Μία ακόμη “οριακή” σύνοδος στις Βρυξέλλες. Μία ακόμη συμφωνία αργά τη νύχτα, την οποία ακολούθησαν αλληλοσυγχαρητήρια των Ευρωπαίων πολιτικών. Επρόκειτο για τη “συμφωνία έκτακτης βοήθειας” προς την Ελλάδα, η οποία έμοιαζε με σημαντική υπόθεση το βράδυ της Πέμπτης. Όμως, όταν ξύπνησες το πρωί της Παρασκευής και εξέτασες καλύτερα την όλη υπόθεση, ανακάλυψες ότι ήταν “αέρας κοπανιστός”. Για μία στιγμή είχαν κατορθώσει να σε ξεγελάσουν.
Αυτό που με μπέρδεψε περισσότερο απ’ όλα ήταν το σημείο που τόνιζε ότι η βοήθεια θα προσφερθεί υπό μορφή δανείου με επιτόκιο βασισμένο σε αυτά της αγοράς. Δηλαδή, υπονοείται ότι η αγορά δεν είναι πρόθυμη να δανείσει την Ελλάδα. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα αφηρημένη πρόταση.
Στην πραγματικότητα είναι δύσκολο να φανταστείς, ακόμη και σε ένα καθ’ όλα φανταστικό σενάριο, την Ε.Ε. να προσφέρει έκτακτο δάνειο. Η Ελλάδα θα πρέπει να στραφεί, εκ νέου, στις αγορές. Άλλωστε, είναι αδύνατον να φανταστείς πώς ένα δάνειο από την Ένωση -και μάλιστα με ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια- θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα.
Κρίνοντας από κάποιες δηλώσεις Ελλήνων, υποψιάζομαι ότι η βασική ιδέα είναι να προσπαθήσουν να τα καταφέρουν μόνοι τους και να χρησιμοποιήσουν την υπόσχεση για παροχή βοήθειας ως καθαρά ψυχολογική στήριξη προς τις αγορές. Πρόκειται, όμως, για ένα επικίνδυνο ψυχολογικό τρικ. Θα έχει επιπτώσεις, πιθανώς όχι αμέσως, αλλά κάποια στιγμή. Ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι η Standard & Poor’s ανακοίνωσε ότι η συμφωνία δεν πρόκειται να αλλάξει την αξιολόγηση που ο οίκος δίνει στην ελληνική οικονομία.
Το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι μόνο η δυσκολία άντλησης κεφαλαίων -άλλωστε μέχρι στιγμής δεν έχει καταγραφεί κάτι τέτοιο- αλλά τα επιτόκια τα οποία καλείται να πληρώσει η χώρα για την αναχρηματοδότηση του χρέους της. Επιτόκια εξαιρετικά υψηλά που θέτουν σε κίνδυνο την οικονομία. Πρόσφατα η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόγραμμα λιτότητας με στόχο τη μείωση του ελλείμματος κατά 4% του ΑΕΠ. Αυτό θα οδηγήσει σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση.
Όταν μία χώρα εφαρμόζει πρόγραμμα τόσο σκληρής λιτότητας έχει ανάγκη από κάποια κίνηση ανακούφισης, προκειμένου να κατορθώσει να επιβιώσει μέσα στην ύφεση. Σε φυσιολογικές συνθήκες αυτό σημαίνει είτε υποτίμηση του νομίσματος, είτε παροχή χαμηλότοκων δανείων, συνήθως από το ΔΝΤ, είτε ακόμα και τα δύο. Η Ελλάδα, όμως, δεν έχει πρόσβαση σε κανένα.
Υπό αυτές τις συνθήκες θα φτάσουμε σε ένα σημείο όπου η ελληνική κυβέρνηση θα κατανοήσει πως η χρεοκοπία είναι η μόνη οικονομικά βιώσιμη λύση, ιδιαίτερα από τη στιγμή που το 70% των ελληνικών ομολόγων βρίσκεται σε χέρια ξένων. Εάν, δε, είναι έξυπνοι (οι Έλληνες), πρώτα θα πάρουν τα χρήματα της Ε.Ε. και κατόπιν θα κηρύξουν χρεοκοπία. Οτιδήποτε πάντως και εάν επιλέξουν, η χρεοκοπία είναι το βασικό θέμα, όχι το πρόγραμμα στήριξης. Όσοι επενδύουν σε ομόλογα καλό θα είναι να το έχουν στο μυαλό τους.
