Ο νόμος 3636/2008, μετά από νομοθετική πρωτοβουλία του υπουργού Εσωτερικών Προκόπη Παυλόπουλου, τροποποίησε τον 3231/2004, παραχωρώντας στο πρώτο κόμμα 50 επιπλέον έδρες, δηλαδή 10 περισσότερες σε σχέση με το νόμο του 2004. Έτσι, οι έδρες που κατανέμονται με βάση το ποσοστό των κομμάτων είναι 250 αντί για 260, και άρα το θεωρητικό ελάχιστο ποσοστό για να πετύχει κάποιο κόμμα βέβαιη αυτοδυναμία από 42.7% (111/260) των εγκύρων μετατρέπεται σε 40.4% (101/250). Το ελάχιστο ποσοστό αυτοδυναμίας 40.4% επί των εγκύρων αλλάζει και δεν είναι σταθερό (γίνεται μικρότερο) ανάλογα με το ποσοστό που θα πάρουν τα κόμματα που τελικά μένουν εκτός βουλής. Επίσης o νόμος 3636/2008 δυσχέρανε ιδιαίτερα τις προεκλογικές συνεργασίες κομμάτων, καθότι η επιπλέον παραχώρηση των 50 εδρών σε συνασπισμό συνεργαζόμενων κομμάτων προς διευκόλυνση σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης λαμβάνει χώρα μόνο αν ο μέσος όρος της δύναμης των κομμάτων που τον απαρτίζουν είναι μεγαλύτερος από τη δύναμη του αυτοτελούς κόμματος που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο αριθμό έγκυρων ψήφων. Μέσος όρος θεωρείται το πηλίκο του ποσοστού που έλαβε ο ανωτέρω συνασπισμός προς τον αριθμό των κομμάτων που τον αποτελούν. Αν για παράδειγμα ο συνασπισμός των κομμάτων Χ και Ψ έχει συνολική δύναμη 43% (μέσος όρος καθενός κόμματος 21,5%) και το αυτοτελές κόμμα Ω 30%, στο τελευταίο θα δοθούν οι επιπλέον 50 έδρες. Οι τροποποιήσεις του νόμου αυτού θα εφαρμοστούν στις πρώτες εκλογές μετά από αυτές του 2009.
Ο νόμος 3231/2004 εισάγει κατά τα λοιπά νέο σύστημα κατανομής των κοινοβουλευτικών εδρών σε όσους ξεπεράσουν αυτό το ποσοστό. Ως έγκυρες ψήφοι λογίζονται αυτές οι οποίες δεν είναι λευκές ή άκυρες (σημαδεμένες, μουντζουρωμένες, φάκελος χωρίς ψηφοδέλτιο κλπ.). Ο μη συνυπολογισμός των λευκών στις έγκυρες ψήφους έγινε με μεταγενέστερη ερμηνευτική διάταξη, αυτή του άρθρου 1 του νόμου 3434/2006, παρόλο που το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) με την υπ' αρ. 12/2005 απόφασή του είχε κρίνει κατά πλειοψηφία (6 προς 5) ότι η αντίστοιχη ρύθμιση του προηγούμενου νόμου ήταν αντισυνταγματική. Το δικαστήριο είχε κρίνει ότι η λευκή ψήφος διακρίνεται από την άκυρη και αποτελεί ενάσκηση του εκλογικού δικαιώματος, γι' αυτό και θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν. Οι διατάξεις που ορίζουν ότι το εκλογικό μέτρο ευρίσκεται χωρίς να συμπεριληφθούν οι λευκές ψήφοι «θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και την ισότητα της ψήφου και είναι αντίθετες προς τις [...] συνταγματικές διατάξεις». Η απόφαση αυτή πάντως ανέτρεπε προηγούμενες αποφάσεις τόσο του ίδιου του ΑΕΔ όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες η μη προσμέτρηση των λευκών κατά την εξεύρεση του εκλογικού μέτρου είχε κριθεί σύμφωνη με το Σύνταγμα[2]. Πιο συγκεκριμένα ο ισχύων εκλογικός νόμος προβλέπει τα εξής:
Εκλογικό σύστημα
Σύμφωνα με το ισχύον εκλογικό σύστημα, για να εισέλθει ένας συνδυασμός ή ένας μεμονωμένος υποψήφιος στη Βουλή, πρέπει να έχει συγκεντρώσει τουλάχιστον 3% των εγκύρων ψήφων πανελλαδικά. Στα έγκυρα δε συμπεριλαμβάνονται τα λευκά ψηφοδέλτια. Αν για παράδειγμα δώσουν 8.000.000 πολίτες έγκυρη ψήφο, θα πρέπει το κόμμα ή ο μεμονωμένος υποψήφιος να λάβει τουλάχιστον 240.000 ψήφους, προκειμένου να λάβει μέρος στην κατανομή των εδρών. Η ρύθμιση αυτή έχει σκοπό την αποφυγή του κατακερματισμού των βουλευτικών εδρών σε πολύ μικρά κόμματα και την ενίσχυση των μεγάλων κομμάτων, ώστε να σχηματίζεται ευκολότερα απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή.