Γράφει ο Άκης Κουστουλίδης
(Η ιστορία είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, από τον φανταστικό μου κόσμο)
Κάποτε στον κόσμο του ουρανού πετούσε ένας μοναχικός αετός ψάχνοντας να ταΐσει την πείνα του μαζί με την μοναξιά του.
Δεν μπόρεσε ποτέ του να βρει ένα ταίρι εκεί ψηλά, δεν μπορούσε με τίποτα να πετάξει την μοναξιά του με κανέναν τρόπο και βασανιζόταν κάθε βράδυ που γυρνούσε στην άγρια φωλιά του από σκέψεις αυτολύπης κι΄από ένα αίσθημα αδυναμίας.
Αναρωτιόταν διαρκώς πώς είναι δυνατόν ενώ είχε την καλύτερη όραση να μην μπορεί να βρει το ταίρι του.
Αυτή η κατάσταση κόντευε να γίνει συνήθεια ζωής μέχρι που ένα χειμωνιάτικο απόγευμα αναζητώντας να τραφεί είδε από κει ψηλά ένα περιστεράκι.
Πήρε στάση επίθεσης και όρμηξε να το κατασπαράξει.
Φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής κάτι μέσα του τον σταμάτησε, κάτι μαγικό έγινε και χάθηκε η πείνα του.
Σταμάτησε μπροστά στο τρομαγμένο περιστεράκι και άρχισε να το κοιτά με μια αλλόκοτη περιέργεια προσπαθώντας να καταλάβει τι του είχε συμβεί και δεν το κατασπάραξε.
Κοιτώντας το, είδε πως ήταν ματωμένο από τους ανέμους της μοίρας, ήταν γεμάτο πληγές στα φτερά του και τα μάτια του είχαν το χρώμα της θλίψης.
Η πρώτη σκέψη του αετού ήταν να βάλει ένα τέλος στο μαρτύριο του περιστεριού, μα κάτι μέσα του τον έκανε να νιώσει συμπόνια.
Η δεύτερη σκέψη του ήταν να φύγει για να μην δει το τέλος του, μα η εικόνα του τέλους ήδη ήταν καρφιτσωμένη στην καρδιά του και οι τύψεις της φυγής κάνανε για πρώτη φορά την εμφάνισή τους στην ψυχή του αετού.
Μη ξέροντας τι να κάνει, έκανε αυτό που ξέρει καλύτερα να κάνει και πέταξε όσο πιο ψηλά μπορούσε να πετάξει, μα κάποια δύναμη μέσα του τον τον τραβούσε προς τα κάτω.
Μια φωνή μέσα του ξύπνησε και του έλεγε να πάει κόντρα στην φύση του, να πάει κόντρα στην λογική του, του έλεγε να πάει κόντρα σ΄αυτά που ξέρει και να πράξει αυτά που δεν ξέρει.
Του έλεγε να γυρίσει πίσω στο περιστεράκι.
Κουρασμένος ο αετός από την μάχη που έδωσε στον αέρα με τον εαυτό του, όρμηξε προς τα κάτω και με τα δυνατά του πόδια άρπαξε το περιστεράκι, πηγαίνοντάς το στην φωλιά του.
Ήταν το πρώτο ζωντανό που έβλεπε την άγρια φωλιά του αετού, ήταν το πρώτο ζωντανό που έβλεπε την απίθανη και αλλόκοτη συμπεριφορά του αετού.
Η νύχτα σκέπασε την φωλιά και ο αετός άνοιξε το ένα από τα δύο τεράστια φτερά του και σκέπασε τον πληγωμένο περιστεράκι δίνοντάς του την αίσθηση της ασφάλειας που τόσο πολύ είχε ανάγκη.
Μέσα σ΄αυτό το μαγικό βράδυ ο αετός έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό του, μία υπόσχεση που ήθελε να την κρατήσει μυστικό από τον άγριο κόσμο του.
Υποσχέθηκε στον εαυτό του πως μόλις το περιστεράκι θα είναι έτοιμο για να πετάξει θα το αφήσει ελεύθερο να πετάξει σε όποιον ορίζοντα αυτό θελήσει.
Από το επόμενο πρωί και για πολλά χρόνια ο αετός έφερνε τροφή και βότανα για το περιστεράκι.
Το τάιζε και φρόντιζε τις πληγές του, του μάθαινε τα βλέπει με τα δικά του μάτια, του μάθαινε πώς να αποφεύγει τα αρπακτικά, του μάθαινε όλα όσα αυτός έμαθε στον άγριο κόσμο του.
Μα όσο βοηθούσε το περιστεράκι για να πετάξει, μέσα του άρχισε να νιώθει διαφορετικά.
Η βασανιστική μοναξιά που τον ταλαιπωρούσε είχε εξαφανιστεί, ένιωθε κάτι αναπάντεχα όμορφο και παράξενα δυνατό.