Η συμφωνία και ο τρόπος με τον οποίο επιτεύχθηκε προκάλεσε αρκετά ερωτήματα για το πώς “κυβερνάται” η ευρωζώνη και για την ετοιμότητα των πολιτικών της να τη στηρίξουν σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Όπως το έθεσε και η Γαλλίδα οικονομολόγος, κ. Agnes Benassy-Quere: ο συνδυασμός μη διάσωσης, μη χρεοκοπίας και μη ομαλής αναχρηματοδότησης του χρέους δεν είναι βιώσιμος. Ένα πακέτο βοήθειας με επιτόκιο αγοράς, ενάντια στο οποίο οι 16 ηγέτες της ευρωζώνης μπορούν να ασκήσουν βέτο, δεν πρόκειται να λύσει το όλο θέμα.
Η Ε.Ε. έφτασε σε αυτήν τη συμφωνία όχι γιατί θέλει να δημιουργήσει έναν μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων, αλλά λόγω συμβιβασμού δύο αντίθετων απόψεων.
Προτεραιότητα για τη Γερμανίδα καγκελάριο κ. Angela Merkel ήταν να μην υπάρξει παράβαση του κανόνα μη διάσωσης και να θεσμοθετηθεί η δυνατότητα άσκησης βέτο ενάντια στην παροχή έκτακτης βοήθειας. Το Βερολίνο δεν θέλει να πληρώσει ούτε ένα σεντς.
Η προτεραιότητα για την ΕΚΤ ήταν να μειωθεί η βαρύτητα του ρόλου του ΔΝΤ. Ο λόγος ήταν ότι ο ενισχυμένος ρόλος του ΔΝΤ θα πρόσφερε στον οργανισμό “λόγο” για τα τεκταινόμενα στην ευρωζώνη και πιθανώς θα αμφισβητούσε την ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Ο μόνος λογικός τρόπος να ενώσεις αυτές τις δύο πλευρές ήταν η δημιουργία ενός τόσο δαιμόνιου και παράλληλα περιοριστικού μηχανισμού ο οποίος δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει.
Η συμφωνία δεν λύνει τα προβλήματα ούτε της Ελλάδας ούτε οποιασδήποτε άλλης χώρας που μπορεί να βρεθεί στην ίδια θέση. Όμως, λύνει τα προβλήματα της κ. Merkel και έως έναν βαθμό και αυτά της ΕΚΤ. Σε κανένα σημείο κατά τη διάρκεια της συνόδου οι ηγέτες της ευρωζώνης δεν προσπάθησαν να βρουν λύση για το δίκοπο μαχαίρι που κρέμεται πάνω από την περιοχή: την έλλειψη μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων και το τεράστιο πρόβλημα των ανισορροπιών στο εσωτερικό της.
Εν τω μεταξύ, εξακολουθούμε να έχουμε τα ίδια ερωτήματα με αυτά που είχαμε και την προηγούμενη εβδομάδα: Είναι ρεαλιστικό το πρόγραμμα λιτότητας της Ελλάδας; Θα καταφέρει η Ελλάδα να ξεπεράσει τα προβλήματά της; Τι θα συμβεί εάν και η Πορτογαλία αντιμετωπίσει προβλήματα; Τι συμβαίνει στην Ισπανία; Τι συμβαίνει στην Ιταλία; Υπάρχει ατζέντα που να αφορά στις ανισορροπίες στο εσωτερικό της ευρωζώνης; Η Γερμανία θα αποδεχτεί ποτέ την ευθύνη που έχει για την προώθηση της ενοποίησης ή θα συνεχίσει να θεωρεί ότι το σωστό είναι και οι υπόλοιποι να της μοιάσουν;
Όλες οι παραπάνω ερωτήσεις εξακολουθούν να μένουν αναπάντητες.
Θα πρέπει να παραδεχτώ ότι οι βραδινές σύνοδοι, η δραματική ανακοίνωση της συμφωνίας και η συνέντευξη Τύπου των Ευρωπαίων ηγετών είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός τρόπος για να πείσεις τους εκτός ότι όλα είναι καλά. Άλλωστε, η κ. Merkel διαθέτει εξαιρετική πειθώ. Όμως, η πολιτική του αέρα κοπανιστού δεν μπορεί να ξεγελά για πάντα. Άλλωστε, δεν πρόκειται να έχει καλή κατάληξη.
antinews.gr
ΠΗΓΗ: The Financial Times Ltd