των συνεπειών. Ασφαλώς ο Ταχσίν δεν έβλεπε πώς θα κέρδιζε πολλά πράγματα από την καταστροφή της Κοζάνης. Αποφασίστηκε έτσι η εγκατάλειψη της πόλης.
Φυσικά έγινε γνωστή η απόφαση της εγκατάλειψης και η κίνηση των υπαλλήλων και των τούρκων στρατιωτών σκόρπισε ακόμα μεγαλύτερο πανικό στις τάξεις τους. Ο καθένας έφευγε όπως μπορούσε, με κάρα, με άλογα ή με τα πόδια, προς τα Καϊλάρια ή τη Βέροια.
Ο όγκος του στρατού κινήθηκε προς Βέροια. Δυο τάγματα στρατού, κατατρομαγμένα, σε άθλια κατάσταση, πέρασαν από την πόλη χωρίς να σταματήσουν παρά μόνο για ν’ αρπάξουν τρόφιμα, κρέατα ή τα ψωμιά που είδε ο Πάμπας. Αυτά φύγανε άτακτα προς τα Καϊλάρια.
Στο μεταξύ οι Κοζανίτες σπεύσανε στους τούρκικους στρατώνες κι αρπάζαν όπλα κι ό, τι άλλο υπήρχε. Από όλες τις γειτονιές κατέβαινε κόσμος προς την εκκλησία του Αγ. Νικολάου, το κέντρο της πόλης. Κάποιοι αναπέταξαν στο κωδωνοστάσιο τη γαλανόλευκη.
Συνεχίζω τη γραφική διήγηση του Πάμπα: ‘’Μέσα στο πλήθος των αυθορμήτως προσελθόντων πολιτών εξ όλων των συνοικιών εις τον καθορισθέντα τόπον συγκεντρώσεως (στον Άη Νικόλα) διέκρινα έναν γνωστό μου Σκαρκιώτην, τον Τσιουβά. Μικρόσωμον και ανήλικον μόλις δεκαπέντε των. Η παρουσία του με το όπλο μ’ έκανε εντύπωση. Και απευθυνόμενος προς αυτόν του λέγω: ‘Θα είμαστε σ’ όλο το δρόμο μαζί και θα περάσομε καλά. Είναι κι άλλοι απ’ την παρέα μου που άφησαν στο μπάγκο τα παπούτσια, τα σφυριά τα σουγλιά. (…) Μαζί λοιπόν αγαπητέ Τσιουβά.
Και στα μέρη που που θα πάμε θα ιδούμε όλη την Ελλάδα. Γιατί όπως ακούω να λένε, θα συνοδέψομε τους Τούρκους ομήρους ως την Αθήνα. Και δώς του ο Τσιουβάς να ανοιγοκλείη από τη χαρά του το κινητόν ουραίον του όπλου του, του οποίου το στόχαστρον, όπως είχε με σκοινί κρεμασμένο το όπλο στον ώμο, έφθανε ως τα κότσια του’. Εν τω μεταξύ παρακολουθούσαμε την προσέλευσι των οπλισμένων συμπολιτών μας, οι οποίοι κατέφθανον κατά ομάδας από όλας τας συνοικίας γελαστοί και χαρούμενοι’’.
Αυτά γίνονταν το απόγευμα γύρω στις 3 ως τις 4. Αυτή την ώρα εμφανίζεται ο πρώτος Έλληνας ιππέας, «πρόσκοπος ανιχνευτής», λέει ο Λιούφης, από το Νότο, την πλευρά του Τζιτζελέρ (Πετρανών) και «δέχεται τους ασπασμούς και τας περιπτύξεις των αλλοφρονούντων εκ συγκινήσεως και χαράς πολιτών. Η πόλις ακαριαίως αν μέσω κωδωνοκρουσιών, συνεχών πυροβολισμών και ακράτου ενθουσιασμού καταπλημμυρεί την προς τα Σέρβια αμαξωτήν οδόν, εξ ης κατά πρώτον τμήμα προσκόπων ιππέων υπό τον ανθυπίλαρχον Στάικον, είτα δε και η ημιταξιαρχία του ιππικού του Σούτσου υπό τον Πιεράκον Μαυρομιχάλην, Παπαφλέσσαν, Πηχεώνα, Παπάν κ.λ.π. εισελαύνει εν υπερηφάνω και χαρμοσύνω ελαφρώ καλπασμώ». Αυτά γράφει ο Λιούφης, μάρτυρας κι αυτός προσωπικός σ’ αυτή την ιστορικήν στιγμή.
Και συνεχίζω με τον Πάμπα παράλληλα:
‘’Μετά μίαν ώρα ακριβώς από της εγκαταλείψεως της πόλεως υπό των Τούρκων εισήρχετο εις αυτήν η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ απεικονιζομένη εις τον Νικητήν, Ελευθερωτήν και θριαμβευτήν ελληνικόν στρατόν. Η δουλεία των 459 ετών υπεχώρει. Ξεψυχούσε. Διελύετο. Εξηφανίζετο σαν καπνός…’’
Επιμέλεια: Δήμητρα Καραγιάννη(Πηγή: Θάρρος)
http://www.kozan.gr/?p=42449
http://www.kozan.gr/?p=42449