Του Δημήτρη Α.Γιαννακόπουλου *
Νέο ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας απέκτησε η κυβέρνηση (το πρωθυπουργικό περιβάλλον για την ακρίβεια) με την κυβέρνηση της Γερμανίας. Ο νέος αυτός δίαυλος διαμήνυσε στην καγκελαρία, ότι αν δεν στηριχθεί εμπράκτως η ελληνική κυβέρνηση το επόμενο κρίσιμο τρίμηνο, θα καταφύγει σε νέες εκλογές, με σοβαρό ενδεχόμενο να κυριαρχήσουν «ακραίες ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις» - η διατύπωση είναι δική τους.
Η καλά ενημερωμένη γερμανική «πηγή» μού είπε ότι για δεύτερη φορά μετά την χρεοκοπία ελληνική κυβέρνηση θέτει ζήτημα άμεσης κατάρρευσης, αν δεν υπάρξει στήριξη. Σε μια τέτοια περίπτωση «καλό για όλους είναι να μην βρίσκονται φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στη κυβέρνηση» (και πάλι δική τους η διατύπωση).
Δηλαδή, η ελληνική κυβέρνηση φέρεται να διασφαλίζει την εφαρμογή των μέτρων που εισηγείται η τρόικα και πρώτα την νομοθετική τους ισχύ δια συνοπτικής κοινοβουλευτικής διαδικασίας, στο βαθμό που υπάρξει μικρή αναδιάρθρωση του χρεοστασίου και του μνημονίου, ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες εξυπηρέτησης των εξωτερικών και αναγκαίων εσωτερικών πληρωμών το αμέσως επόμενο διάστημα και μέχρι το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους. Από εκεί και έπειτα…βλέποντας και κάνοντας.
Τον Νοέμβριο, λοιπόν, εάν η γερμανική κυβέρνηση έρθει με νέα έστω και συγκυριακή πρωτοβουλία και «ενθαρρύνει την προσπάθεια του κ. Σαμαρά», δεν έχει να φοβάται τίποτε από την Ελλάδα. «Δεν υπάρχει κανείς κίνδυνος πολιτικής αποσταθεροποίησης στο εσωτερικό», διαβεβαιώνει ο «δίαυλος», «όλα βρίσκονται υπό έλεγχο», αρκεί να μην υπάρξει «εγκατάλειψη» από τους εταίρους ή έστω έντονη αμφισβήτηση των ικανοτήτων της Συγκυβέρνησης στην εφαρμογή του προγράμματος της τρόικας από γερμανικής πλευράς. Διασφαλίζουμε την αδιατάραχτη εμπέδωση του προγράμματος στο εσωτερικό, στον βαθμό που εξασφαλίσετε ότι δεν θα αναγκαστούμε να προβούμε σε ευρεία και τυπική στάση πληρωμών, εμφανίζεται να υποστηρίζει ο κ. Σαμαράς, όπως ακριβώς ο κ. Παπανδρέου κατά την προσέγγιση για την συνομολόγηση του δεύτερου μνημονίου, που (δήθεν) διαπραγματεύτηκε και πέρασε η κυβέρνηση Παπαδήμου μαζί με την αναδιάρθρωση μέρους του δημοσίου χρέους.