Όσο γιάτρευε τις πληγές του περιστεριού, άλλο τόσο αυτός ένιωθε την παράξενη δύναμη μέσα του να μεγαλώνει.
Όσο πιο πολύ το περιστεράκι αποκτούσε ομορφιά, άλλο τόσο ο αετός έβλεπε όμορφο τον άγριο κόσμο του.
Ο αετός πλέον ένιωθε αυτό που λέγανε στα παραμύθια, ένιωθε αυτή την μαγική αίσθηση που σου δίνει η αγάπη.
Ο χρόνος δεν τον ένοιαζε πια, ο χειμώνας ήταν πλέον ζεστός και το καλοκαίρι δροσερό.
Όλα ήταν μαγικά στην ψυχή του αετού, που νόμιζε πως αυτό θα κρατήσει αιώνια, νόμιζε πως τίποτα δεν μπορεί να χαλάσει αυτή την ομορφιά της ζωής του, νόμιζε πως δεν υπάρχει κάτι που να είναι πιο δυνατό από αυτή την αγάπη.
Όλα αυτά που νόμιζε άρχισε να τα πιστεύει τόσο πολύ που πάλευε κάθε μέρα με όλες του τις δυνάμεις, ώστε να μην αφήσει κανένα κακό να μπει ανάμεσα στις ψυχές τους.
Το ατελείωτο ψυχικό ταξίδι του αετού κλονίστηκε ένα πρωί, όταν είδε το περιστεράκι να ανοιγοκλείνει τα φτερά του και να προσπαθεί να πετάξει.
Ήταν η στιγμή όπου ο αετός έπρεπε να πράξει αυτό που υποσχέθηκε στον εαυτό του.
Ήταν η στιγμή που το αιώνια είχε έναν διαφορετικό δρόμο μέσα του, ήταν η στιγμή όπου το τέλος έφερνε μια καινούργια αρχή, ήταν η στιγμή όπου ο αετός νόμιζε πως δεν θα συμβεί ποτέ σ΄αυτή την ζωή.
Για μια στιγμή απελπίστηκε, για μια στιγμή του ήρθε να καταστρέψει όλο τον κόσμο του, για μια στιγμή μονάχα μετάνιωσε που έζησε μαζί με το περιστεράκι, για μια στιγμή ένιωσε κάτι απέραντα μεγάλο, ένιωσε κάτι που δεν μπορούσε να κατανοήσει με τίποτα.
Η μοναξιά του χτυπούσε την πόρτα μα ένιωθε τελείως διαφορετικά από τότε που ζούσε μόνος.
Η μαύρη θάλασσα που έβλεπε δεν ήταν το τέλος μα ήξερε χωρίς να ξέρει από πού το ήξερε πως ήταν απλά μια οπτασία.
Ήταν απλά άλλος ένας δαίμονας όπου έπρεπε να αφήσει πίσω του.
Ήταν τόσα πολλά που έβλεπε ο αετός πέρα από την μαύρη θάλασσα που ένώ δεν μπορούσε να τα εξηγήσει η λογική, που ενώ δεν υπήρχαν οι λέξεις, αυτός είχε το νόημα βαθιά μέσα του και το μόνο που έλειπε ήταν να εκπληρώσει το τάμα στον εαυτό του.
Και αυτό το τάμα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια λέξη.
Τίποτα παραπάνω από το υπέρτατο ιδανικό.
Τίποτα παραπάνω από την λευτεριά δεν υπάρχει και αυτό ο αετός το ένιωσε, δεν το δανείστηκε, το έμαθε ζώντας με το περιστεράκι.
Το επόμενο χειμωνιάτικο πρωινό άρπαξε το περιστεράκι με τρυφερότητα και το πήγε στην πιο ψηλή κορυφή του κόσμου.
Το πήγε εκεί ψηλά και του έδωσε την ώθηση για να πετάξει λεύτερο και δυνατό στους δικούς του κόσμους.
Γυρνώντας στη φωλιά του ο αετός ήξερε πλέον πως το όμορφο περιστεράκι δεν θα είναι εκεί, μα η ομορφιά της αγάπης είναι πλέον μέσα του.
Ήξερε πλέον πως αν δεν πονέσεις δεν μπορείς να σπάσεις τα δεσμά σου.
Ήξερε πλέον πως δεν μπορείς να κρατήσεις κάτι δικό σου και να νιώθεις λεύτερος.
Ήξερε πλέον πως ακόμη και η ζωή του δεν ήταν δικιά του αλλά ένα δώρο που του δόθηκε.
Άνοιξε τα φτερά του και πέταξε πλέον λεύτερος μέσα στα όνειρά του...
(Η φωτογραφία από εδώ.)
Πηγή: Υπόγεια Ταξί