Ήτανε ξημερώματα της Δευτέρας 28 Ιανουαρίου του 2008, ακριβώς πέντε χρόνια από σήμερα που σε όλη την Ελλάδα ακούστηκε η θλιβερή είδηση του θανάτου του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου στην αρχιεπισκοπική κατοικία στις 5.45 τα ξημερώματα. Δεν ήταν κάτι που δεν περιμέναμε, αλλά πάντα μέσα στην καρδιά μας υπάρχει το συναίσθημα ότι κάτι θα γίνει και ξαφνικά θα αλλάξει η πραγματικότητα. Αυτό που στην Εκκλησία μας ονομάζουμε θαύμα, δηλαδή την ενεργοποίηση των φυσικών νόμων από τον Θεό. Αυτό που επιθυμούμε όλοι εμείς οι απλοί άνθρωποι, την απόδραση από τη θλιβερή πραγματικότητα όχι σαν φυγή αλλά σαν επιλογή μιας καλύτερης ζωής. Όμως τη ζωή δεν πρέπει να την ζεις όπως την σχεδιάζεις αλλά όπως σου παρουσιάζεται, όπως αληθινά είναι.
Είχε μια αδιόρατη θλίψη σε όλους εκείνη η μέρα, ένα σφίξιμο στην καρδιά και μια ανάμνηση από στιγμές μιας δεκάχρονης ποιμαντορίας. Στα σχολεία οι σημαίες είχαν τοποθετηθεί μεσίστιες και οι Εκκλησίες χτυπούσαν τις καμπάνες σε πένθιμο ήχο, ενώ τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν επιδοθεί στην αγαπημένη τους συνήθεια από μερικές αλήθειες, υπερβολές και ψέματα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δε γνωρίζουν τη γλώσσα της σιωπής που ταιριάζει σε αυτές της περιπτώσεις. Αλλά αυτό είναι κάτι που μπορεί να τους το συγχωρήσει κανείς, γιατί εξάλλου ήταν η τελευταία φορά που θα έδιναν την παράστασή τους για έναν Ιεράρχη που πολέμησαν πολύ και που δεν κατάλαβαν ποτέ. Και από κοντά πολιτικοί και μεγαλοσχήμονες για μια ακόμα ευκαιρία δημοσιότητας.
Πέντε χρόνια μετά είναι μια ευκαιρία να αναζητήσει κανείς την άλλη όψη μιας αρχιερατείας, μακριά από πρόσωπα και γεγονότα, να δει, αν μπορέσει να δει, από την πλευρά του λαού που δεν έχει κριτήρια προσωπικά και που δεν λανθάνει όταν αγαπάει. Να αφήσει τα θορυβώδη γεγονότα και να κοιτάξει τις καρδιές των πιστών και να θυμηθεί τα σκυθρωπά πρόσωπα και τα βουρκωμένα μάτια που δεν έψαχναν κάμερα για να φανερωθούν αλλά που κοιτούσαν τον ουρανό για να παρακαλέσουν. Θυμάμαι την ατέλειωτη ουρά από ανθρώπους κάθε ηλικίας, υπομονετικά, σιωπηλά και δακρυσμένα να περιμένουν τη σειρά τους για να μπουν στο ναό και να ασπασθούν το λείψανο του Αρχιεπισκόπου, αδιαμαρτύρητα και χωρίς να τους νοιάζει ο χρόνος. Θυμάμαι μια ηλικιωμένη κυρία που τρεκλίζοντας από την πεντάωρη αναμονή, έδωσε στην κόρη της μια απάντηση στην ερώτηση της πώς πρέπει να φύγουνε γιατί ανησυχούσε για την υγεία της , λέγοντας πως: Δεν μπορώ να μην τον δώ για τελευταία φορά. Θυμάμαι ένα νεαρό παιδί του γυμνασίου να λέει σε ένα δημοσιογράφο που τον κοιτούσε αποσβολωμένος, πως για μας τους μαθητές ο Χριστόδουλος ήταν ο μεγάλος μας άγγελος. Στην ώρα της αναμονής θυμήθηκα την συγγνώμη που ζήτησε ο μακαριστός από τους ανθρώπους για τα λάθη της γενιάς του, την πρόσκλησή του στους νέους για να έρθουν στην Εκκλησία χωρίς να νοιάζονται για την εμφάνισή τους, τους ναούς που κατακλύζονταν από πιστούς για να τον δουν να ιερουργεί και να ακούσουν το φλογερό του κήρυγμα, τις περιοδείες του ανά την Ελλάδα όπου ο κόσμος τον έρανε με ροδοπέταλα και την αποφασιστικότητα, τη γενναιότητα και την ευθύτητα του λόγου του, που δεν υπολόγιζε κόστος προσωπικό.
