Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Η ιδιότυπη ευστάθεια της «παραπαίουσας» κυβέρνησης Σαμαρά


Γράφει ο Σταύρος Λυγερός

Οι υπουργοί που έχουν υποδειχθεί από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ επισήμως δέχονται εντολές από το Μέγαρο Μαξίμου, αλλά ατύπως δέχονται και οδηγίες από τον Ευ. Βενιζέλο και τον Φ. Κουβέλη αντιστοίχως.

Αυτή τη φορά η ΔΗΜΑΡ δεν συγκέντρωσε τους προβολείς της δημοσιότητας λόγω της αντίρρησής της για κάποια απαίτηση της τρόικας, όπως είχε συμβεί προσφάτως με το χαράτσι. Τους συγκέντρωσε λόγω της δημόσιας σύγκρουσης δύο στελεχών της, του υπουργού Δικαιοσύνης, Α. Ρουπακιώτη, με τον υπουργό Δημόσιας Διοίκησης, Α. Μανιτάκη, σε συνδυασμό με την παρέμβαση της υφυπουργού Υγείας, Φ. Σκοπούλη στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Τα δύο αυτά επεισόδια καταδεικνύουν ότι η ΔΗΜΑΡ έχει καταστεί ο αδύναμος κρίκος του κυβερνητικού συνασπισμού.

Το πρόβλημα με την κυβέρνηση Σαμαρά δεν είναι μόνο ότι τρία κόμματα με διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές ορίζουσες υποχρεώθηκαν από τις περιστάσεις να σχηματίσουν κυβέρνηση και ως εκ τούτου είναι αναπόφευκτο να προκύπτουν πολιτικές τριβές. Είναι, επίσης, ότι αυτή η κυβέρνηση οικοδομήθηκε κατά τρόπο που να μην εξασφαλίζει την ταχεία και δημιουργική επίλυση των διαφορών.

Η πρακτική που κατά κανόνα ακολουθείται στις ευρωπαϊκές χώρες είναι οι αρχηγοί των μικρότερων κυβερνητικών εταίρων να ορίζονται αντιπρόεδροι και να αναλαμβάνουν σημαντικά χαρτοφυλάκια. Αυτό γίνεται κυρίως επειδή η λειτουργική παρουσία των πολιτικών αρχηγών προσφέρει τη δυνατότητα διαρκούς διαβούλευσης εντός των κυβερνητικών οργάνων, ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις και να επιτυγχάνεται συντονισμός.

Στην Ελλάδα, ο κανόνας των μονοκομματικών κυβερνήσεων διαμόρφωσε μια αρνητική παράδοση. Στις τρεις φορές, άλλωστε, που μετά το 1974 χρειάστηκε να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας (κυβερνήσεις Τζανετάκη, Ζολώτα και Παπαδήμου) η κυβέρνηση ήταν ειδικού σκοπού και περιορισμένου χρόνου. Γι’ αυτό και ορίστηκε πρωθυπουργός τρίτο πρόσωπο. Και στις τρεις περιπτώσεις το συντονισμό εξασφάλιζε η παραθεσμική διαβούλευση - διαπραγμάτευση των πολιτικών αρχηγών. Με άλλα λόγια, η πραγματική εξουσία εκπορευόταν από αυτή την άτυπη λειτουργία. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση ήταν διεκπεραιωτές.

Η παρούσα κυβέρνηση, όμως, δεν είναι κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Είναι κανονική κυβέρνηση με ορίζοντα τετραετίας. Από τη μια πλευρά, ο Αντώνης Σαμαράς επιδιώκει να ασκήσει ακέραιες τις προβλεπόμενες πρωθυπουργικές εξουσίες και βολεύεται από το γεγονός ότι οι Βενιζέλος και Κουβέλης έμειναν εκτός. Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί να ασκεί την εξουσία με τον τρόπο που θα την ασκούσε εάν ηγείτο μονοκομματικής κυβέρνησης.

