Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

O πολιτικός που στο τέλος ψηφίζει πάντα ναι σε όλα


Όταν ήταν υπουργός Εσωτερικών στις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, τον ήξεραν με τον μικρό του όνομα οι πιο πολλοί ιδιοκτήτες club και μπουζουξίδικων της παραλιακής.
Κι αυτό όχι επειδή ο Σκανδαλίδηςξενυχτούσε και έπαιρνε σβάρνα τα πολιτιστικά κέντρα. Όχι, με τίποτε δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Τότε οι υπουργοί είχαν πολύ
δουλειά και δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Νυχθημερόν δουλεύανε για την προκοπή της χώρας.
Τον Σκανδαλίδη τον ήξεραν γιατί ότι πρόβλημα είχαν-από το ωράριο ως την ένταση του ήχου- πήγαιναν στον Κώστα και τους το έλυνε.
Ο Σκανδαλίδης λοιπόν κάθε φορά που έρχεται ένα Μνημόνιο είναι ανάμεσα στους συνήθεις υπόπτους που οργισμένοι δηλώνουν οτι θα το καταψηφίσουν ολόκληρο η επί μέρους.
Αυτή τη φορά ο συγγραφέας του αδιάφορου βιβλίου «Έλληνες-Τετράδια Πατριδογνωσίας», υποστηρίζει ότι θα καταψηφίσει την μείωση των συντάξεων επηρεασμένος από τις αναμνήσεις του επαναστατημένης μετεφηβίας του. Τότε που ως συναγωνιστής του Άκη, του Σμπώκου, του Πάγκαλου, του Μαντέλη, του Παπαντωνίου, του Λαλιώτη, αγωνίζονταν για τον σοσιαλισμό. Πράγματι, ο Κώστας Σκανδαλίδης δεν χάνει την ανθρωπιά του, το γράφει και ο ίδιος στο βιβλίο του. Ένα βιβλίο που γεννήθηκε ανάμεσα σε νυχτερινούς εφιάλτες και ποταμούς τύψεων για τα δεινά που συσσώρευσε στη χώρα του. Δείτε τι γράφει ο άπαιχτος που στο τέλος ψηφίζει πάντα ναι:
Πώς εγώ, ένας πολιτικός στο μάτι του κυκλώνα της κρίσης, ο κατεξοχήν υπόλογος γι’ αυτήν, επιφορτισμένος με καθήκοντα που του επιβάλλουν να μην ονειρεύεται αλλά να πράττει νυχθημερόν, ασχολούμαι με ευρύτερα ιδεολογικά και υπαρξιακά ζητήματα αυτούς τους χαλεπούς καιρούς; Οφείλω με ειλικρίνεια να απαντήσω. Είναι κάποιες στιγμές που θέλεις να αναπνεύσεις και δεν διαθέτεις αέρα. Θέλεις να τραγουδήσεις και δεν βγαίνει ήχος. Θέλεις να φωνάξεις και δεν έχεις φωνή. Θέλεις να μιλήσεις και συναντάς τη σιωπή ή την ύβρη κι ένα πελώριο “γιατί” στα μάτια των ανθρώπων. Όταν ο πολιτικός -όχι ο επαγγελματίας διαχειριστής της εξουσίας ή ο αρχομανής, αλλά αυτός που νιώθει υπηρέτης ιδεών, αξιών και οραμάτων- φτάνει σε ένα οριακό σημείο όπου οι περιστάσεις αμφισβητούν τα πεπραγμένα του και υψώνουν τείχη στα μελλούμενα, τότε νιώθει την ανάγκη να σκύψει ξανά στις ρίζες του. Θέλει να πάρει δύναμη όπως ο Ανταίος από τη γη και να συνεχίσει. Γιατί άλλο είναι να βλέπεις την πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα μιας σκληρής και αδιέξοδης καθημερινότητας κι άλλο να την αντικρίζεις κάτω από την έφεση της διαχρονικότητας, της μακράς πορείας. Τότε στοχάζεσαι, αναλογίζεσαι, ερμηνεύεις, βλέπεις όλο το ταξίδι κι όχι τον σταθμό, πατάς γερά στο έδαφος και πάλι ξεκινάς. Με νέα δύναμη και -γιατί όχι;- με νέες ιδέες».