Γιατί οι χριστιανοί, οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι ακόμα και σήμερα, πέντε χρόνια μετά αγαπούνε τόσο πολύ τον Μακαριστό Χριστόδουλο; Τι ήταν αυτό που τον έκανε τόσο ξεχωριστό; Δεν είναι δύσκολη η απάντηση, είναι κάτι που όλοι μας το έχουμε κρυμμένο βαθειά μέσα μας. Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ήταν πολύ ελληνικός και πολύ ορθόδοξος. Είναι τόσο ελληνικός, που πέντε χρόνια μετά, όλα όσα είχε πει που τότε για κάποιους ήταν διχαστικά, τώρα να είναι πραγματικά προφητικά. Φτάνει να σας θυμίσω τι έλεγε για την Ευρώπη, για το πολιτικό σύστημα και για τα οικονομικά συμφέροντα. Και ήταν τόσο ορθόδοξος, που κατάφερε κάτι που ποτέ δεν κατάφερε κανείς μέχρι σήμερα στην ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έδωσε στην Εκκλησία, στον πιστό λαό, την ίδια δυναμική που είχε όταν βγήκε από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η Εκκλησία τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της ποιμαντορίας του βρήκε τις χαμένες τις ρίζες με τη λαϊκή ψυχή. Βρήκε τη λαϊκότητά της. Έγινε ή προσπάθησε να γίνει ένα με το λαό. Και αυτό για κάποιους ήταν πολύ επικίνδυνο. Πώς θα ήταν η Ελλάδα σήμερα αν ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έπαιρνε την κομβική απόφαση για την ποιμαντορία του εκεί στην αρχή της, να κατεβεί και να παλέψει με το λαό; Πώς θα ήταν η Εκκλησία αν πέταγε την ανόητη κρατική κάλυψη και με μπροστάρη τον πολυαγαπημένο Αρχιεπίσκοπο έκανε εκκλησία και συνάντηση κάθε στιγμή του Έλληνα, στην πλατεία, στους δρόμους, παντού; Αλλά δυστυχώς η Εκκλησία όταν φαντάζει σαν απειλή για το σύστημα, εκείνο καταφέρνει να την αποδυναμώσει είτε με διαφωτιστές, είτε με εκσυγχρονιστές, είτε με Βαυαρούς, είτε με Γερμανούς και πάντα από μέσα.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του μακαριστού Χριστόδουλου που τον ξεχώριζε και του έδινε περίοπτη θέση στην καρδιά των χριστιανών, το γεγονός ότι ήταν πολύ ανθρώπινος. Πιστός στα πνευματικά του παιδιά μέχρι τέλους, ακόμα και όταν όλοι στρέφονταν εναντίον τους, ακέραιος στα πιστεύω του και στην πίστη του για την Εκκλησία. Έζησε το μαρτύριο της αρρώστιας με γενναιότητα και αποφασιστικότητα και ο Θεός τον αξίωσε να έχει χριστιανικό τέλος. Δίπλα στους δικούς του ανθρώπους, εξομολογούμενος και μεταλαβών του Σώματος και του Αίματος του Χριστού που αγάπησε περισσότερο από όλα στη ζωή του. Ο μακαριστός Χριστόδουλος γεννήθηκε σε πνευματική μήτρα μοναστηριακή και ήταν ικανός να ζήσει σε μια εγκλείστρα και να συνομιλεί με άνεση και χωρίς φόβο με τους ισχυρούς της γης. Οι άνθρωποι που τον αγάπησαν βαθειά και είναι αναρίθμητοι, απλοί και ανώνυμοι που ακόμα και σήμερα πλημυρίζουν τον τάφο του Αρχιεπισκόπου, αθόρυβα και κατανυχτικά για να αφήσουν ένα μικρό λουλουδάκι και να ψελλίσουν δυο λόγια προσευχής και ευγνωμοσύνης.
Δε θα ξεχάσουμε ποτέ το τελευταίο του μήνυμα, την παρακαταθήκη του που και σήμερα είναι πολύ επίκαιρη στις μέρες μας. << Κανείς ασφαλώς δεν θέλει να ζει σε έναν κόσμο παρακμής, αντιφάσεων, αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων αδικίας και αμοραλισμού. Η κατάσταση δεν αλλάζει μαγικά και μηχανικά. Χρειάζονται να πολλαπλασιασθούν οι άνθρωποι που κάνουν αντίσταση. Που παραμένουν πιστοί στις παραδόσεις μας, στις αξίες μας, στην ιστορία μας και στους αγώνες μας. Οι αναθεωρητές πολύ καλή συγκυρία επέλεξαν για να γκρεμίσουν από τις καρδιές των ελλήνων τα κάστρα των θυσιών. Σταθείτε όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μην ξεπουλάτε τα πρωτοτόκια σας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατά επανάληψη αποδείξει και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ότι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ό,τι κινδυνεύει >>.
Πώς μπορεί κανείς να ξεχάσει αυτά τα λόγια; Πώς μπορεί να ξεχάσει το χαμόγελο του, το βλέμμα του, το πρόσωπό του; Όσοι από εμάς είχαμε την ευλογία να ζήσουμε κοντά του λίγες ή πολλές στιγμές, ο μακαριστός Χριστόδουλος αποτελεί το σημαντικότερο κομμάτι της ιστορίας της ψυχής μας. Ο μακαριστός Χριστόδουλος έδωσε στη ζωή μας τέτοια πνευματική δύναμη και ορμή, που μας έκανε να καταλάβουμε πως μπορούμε να νικήσουμε τα πάντα. Και την άθεη εξουσία με όλη τη δύναμή της και την απιστία του κόσμου και τον ίδιο το θάνατο, που τον κοίταζε ο ίδιος άφοβα. Για όλους εμάς τους απλούς ανθρώπους ο μακαριστός Χριστόδουλος ήταν το όνειρο που προσδοκούσαμε για μια άλλη Ελλάδα, για μια αληθινή Εκκλησία. Τη Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008, τελείωσε η εποχή Χριστόδουλου, μια εποχή που στην πραγματικότητα, δε θα τελειώσει ποτέ…
http://www.archxristodoulos.gr/index.php/keimena/forarch/551-zourdou