Με αφορμή το κείμενο του Ριζοσπάστη[1]
και πριν εισέλθουμε στο κυρίως θέμα χρειάζονται ορισμένες διευκρινήσεις:
συμφωνούμε πως η Ιστορία έχει μία μόνον αλήθεια, για την ακρίβεια οικοδομείται
από ένα σύνολο μικρών, ορθότερα τοπικών, αληθειών, που συνθέτουν τον καμβά τις
μίας μεγαλύτερης, αλλά διαφωνούμε πως την Ιστορία τη γράφουν οι λαοί, αν στην
απρόσωπη έννοια «λαοί» δεν συμπεριληφθεί ένα μέρος τους, ευάριθμο έστω, η ελίτ,
απλούστερα οι πολιτικοί, διοικητικοί κλπ εκπρόσωποι των λαών, αιρετοί και μη,
σοβαροί ή γελοίοι.
Δεν συμφωνούμε επίσης πως ρόλος της Ιστορίας είναι να
προσφέρει την αρωγή της στο μαθητή ώστε να διαμορφώσει αντίληψη για το τι είναι
«πολιτικά «καλό και κακό»». Ο πολιτικός εγγραμματισμός του μαθητή σχετίζεται
περισσότερο με την Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή, η οποία διδάσκεται στην ΣΤ΄
τάξη του Δημοτικού. Η Ιστορία είναι ή πρέπει να είναι επιστήμη ανεξάρτητη από
τις πολιτικές ορθότητες που συνήθως αλλάζουν με σταθερή περιοδικότητα, όταν δεν
προβάλλονται ξαφνικά για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε ακόλουθες αντίθετες,
οι οποίες με τη σειρά τους αποδεικνύονται εφήμερες.
Ιστορία είναι λοιπόν η επιστήμη που ασχολείται
όχι με την πολιτική, αλλά με την ερμηνευτική αφήγηση της εξέλιξης του ανθρώπου,[2]
διάστικτη από ομοιότητες και διαφορές. Σκοπός της η κατανόηση κι ο εξ αυτής
δημιουργούμενος προβληματισμός.
Φυσικά το περιεχόμενο και η διδαχή ενός βιβλίου Ιστορίας
είναι δύο πράγματα διαφορετικά: τα γεγονότα μπορεί να περιγράφονται όντως αντικειμενικά
και να μην επιδέχονται ουδεμία αμφισβήτηση, ενώ η διδαχή τους είναι απολύτως
υποκειμενική, αφού εξαρτάται από την κοσμοθεωρία, τη γενική παιδεία, τις
εμπειρίες, την τόλμη, τη φαντασία εκάστου δασκάλου.
Το τι θεωρείται άξιο αποτύπωσης σε ένα σχολικό βιβλίο
Ιστορίας, γενικώς τι θεωρείται ιστορικό γεγονός και τι όχι, αφήνεται στην κρίση
του ιστορικού. Πρόκειται για μία σκληρή κι επίπονη εργασία μέσα σε έναν ωκεανό μαρτυριών,
ερωτημάτων, προκαταλήψεων, αλλά άκρως ευχάριστη συνάμα, ιδιαίτερα όταν η πλεύση
εγγίζει το τελευταίο της στάδιο, τη σύνθεση των μερών σε ένα όλο. Αν η σύνθεση
εναρμονίζεται με την «κυρίαρχη ιδεολογία» όπως ισχυρίζεται ο Ριζοσπάστης είναι
απίθανο να πιστοποιηθεί, καθώς η κυρίαρχη ιδεολογία του παρόντος συντίθεται στη
χώρα μας όχι από μία αλλά από τρεις, (θεωρητικά) διάφορες μεταξύ τους,
υποστάσεις.