Τα πράγματα πλέον είναι σαφή. Η Συγκυβερνώντες υπόσχονται πολιτική σταθερότητα (ότι δεν θα πέσει η Κυβέρνηση) όσο υπάρχει ενεργός στήριξη από γερμανικής πλευράς. Αν υπάρξει αποστασιοποίηση ή έστω εντύπωση έλλειψης διάθεσης υποστήριξης πάση θυσία από γερμανικής πλευράς, η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προσφύγει εκ νέου στην λαϊκή ετυμηγορία με την ευθύνη να μεταφέρεται όχι μόνον στην αριστερά (κοινωνικές αντιδράσεις), αλλά αντικειμενικά και στην γερμανική πλευρά. Παραμονή στο ευρώ πάση θυσία, σημαίνει κυβερνητική σταθερότητα πάση θυσία και το τελευταίο συνεπάγεται γερμανική πολιτική και οικονομική ασφαλώς υποστήριξη παση θυσία, είναι το μήνυμα του κυβερνητικού «διαύλου» προς τον κυβερνώντα στην Γερμανία κεντροδεξιό συνασπισμό. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και η λεγόμενη «επιμήκυνση», η οποία σημαίνει διεύρυνση και επέκταση του μνημονίου και του Ευρωχρεοστασίου της Ελλάδας με δύο κριτήρια: (1) η εσωτερική υποτίμηση, η ρευστοποίηση του ενεργητικού του δημοσίου και οι θεσμικές αλλαγές να ωριμάσουν σε διαδοχικά στάδια και δίχως ανυπόφορη πίεση από την τρόικα και (2) να μην υπάρξει νέα άμεση επιβάρυνση των προϋπολογισμών της ευρωζώνης από αυτήν την επέκταση-διεύρυνση.
Από γερμανικής πλευράς δεν θεωρείται πιθανόν να μπορούν αυτοί οι στόχοι να συνδυαστούν και να εναρμονιστούν. Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία ότι η ελληνική οικονομία είναι ημιθανής και δεν σώζεται με την συνταγή του ΔΝΤ. Παρόλα αυτά δεν έχουν καμία άλλη δυνατότητα παρά να στηρίξουν προς το παρόν με την ίδια μεθοδολογία την παρούσα κυβέρνηση στην Ελλάδα, καθώς η πτώση της έχει πλέον συνδεθεί είτε με έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, είτε με στήριξη της χώρας μας υπό άλλους όρους (με νέα γενική/πανευρωπαϊκή μεθοδολογία, δηλαδή). Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα θα σήμαινε ήττα της γερμανικής κυβέρνησης και πολιτική κρίση στην Γερμανία, όπως και σοβαρή αναστάτωση, αν και όχι μείζονα απορρύθμιση, στο χρηματοπιστωτικό καθεστώς.
Ο «δίαυλος» της Ελληνικής κυβέρνησης μεταφέρει με άλλα λόγια στην γερμανική πλευρά μάλλον αυτονόητα πράγματα, αλλά και μόνον ότι τα αρθρώνει σημαίνει ότι επιζητεί στήριξη, ενθαρρύνοντας με τη σειρά του τους Γερμανούς, ότι υπάρχει απόλυτη κατανόηση στο επίπεδο του κοινού συμφέροντος μεταξύ γερμανικής και ελληνικής κυβέρνησης και ότι από ελληνικής πλευράς δεν θα υπάρξει καμία «παρασπονδία», ούτε ασφαλώς πρωτοβουλίες α λα Παπανδρέου. Τίποτε δεν θα γίνεται, ούτε θα λέγεται πλέον δίχως συντονισμό μέσω κυρίως αυτού του νέου «διαύλου» που στήθηκε. (Προφανώς γνωρίζουμε τα ονόματα των κεντρικών προσώπων, τα οποία συγκροτούν τον δίαυλο – μην φανταστείτε ότι είναι οπωσδήποτε «νεοδημοκράτες», οι δύο από τους τρεις είναι τυπικώς «υπεράνω» κομμάτων, αλλά διαρκώς μέσα στην διοίκηση - ωστόσο δεν πρόκειται να τα γνωστοποιήσουμε. Δεν θα είχε καμία πολιτική σημασία και… μικροπολιτική δημοσιογραφία ή άλλη δεν κάνουμε)!
Σημασία έχει πως ο κ. Σαμαράς συνδέει με σαφήνεια την πάση θυσία παραμονή του στην πρωθυπουργία με το «πάση θυσία στο ευρώ» και ξεκαθαρίζει ότι δεν θα είναι αυτός που θα προβεί σε στάση πληρωμών. Δηλώνει δηλαδή ότι να δεν στηριχθεί κατ’ ανάλογο τρόπο με τον κ. Παπανδρέου, θα αποχωρήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και αυτός, προτού βρεθεί στη δύσκολη θέση. Δεν σκοπεύει, δηλαδή, ο άνθρωπος να αποτελέσει θύμα από πυροδότηση της βόμβας που κληρονόμησε. Αν μας εγκαταλείψουν οι Γερμανοί, τότε ας λουστούν τον Τσίπρα. Σε αυτόν θα σκάσει η βόμβα και όχι στα χέρια μου, μοιάζει να είναι η τοποθέτηση του κ. Σαμαρά και από ότι διαπιστώνω αυτό το κατανοούν απολύτως και στο Βερολίνο και στο Μόναχο.