Ο νόμος 3231/2004 εισάγει κατά τα λοιπά νέο σύστημα κατανομής των κοινοβουλευτικών εδρών σε όσους ξεπεράσουν αυτό το ποσοστό. Ως έγκυρες ψήφοι λογίζονται αυτές οι οποίες δεν είναι λευκές ή άκυρες (σημαδεμένες, μουντζουρωμένες, φάκελος χωρίς ψηφοδέλτιο κλπ.). Ο μη συνυπολογισμός των λευκών στις έγκυρες ψήφους έγινε με μεταγενέστερη ερμηνευτική διάταξη, αυτή του άρθρου 1 του νόμου 3434/2006, παρόλο που το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) με την υπ' αρ. 12/2005 απόφασή του είχε κρίνει κατά πλειοψηφία (6 προς 5) ότι η αντίστοιχη ρύθμιση του προηγούμενου νόμου ήταν αντισυνταγματική. Το δικαστήριο είχε κρίνει ότι η λευκή ψήφος διακρίνεται από την άκυρη και αποτελεί ενάσκηση του εκλογικού δικαιώματος, γι' αυτό και θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν. Οι διατάξεις που ορίζουν ότι το εκλογικό μέτρο ευρίσκεται χωρίς να συμπεριληφθούν οι λευκές ψήφοι «θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και την ισότητα της ψήφου και είναι αντίθετες προς τις [...] συνταγματικές διατάξεις». Η απόφαση αυτή πάντως ανέτρεπε προηγούμενες αποφάσεις τόσο του ίδιου του ΑΕΔ όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες η μη προσμέτρηση των λευκών κατά την εξεύρεση του εκλογικού μέτρου είχε κριθεί σύμφωνη με το Σύνταγμα[2]. Πιο συγκεκριμένα ο ισχύων εκλογικός νόμος προβλέπει τα εξής:
- Για να εισέλθει ένας συνδυασμός (κόμμα, συνασπισμός κομμάτων ή μεμονωμένος υποψήφιος) στο Κοινοβούλιο, πρέπει να λάβει ποσοστό τουλάχιστον 3% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων της επικράτειας (Άρθρο 5 του νόμου). Στα έγκυρα δε συμπεριλαμβάνονται τα λευκά ψηφοδέλτια.
- Οι
260250 από τις 300 έδρες διανέμονται βάσει απλής αναλογικής, με εκλογικό μέτρο το κλάσμα {άθροισμα ψήφων όσων ξεπέρασαν το 3%}/260250. Για να καθορισθεί ο αριθμός των εδρών που λαμβάνει κάθε συνδυασμός, γίνεται η διαίρεση {ψήφοι συνδυασμού}/{εκλογικό μέτρο}, με το πηλίκο στρογγυλοποιημένο στον προηγούμενο ακέραιο (πχ, εάν προκύπτει 95,9, ο συνδυασμός κερδίζει 95 έδρες). Εάν στο τέλος της διανομής μένουν αδιάθετες έδρες λόγω των στρογγυλοποιήσεων, αυτές παραχωρούνται στους συνδυασμούς με τα μεγαλύτερα υπόλοιπα από την παραπάνω διαίρεση. Με βάση αυτόν τον υπολογισμό κατανέμονται και οι έδρες των βουλευτών Επικρατείας.
- Οι υπόλοιπες
4050 έδρες παραχωρούνται στον πρώτο συνδυασμό, ανεξάρτητα από το ποσοστό του ή τη διαφορά του από το δεύτερο. Η διάταξη αυτή, η οποία είναι στοιχείο πλειοψηφικού συστήματος, βασίζεται στη σκέψη ότι επιτρέπει τη δημιουργία σταθερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Έτσι, για να αποκτήσει ένα κόμμα την απόλυτη πλειοψηφία των 151 εδρών στο Κοινοβούλιο, δεδομένου ότι είναι πρώτο σε ψήφους και θα λάβει τις4050 έδρες, πρέπει να πάρει τουλάχιστον άλλες111101 από τις260250 έδρες που κατανέμονται με την απλή αναλογική. Άρα χρειάζεται ένα ποσοστό42.69%40.5% (111/260101/250) επί του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων των κομμάτων που δικαιούνται έδρες, δηλαδή των κομμάτων που έχουν ποσοστό μεγαλύτερο από το όριο του 3%. Έτσι, όσο το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων που βρίσκονται κάτω από το 3% αυξάνεται, τόσο μειώνεται το ποσοστό που απαιτείται να λάβει το πρώτο κόμμα, ώστε να αποκτήσει αυτοδυναμία. Στις εθνικές εκλογές του 2007 το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων κάτω από 3% ήτανε 3.08%. Έτσι το ποσοστό που απαιτούνταν για να λάβει το πρώτο κόμμα οπωσδήποτε (δηλαδή χωρίς τη χρήση υπολοίπου) 111+40=151 έδρες ήτανε 41.37%. Το πρώτο κόμμα σε εκείνες τις εκλογές έλαβε 41.83% και 112+40=152 έδρες. Με βάση αυτόν τον υπολογισμό βρίσκεται το πόσες έδρες δικαιούται ένας συνδυασμός σε όλη την επικράτεια, όχι όμως και ποιες.