Ο Ιωάννης Μεταξάς κι ο
πόλεμος 1940 -41
Αν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, τα οποία δεν περιορίζονται
μόνο στα φασιστικά και τα ναζιστικά, γεννιούνται από τα σπλάχνα της «αστικής
δημοκρατίας», είναι ζήτημα περισσότερο εξάσκησης θεωρητικών προβληματισμών παρά
αναζήτησης της αλήθειας στη βάση. Η αναφορά του βιβλίου της ΣΤ΄ στη σ. 201 κι
όχι 200, για τον Ιωάννη Μεταξά είναι σαφέστατα ισόρροπη: διώκτης πολιτικών
αντιπάλων από τη μια, εξαίρετος στρατιωτικός από την άλλη, γι αυτό και είχε
προσανατολιστεί στη δύναμη που ήλεγχε τη θάλασσα, τη Βρετανία, επιλογή που τον
δικαίωσε ακόμη μία φορά μέσα στον φαινομενικά ανεξήγητο απόηχο της συνθήκης μη
επίθεσης Γερμανών και Σοβιετικών το 1939.
Στην Ιστορία της ΣΤ΄ δεν αναφέρεται το γράμμα του
φυλακισμένου αρχηγού του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη ως συμβολή στον πόλεμο εναντίον
των Ιταλών το 1940, διότι εκτός των όσων ειπώθηκαν παραπάνω ο ίδιος έστειλε
λίγο αργότερα άλλα δύο γράμματα,[3]
τα οποία αναιρούσαν το πρώτο ομιλώντας συν τοις άλλοις για «ελληνοϊταλική
ειρήνη …με τη μεσολάβηση της ΕΣΣΔ». Σε περίπτωση που αναφέρονταν και τα τρία
γράμματα του Ζαχαριάδη, τότε χρειαζόταν ένα ολόκληρο ειδικό κεφάλαιο αφιερωμένο
σε αυτά, και τουλάχιστον άλλο ένα όπου θα λάβαινε μέρος απόπειρα εξόδου από τις
δαιδαλώδεις ατραπούς της ερμηνείας των!
Ακατανόητη φαίνεται από την οπτική της στρατιωτικής ιστορίας
τουλάχιστον η ερμηνεία του Ριζοσπάστη ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν υπέκυψε το
1941 λόγω της υπεροπλίας των Γερμανών, αλλά από προδοσίες Ελλήνων στρατιωτικών!
Ομιλούμε για τη γερμανική πολεμική μηχανή που είχε θρυμματίσει σε ταχύτατο
χρονικό διάστημα την κεντρική Ευρώπη, με άριστη επιμελητεία, εξοπλισμό και
σχέδια μάχης! Μια μηχανή που απασχόλησε για χρόνια τις Μεγάλες Δυνάμεις της
εποχής, την οποία προς τιμήν των Ελλήνων κανείς τους δε προήθηκε να την
αντιμετωπίσει, παρόλο που η χώρα μας πολεμούσε δύο εχθρούς σε δύο διαφορετικά
μέτωπα.
Η δεκαετία του 1940
Φαίνεται ότι τα κεφάλαια και οι τίτλοι του βιβλίου Ιστορίας
της ΣΤ είχαν καθοριστεί μάλλον από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, άλλως οι
συγγραφείς θα αφιέρωναν περισσότερες σελίδες στην Αντίσταση και τον Εμφύλιο
Πόλεμο, ο οποίος για την ακρίβεια υποδιαιρείται σε δύο μέρη, στον κατοχικό και
στον κυρίως Εμφύλιο Πόλεμο. Αν ο διαχωρισμός αυτός δεν ληφθεί υπόψη, δύσκολα η
ερμηνεία της περιόδου γίνεται σφαιρικά αντιληπτή.
Ο ρόλος των Βρετανών στην Αντίσταση ήταν καθοριστικός. Είχαν
τη διάθεση να ενισχύσουν ηθικά και χρηματικά κάθε προσπάθεια καθήλωσης των
κατακτητών Βουλγάρων, Ιταλών και Γερμανών, κι ο ποιο απλός λόγος ήταν η
εξοικονόμηση βρετανικού αίματος στα υπόλοιπα πεδία των μαχών. Δεν ενδιαφέρονταν
λοιπόν για την τρέχουσα ιδεολογία του κρυφού αγωνιστή ή του φανερού αντάρτη. Γι
αυτό κατά τη μαρτυρία του αρχηγού της ΣΣΑ στην Ελλάδα Κρίστοφερ Γούντχαουζ οι
Βρετανοί έριξαν στην Ελλάδα από το 1941 ως το 1944 2.460.097 λίρες εκ των
οποίων οι αντάρτες έλαβαν περισσότερες από το 90%, ενώ 6% έλαβαν οι μυστικές
ομάδες.[4]
Εννοείται βέβαια ότι ποτέ οι σύμμαχοι δεν έστρεψαν τα νώτα τους στο πολιτικό
μέλλον της χώρας.
