Τα χρόνια μου στη γηραιά Αλβιώνα μού «άφησαν» αγαπημένες συνήθειες. Μου αρέσει η βροχή. Εκτιμώ μια τοπικής παραγωγής πίντα ale. Μου αρέσουν οι τηγανητές πατάτες με ξίδι και χοντρό θαλασσινό αλάτι. H προφορά του Βορρά, ένα ματς της Λίβερπουλ στο Ανφιλντ. Αγαπώ τη μεσαιωνική πόλη του Ντάραμ και τη θέα προς τον ποταμό Γουέαρ που είχα από το γραφείο μου στο πανεπιστήμιο, το Εδιμβούργο τον χειμώνα και το βρετανικό φλέγμα, που επιβάλει να αντιμετωπίσεις τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής σου ή τον πλέον θανάσιμο κίνδυνο με απόλυτη ψυχραιμία και προπάντων δίχως... να το κάνεις και τόσο μεγάλο θέμα. Επίσης, να διαβάζω την εφημερίδα «The Independent» και το περιοδικό «The Economist».
Θυμάμαι βρισκόμουν στον σταθμό Euston στο Λονδίνο καθ' οδόν προς ένα συνέδριο στο πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ, λίγες εβδομάδες πριν από τις ελληνικές εκλογές του 1996, και διάβαζα τον «Economist» περιμένοντας το τρένο μου με προορισμό την καρδιά της βορειοδυτικής Αγγλίας. Είχε ένα μεγάλο αφιέρωμα στο πολιτικό σκηνικό που διαμορφωνόταν στην Ελλάδα την εποχή εκείνη. Κι ενώ σχεδόν το σύνολο των διεθνών ΜΜΕ μιλούσαν για νίκη του Κώστα Καραμανλή και της Νέας Δημοκρατίας, ο «Economist» ήταν ο μόνος που μιλούσε για νίκη στα σημεία του Κώστα Σημίτη και του ΠΑΣΟΚ. Επειτα από λίγες εβδομάδες, η ανάλυση του «Economist» είχε επιβεβαιωθεί.
Κι όμως, ο «Economist», όπως και τόσα άλλα διεθνή μέσα αιχμής του δυτικού κόσμου, δείχνει ακόμα να μην κατανοεί το ελληνικό ζήτημα. Στην πάντα ενδιαφέρουσα στήλη «Charlemagne» της 11ης Ιανουαρίου, ο συντάκτης ολοκληρώνει ένα de profundis άρθρο για την πατρίδα μας με την παρακάτω φράση: «Η ανησυχία πλέον επικεντρώνεται στην άνοδο εξτρεμιστικών παραγόντων νεοσταλινικών και νεοναζιστικών εσοδειών». Πράγματι, η Ελλάδα από το 2010 και μετά έσκυψε ξανά στο σκοτεινό παρελθόν της και επανέφερε στην πρώτη γραμμή της πολιτικής καθημερινότητας ακραία ριζοσπαστικά στοιχεία, που καμία σχέση δεν έχουν με το αστικό φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα. Ασφαλώς ούτε ο συντάκτης του «Economist» ούτε πολύ περισσότερο εγώ δεν προσχωρούμε στη θεωρία των δύο άκρων, όπως αυτή εκφέρεται στην Ελλάδα, που συγκρίνει τα ανόμοια. Είναι όμως γεγονός ότι το εσωτερικό της χώρας σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο θυμίζει ηφαίστειο λίγο πριν από την έκρηξη. Η έκπληξή μου λοιπόν δεν αφορά την ανάλυση του «Economist», αλλά το ότι δεν έχει γίνει κατανοητό σχεδόν από το σύνολο του δυτικού κόσμου τι συντελείται σήμερα στην Ελλάδα.
Ποιο, δηλαδή, είναι το μέγεθος της ανθρωπιστικής κρίσης που διαπερνά πλέον όχι μόνο τις μικροαστικές αλλά και τις μεσοαστικές οικογένειες; Ποιο το μέγεθος της απελπισίας που διαπερνά τους νέους; Οι αναλύσεις τύπου «Economist» δείχνουν σαν να μην περιμένουν την ακραία ριζοσπαστικοποίηση ενός λαού που, ακόμα και σήμερα, «ενθαρρύνεται» από τους Ευρωπαίους εταίρους του να συνεχίσει να αυτοτιμωρείται διατηρώντας την αδιέξοδη νεοσισύφεια επαναληπτικότητα, που ευνοεί μια αυτοτροφοδοτούμενη εντροπία. Δείχνουν, τέλος, ότι ξέχασαν πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα τα αποτελέσματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και πώς ο ναζισμός ισχυροποιήθηκε μέσα από τα αδιέξοδα, τον κοινωνικό αυτοματισμό και τη μισαλλοδοξία που δημιουργούν η πείνα, η φτώχεια και η κατάρρευση του κύρους και του γόητρου του κράτους.
Εκπλήσσονται οι συντάκτες των διεθνών μέσων με τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της Ελλάδας. Κι όμως, όλα τα σημάδια είναι εδώ. Μια βόλτα απλώς χρειάζεται στην κάποτε αστραφτερή Πανεπιστημίου για να οσμιστείς το θειάφι της απόγνωσης. Το ίδιο που κάποτε μύριζαν και οι Βερολινέζοι περιδιαβαίνοντας την Alexanderplatz, ακούγοντας τον ήχο από τα άρβυλα των παραστρατιωτικών ναζιστικών μονάδων Sturmabteilung να προετοιμάζονται για να πραγματώσουν τον εφιάλτη του ιδεολογήματός τους εις βάρος της ανθρωπότητας.
Στο τέλος της ημέρας αυτό που αξίζει να γίνει κατανοητό είναι ότι στην Ελλάδα η Ιστορία δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ ως φάρσα. Μόνο ως τραγωδία...
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου