Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

“ΜΕ ΠΙΣΤΗ, ΦΡΗΝΤΡΙΧ” (μια επιστολή φανταστική και αναπόφευκτη)


Αγαπητέ δέσμιε,
Μοιάζει η χώρα σου σαν ένα βομβαρδισμένο τοπίο από έννοιες
Λέξεις
Κρίση, χρέος, πτώχευση, Ευρώπη, οικονομία
Απλώνονται σαν μαύρα πέπλα στην συνείδησή σου
Γίνονται οι μόνοι σου κυβερνήτες
Απλές λέξεις θα πει κανείς, απλές μα με αίμα ποτισμένες
Πόσο απλή μπορεί να είναι μια λέξη, που έχει δεθεί με τις αλυσίδες του θανάτου;
Πόσο απλή μπορεί να είναι μια έννοια, που σαν σκοτεινός σαμάνος υποδουλώνει ψυχές;
Πόσο απλή μπορεί να είναι μια ιδέα, όταν βγαίνει απ’ τα χείλη τρομοκρατών;
ΚΡΙΣΗ
Είναι η κρίση η οικονομική, αυτή που σε υποδουλώνει;
Πολλές αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι σε ένα δωμάτιο χωρίς πόρτα και χωρίς παράθυρα
Έτσι μου έγραψες κάποτε
Άγγιξα με το χέρι μου τους τοίχους, ένιωσα και εγώ αυτή την υγρασία
Μόνο δυο χαραμάδες φέρνουν τον ήλιο στα μάτια σου
μα θαρρώ πως αν θες να χαρείς το φως, μια έξοδο πρέπει να ανοίξεις μόνος σου, με τις γροθιές σου
Με αυτή τη θεία δύναμη που λέγεται νόηση
Μην αρκείσαι στους φεγγίτες, έξω η φύση καρπώνεται την αγκάλη των ηλιαχτίδων, σπάσε τα  δ ε σ μ ά
Βρίσκεσαι σε αδιέξοδο, είναι το μόνο σίγουρο
Πώς να βγεις όμως, όταν εμπιστεύεσαι αυτούς που χτίσανε τα τείχη, πώς να εμπιστευτεί ο αλυσοδεμένος τον δεσμώτη
Τον δεσμώτη θέλγουν μόνο τα λύτρα κι όχι το δάκρυ, δεν ήταν ποτέ του φιλάνθρωπος
Άραγε επέλεξες μόνος σου αυτή την ομηρία;
Η κρίση που σε κατατρέχει είναι επίπλαστη πιστεύω, μιαν αληθινή κρίση χρειάζεσαι, μια κρίση συνείδησης,
να προσεύχεσαι, ώστε αυτό το επιφανειακό κύμα που καβάλησες να κρύβει στο βυθό μια συνειδησιακή παλίρροια που θα σε απελευθερώσει από τα δεσμά της κρίσης των πλεονεκτών
και θα σε προσαράξει στα ευγενικά παράλια της παιδικής σου μνήμης που όλα είναι ανθηρά, να προσμένεις
ΠΤΩΧΕΥΣΗ 
Σε τι άραγε πτώχευσες ακριβώς;
Και πότε άρχισες να πτωχεύεις; Θυμάσαι;
Εγώ θυμάμαι,
τότε, τη χρονιά του Δράκου, την εποχή των πολλών και της ποσότητας, τη μέρα που κηδεύσαμε την αγνότητα
Πτώχευσα και εγώ, κι οι δυο πτωχεύσαμε
Πτωχεύσαμε, σε ιδανικά, σε αξίες, σε αρχές
Γίναμε πλούσιοι ως άτομα μα φτωχοί ως άνθρωποι
Γίναμε μεγάλοι και τρανοί, μα ξεχάσαμε
πως για τους έχοντες ήμασταν απλώς  α ρ ι θ μ ο ί,
ήμασταν απλώς η πλέμπα της καταναλωτικής κοινωνίας, αυτοί που θα εργαζόμασταν για τη ζωώδη ευημερία των  δ ε σ μ ω τ ώ ν
Ξεπουλήσαμε την καρδιά μας για λίγη μπακιρένια ευημερία
Μα το μπακίρι παύει κάποια στιγμή να γυαλίζει,
τότε ήταν που στριμωχνόμασταν στα κελιά που διαλέξαμε να κρύβουμε τις ψυχές μας
Τότε βρισκόταν κι ο «καλός γανωτής», για να γυαλίσει την σκουριασμένη ευτυχία μας, με λίγα ακόμη δανεικά
Αυτή είναι η πραγματική πτώχευση και ντρέπομαι που είμαι τέτοιος πτωχός
Αλλά δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω
ΕΥΡΩΠΗ
Και τώρα;
Ήρθαν σε εμάς τους πτωχούς, οι «μεγάλοι γανωτές» από την Ευρώπη,  από τη Δύση
Αυτοί που τόσες φορές σε ποτίσαν κώνειο, έρχονται κομίζοντας ιδέες και λύσεις, αυτοί ξέρουν, αυτοί γνωρίζουν, είναι οι ειδήμονες της φιλοσοφίας της ανυπαρξίας
Λες και μόνοι μας δεν καταστρεφόμασταν «σωστά»
Λες και μόνοι μας δεν αυτοκτονούσαμε αποτελεσματικά
Μα υπάρχει ορθός τρόπος για να αυτοκτονεί κανείς;
Μάλλον θα υπάρχει, αφού το λένε αυτοί κάτι θα ξέρουν
Αφού το λένε τα ανδρείκελα, αυτά κάτι θα γνωρίζουν
Αφού το λένε οι προφέσορες κάτι θα ξέρουν
αυτοί οι προφέσορες όμως, έρχονται να κλέψουν τους επίγονους, ενδεδυμένοι το πέπλο της παντογνωσίας, κραδαίνοντας φακέλους που ασφυκτιούν από γιατρικά και λύσεις
Όπως ο Φάουστ έταζε θαύματα, αλλά είχε ήδη ξεπουλήσει την ψυχή του στο διάβολο
Θαύματα τάζουν κι αυτοί, μα τα θαύματα θα πεις, δεν απαιτούν θυσίες;
Κοίτα γύρω σου, δεν μοιάζει η πόλη με βωμό;
Αλλά δεν είναι μόνοι, όχι
Έχουν παντού σπαρμένες μαριονέτες
Τι; Δεν τις είδες τόσα χρόνια;
Μα καλά, δεν παρακολουθείς ειδήσεις;
Πως; Δεν τις στήριξες ποτέ;
Μα καλά, δεν ψήφισες ποτέ σου εσύ;
Ευρώπη, υπάρχεις γιατί υπάρχω κι εγώ, αυτό να λες Ρωμιέ γιατί αυτή είναι η αλήθεια
Εσύ την έπλασες και εσύ την καταστρέφεις, εσύ έχεις την δύναμη να την αλλάξεις
Εσένα γνωρίζει για πατέρα Ρωμιέ
Κάποτε σου έγραψα πως μοιάζεις με ηνίοχο, ηνίοχο πολιτισμών
Και είναι η αλήθεια, εσύ γιατί πεισματικά το αρνείσαι;
Μα ξέχασα, έτσι σου μάθανε να κάνεις
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 
Ταυτίζεις την οικονομία με το χρήμα, αιώνες τώρα
Οικονομώ σημαίνει προετοιμάζομαι
Είμαι έτοιμος για κάθε πιθανή στραβοτιμονιά της μοίρας
Εσύ ήσουν έτοιμος;
Η δικιά σου οικονομία υπακούει στον κυβερνήτη των χαμένων ψυχών, το χρήμα, κι η δικιά μου το ίδιο
Τι νόημα έχουν πια οι αποθήκες μας τώρα που είναι άδειες;
Ισορροπούμε ανάμεσα στην ευτυχία και την πλεονεξία, και νομίζουμε πως αν σταθούμε στη μέση δεν θα πέσουμε χάμω,
ασθμαίνοντας…λίγο ακόμη να ισορροπήσουμε, για να μπορούμε να γευόμαστε κι απ’ τα δυο
Κλείνουμε στο ίδιο ασκό  δυο αντίθετους ανέμους, τι νομίζεις θα συμβεί αν οι ανέμοι συγκρουστούν;
Οικονόμησε δύναμη, πίστη, υπομονή, σοφία, είναι οι μόνοι θησαυροί που δεν φθείρονται
ΧΡΕΟΣ
Οικονομικό ή ηθικό;
Ποιο από τα δυο σου δίνει φτερά για να πετάξεις;
Έχεις τη δύναμη της επιλογής, επέλεξε σοφά και δίκαια
Έχεις χρέος να εγερθείς κοιμώμενε άνθρωπε
Έχεις χρέος να υψωθείς κοιμώμενε Ρωμιέ, σταμάτα να παριστάνεις τον παρία στο Φράγκικο τούτο καρναβάλι
Βγάλε τη μάσκα που σου φορέσανε πριν δυο αιώνες
Μια μάσκα που αποδέχτηκες με τόση προθυμία, με τόση αγαλλίαση,
Λες κι είχε στερέψει ο κόσμος από ελπίδα
Χρέος σου είναι να εγερθείς, τότε μόνο θα εγερθεί η οικουμένη
Το έκανες ξανά, τι περιμένεις;
Μα ξέχασα, έτσι σε διδάξανε να κάνεις

Με πίστη,
Φρήντριχ