Οι υπουργοί που έχουν υποδειχθεί από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ επισήμως δέχονται εντολές από το Μέγαρο Μαξίμου, αλλά ατύπως δέχονται και οδηγίες από τον Ευ. Βενιζέλο και τον Φ. Κουβέλη αντιστοίχως. Γι’ αυτό και όταν στη διαδρομή εγείρονται προβλήματα, δεν τα επιλύει ο Α. Σαμαράς με τους υπουργούς του εντός των κυβερνητικών οργάνων, αλλά σε μη θεσμικές συσκέψεις με τους δύο άλλους πολιτικούς αρχηγούς. Περιττό να σημειωθεί ότι τα ίδια ισχύουν για την αξιολόγηση και ενδεχόμενη αντικατάσταση των υπουργών και των άλλων ανώτατων κυβερνητικών στελεχών που ανήκουν στους δύο μικρότερους εταίρους. Η λύση που βρέθηκε, βεβαίως, ήταν η χειρότερη: οι τρεις μοίρασαν αναλογικά το πλήθος των αξιωμάτων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ακυρώνοντας κάθε αξιοκρατικό κριτήριο.

Η άρνηση κυρίως του Φ. Κουβέλη και δευτερευόντως του Ευ. Βενιζέλου να συμμετάσχει στην κυβέρνηση δεν ευθύνεται για τις όποιες διαφωνίες, αλλά ευθύνεται για το γεγονός ότι αυτές προκαλούν συνήθως τριβές και δυσλειτουργίες. Πιθανότατα στην απόφασή τους να έπαιξε ρόλο η αβάσιμη σκέψη ότι, μένοντας εκτός κυβέρνησης οι ίδιοι και τα κόμματά τους, δεν θα εισπράξουν ακέραιο το πολιτικό κόστος από τις κυβερνητικές πράξεις και παραλείψεις. Όπως απέδειξε, όμως, και το αρνητικό δίδαγμα από τα «εντός και εκτός» της ΝΔ στην κυβέρνηση Παπαδήμου αυτό δεν ισχύει. Στην πραγματικότητα, βασικό ρόλο έπαιξε και η «βλαχοδημαρχίστικη» αντίληψη ότι είναι υποτιμητικό να τεθούν υπό την προεδρία του Σαμαρά.

Όπως και να έχουν τα πράγματα, όμως, η τρικομματική κυβέρνηση είναι πιο σταθερή απ’ όσο φαίνεται. Οι αλλεπάλληλες τριβές δημιουργούν την εντύπωση ασταθούς ισορροπίας, αλλά κανένας από τους τρεις εταίρους δεν θέλει να θέσει σε κίνδυνο την κυβέρνηση. Γι’ αυτό και οι κατά καιρούς διαφωνίες είναι πολιτικά αβαθείς, γεγονός που προσδίδει ευστάθεια στον κυβερνητικό συνασπισμό. Με άλλα λόγια, αυτή η κυβέρνηση δεν πρόκειται να ανατραπεί από τις εσωτερικές αντιθέσεις της.

Μόνο εκτεταμένες κοινωνικές αντιδράσεις μπορούν να προκαλέσουν πραγματικά ρήγματα στο χώρο της συμπολίτευσης. Διαφορετικά, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να πορεύεται έστω και τρεκλίζοντας. Το γεγονός αυτό εξασφαλίζει στον Σαμαρά μεγάλη διαπραγματευτική ισχύ έναντι των εταίρων του, ακριβώς επειδή ούτε ο Φ. Κουβέλης ούτε ο Ευ. Βενιζέλος είναι διατεθειμένοι όχι μόνο να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους, αλλά ούτε καν να μπλοφάρουν. Το μόνο που μπορούν να επιβάλουν είναι ανασχηματισμό, ο οποίος όλα δείχνουν ότι δεν θα αργήσει.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ στις 02/05/2013 (Τεύχος 185)