Η πρόσληψη της «ελευθερίας» ήταν διαφορετική από την
κοινωνία ομάδες στις τρεις περιόδους της δεκαετίας του 1940. Έως το 1944 για
άλλους αντανακλούσε την αποχώρηση μόνο των Γερμανών και την επαναφορά στην
προηγούμενη ζωή, ενώ για τοςυ υπόλοιπους εμπεριείχε και την αλλαγή του
πολιτικού συστήματος. Σε διαφορές αυτής της λογής όπως και καθημερινού τύπου
τριβές (για το ψωμί και την τοπική εξουσία) ανάμεσα στις ελληνικές αντιστασιακές
οργανώσεις εστιάζονται τα αίτια του σκληρού κατοχικού εμφυλίου, κατά το δεύτερο
έτος του οποίου, το 1944, ένοπλοι χωρικοί επί το πλείστον της Μακεδονίας κάτω
από τη δαμόκλειο σπάθη των γερμανικών αντιποίνων απέκρουαν την προσέγγιση των ανταρτών
του ΕΛΑΣ.
Στην αναζητούμενη φιλελευθεροποίηση του συστήματος
περιλαμβανόταν τότε και η «ισοτιμία» των μειονοτήτων, ιδιαίτερα των δίγλωσσων
σλαβόφωνων θυλάκων της Μακεδονίας. Την τάση αυτή προσπάθησε το ΕΑΜ να εφαρμόσει
στα τέλη του 1944, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, διότι εμφιλοχώρησαν διαφωνίες
μέσα στους κόλπους του, οι περισσότερες στο στρατιωτικό του σκέλος, τον ΕΛΑΣ,
αλλά κι επειδή οι ίδιοι οι σλαβόφωνοι, άνθρωποι δεμένοι με τη γη, ποτέ δεν θεώρησαν τους εαυτούς τους διαφορετικούς από
τους υπόλοιπους Έλληνες.
Το επόμενο έτος 1945, όταν άρχισαν οι αντεκδικήσεις εξαιτίας
της βίας που είχε ασκηθεί κατά τη διάρκεια του κατοχικού Εμφυλίου, ως ελευθερία
θεωρούσαν οι, πάλι ελάχιστοι, εκδικητές του ΝΟΦ στα ΒΔ σύνορα της χώρας την
αυτοδιάθεση, την αυτονομία ή και την ανεξαρτησία της περιοχής από τον εθνικό
κορμό. Τέσσερα χρόνια αργότερα η
πολιτική ηγεσία του ΔΣΕ πιεσμένη από τον Ελληνικό Στρατό, τον οποίο αφειδώς υποστήριζαν
οι Αμερικανοί, χωρίς μάχιμες εφεδρείες και με κλειστό το καταφύγιο της
Γιουγκοσλαβίας ανακοίνωσε την «πλήρη εθνική αποκατάσταση» του «μακεδόνικου
λαού».[5]
Κλείνουμε με μία λεπτομέρεια: ο υπερτονισμός της ρίψης των
βομβών ναπάλμ εναντίον των ανταρτών, εικόνα κινηματογραφική, θα ήταν πρόσφορο
πρώτα να τεκμηριωθεί. Οι αντάρτες του ΔΣΕ δεν καταβλήθηκαν από τις ευάριθμες
ναπάλμ, αλλά από απλούς στρατιώτες του Ελληνικού Στρατού, έπειτα από σκληρές μάχες
Ελλήνων εναντίον Ελλήνων δυστυχώς.
[2] Renuard Yves, «πληροφόρηση και
μετάδοση των ειδήσεων», Ιστορία και
μέθοδοί της, τ. A΄, 3η έκδοση,
ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989, σσ. 141 -204, σ. 141