Ο κ. Σαμαράς βρίσκεται έτσι σε ισχυρή επικοινωνιακή θέση, ενώ πολιτικά είναι αδύναμος. Σε περίπτωση τρικλοποδιών από τις δύο άλλες κυβερνητικές συνιστώσες, θα δηλώσει αδυναμία εφαρμογής του προγράμματος εξαιτίας μικροκομματικών σκοπιμοτήτων της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ ή/και της ΔΗΜΑΡ και θα «αποχωρήσει», όπως θα κάνει σε περίπτωση έμμεσης έστω υπονόμευσής του από τους Γερμανούς. Οτιδήποτε θα κλονίζει το «πάση θυσία στο ευρώ», θα θεωρείται ότι βάλει εναντίον της πρωθυπουργίας του και δεν θα γίνει ανεκτό από την πλευρά του. Άρα ο πρωθυπουργός επιχειρεί να ενδυναμώσει τη θέση του «απειλώντας» στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ότι δίχως έμπρακτη στήριξη, θα παραδώσει την χώρα στον Τσίπρα και τους «ανεύθυνους ακραίους» όπως του αρέσει να αποκαλεί τους πολιτικούς του αντιπάλους, προτού υπάρξει άμεση απειλή για στάση πληρωμών. Δεν θα πάθω αυτό που δεν έπαθε ο Παπανδρέου, μοιάζει να είναι η μοναδική του πλέον έγνοια και μεταθέτει τις ευθύνες ως προς οποιαδήποτε «αρνητική εξέλιξη», είτε στη Γερμανική κυβέρνηση , είτε στο χώρο της ελληνικής κεντροαριστεράς που τον στηρίζει. Κι όλα αυτά ενώ εμφανίζεται απολύτως βέβαιος ότι ελέγχει την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ.
Το μόνο ερώτημα που εγείρεται λογικά μετά από όλα αυτά, είναι: τί είναι αυτό που οδηγεί τον κ. Σαμαρά μέσω του νέου «διαύλου» άμεσης επικοινωνίας με την γερμανική κυβέρνηση, να τοποθετείται κατ’ αυτόν τον τρόπο; Τί είναι αυτό, με άλλα λόγια, που ανησυχεί τον κ. Σαμαρά, από την στιγμή που ξέρει ότι η απόλυτη έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη και η επιστροφή στην δραχμή δεν αποτέλεσαν ποτέ ζήτημα πολιτικής στρατηγικής στην Γερμανία; Από την στιγμή που η γερμανική κυβέρνηση, αλλά και η ευρύτερη κεντροαριστερά και αριστερά στην Γερμανία ποτέ δεν διανοήθηκαν την απόλυτη έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την επιστροφή στην δραχμή, γιατί, με άλλα λόγια, θέτει κατ’ αυτόν τον τρόπο το ζήτημα ο Έλληνας πρωθυπουργός; Οι Γερμανοί ήταν αυτοί που οραματίστηκαν το δόγμα που υιοθέτησε ο κ. Σαμαράς: «πάση θυσία στο ευρώ». Είναι λοιπόν περίεργο το ότι ο κ. Σαμαράς μοιάζει να φοβάται ότι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να τον εγκαταλείψουν. Είναι σαν να φοβάται την πιθανότητα οι Γερμανοί να μεταβάλουν στρατηγική ως προς την Ελλάδα και ως προς αυτό (τον φόβο) δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο που να το επιβεβαιώνει. Ίσως κάτι περισσότερο να γνωρίζει ο κ. Σαμαράς από … άλλες πηγές!
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.