Η Τοπική Αυτοδιοίκηση την τελευταία τριακονταετία λειτούργησε σαν εκτροφείο διαφθοράς. Ιπποφορβείο δρομώνων για διαγωνισμό σε στίβο ρεμούλας. Εκεί νεόκοποι δημοτικοί σύμβουλοι μαθήτευαν στις μεθόδους υπεξαίρεσης. Όσοι επεδείκνυαν προσόντα προωθούνταν στη δημαρχία. Οι δε πιο ικανοί «ανέβαιναν κατηγορία» ή αν θέλετε «άλλαζαν πίστα» σε βουλευτικές και υπουργικές θέσεις. Από κει και από τις κομματικές νεολαίες αντλούσε όλο το πολιτικό σύστημα στελέχη και υποτακτικούς.
Εκτροφείο διαφθοράς
Υπήρξαν δήμαρχοι που αποχώρησαν από την Αυτοδιοίκηση φτωχότεροι από ό,τι εισήλθαν. Έφταναν στο σημείο να εισφέρουν από την τσέπη τους για να καλύψουν ανάγκες του δήμου ή για να συνδράμουν δοκιμαζόμενους δημότες. Αλλά είναι πλέον υπερήλικες ή αποβιώσαντες, είχαν εκλεγεί πριν το 1982.
Η πολιτεία εκείνων των παλιών προσιδίαζε στο δημαρχιακό αρχέτυπο, τους Γράκχους. Των συγχρόνων προσιδιάζει μάλλον στους Σαράντα Κλέφτες του παραμυθιού «Αλη Μπαμπα».
Δεν ωραιοποιούμε το παρελθόν, πάντοτε υπήρχαν «Γκρούεζες ». Αλλά υπήρχαν τρεις διαφορετικές παράμετροι που συνδυαστικά προσέδιδαν συστημική ισορροπία στην τοπική διακυβέρνηση.
Πρώτον, σε ικανό ποσοστό το κίνητρο εκλογής πήγαζε από μια νοοτροπία ευπατρίδη, που θέλει να υπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο και να αποκομίσει δόξα.
Δεύτερον, χωρίς να είναι ακομμάτιστες ή ανεξαρτητοπημένες από τις εθνικές, οι αυτοδιοικητικές εκλογές λειτουργούσαν σαν πηγαία δημοκρατία για τις τοπικές κοινωνίες, παρέχοντάς τους μια ευκαιρία να αμείψουν με αξίωμα τα διακρινόμενα μέλη τους και να ωφεληθούν από τις ικανότητές τους.
Τρίτον, ο δήμαρχος/κοινοτάρχης διέθετε μικρό προϋπολογισμό για να ικανοποιεί περιορισμένες, σε σύγκριση με σήμερα, αρμοδιότητες : καθαριότητα, ύδρευση, αποχέτευση, οδοποιία, ληξιαρχείο. Και βρισκόταν υπό τον έλεγχο κεντρικά διορισμένου Νομάρχη.
Στην ιστορική πορεία οι τρεις παράμετροι εξαλείφτηκαν από το συνονθύλευμα που βαφτίζει ξεδιάντροπα την αποψιλωμένη σύναξη του εθνικό γεγονός .
Το ΠΑΣΟΚ με την έλευσή του στην εξουσία υλοποίησε τον σχεδιασμό του για «Πολίτευμα με Τρεις Πυλώνες» : Κοινοβούλιο, Συνδικαλισμός, Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Ήταν το μόνο υπεσχημένο που υλοποίησε πλήρως, διότι υπηρετούσε τον στρατηγικό στόχο της εγκαθίδρυσης σε όλη την Επικράτεια ελεγχόμενου καθεστώτος.
Αναμφίβολα ο στόχος επιτεύχθηκε, τουλάχιστον για την παρελθούσα τριακονταετία. Το πού οδήγησε συνολικά το βιώνουμε σήμερα.
Ειδικά όμως σε ό,τι αφορά την Τοπική Αυτοδιοίκηση, δεδομένου ότι ο κοινωνικός βίος οργανώνεται με πυρήνα τις τοπικές κοινότητες, οι συνέπειες διαπέρασαν και εν τέλει μεταμόρφωσαν δυστυχώς επί τα χείρω ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Αυτό που υποκινούσε την πολιτική του ΠΑΣΟΚ ήταν ένα κοινωνιολογικό δεδομένο και δυο πολιτικές στοχεύσεις, όλα αλληλένδετα. Το κοινωνιολογικό δεδομένο ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ στην πρώιμη περίοδο δεν διέθετε κοινωνικά στελέχη – και δεν θα μπορούσε. Εκτός από κομματικά στελέχη προερχόμενα από φοιτητές, παλαιοκεντρώους και αριστερούς κάθε απόχρωσης, ελάχιστοι αξιόλογοι και ικανοί άνθρωποι, επιτυχημένοι επαγγελματικά και με αποδοχή στις τοπικές κοινωνίες, πλησίαζαν τον Ανδρέα, που είχε πάντα μηδαμινή απήχηση στους σοβαρούς ανθρώπους.
Οι στοχεύσεις ήταν πρώτον, η πλήρης κομματικοποίηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κατά το πρότυπο της Αριστεράς η οποία εξουσιάζει πάντα ολοκληρωτικά, ώστε αφενός μεν να ελέγχει τις τοπικές κοινωνίες, αφετέρου δε να λειτουργεί σαν συγκοινωνούν δοχείο με την κεντρική εξουσία, την οποία θα τροφοδοτούσε με ψηφοφόρους στις εθνικές εκλογές. Και δεύτερον, η ανάδειξη και άντληση πολιτικών στελεχών, μελλοντικών κομματικών «ταλιμπάν».
Εργαλείο για την επίτευξη των στόχων: η διαχείριση από τους δημοτικούς άρχοντες πρωτοφανών κονδυλίων.
Με το ισχυρό ρεύμα που το έφερε αρχικά στην κυβέρνηση, από τις πρώτες μετέπειτα δημοτικές εκλογές το ΠΑΣΟΚ προώθησε λυσσαλέα στις δημοτικές αρχές άγνωστους, άκαπνους και ανίκανους με μοναδικό προσόν τον κομματικό φανατισμό, όπως και ορισμένους ημιαναγνωρίσιμους τυχοδιώκτες που έσπευσαν να ανέβουν στο τραίνο.
Όλοι αυτοί με την εκλογή τους άρχισαν μαζικούς διορισμούς, προμήθειες πάσης φύσεως, φαραωνικά έργα με αντίστοιχο κόστος – και αντίστοιχο ίδιον «όφελος».
Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται για δυο πρακτικές. Τις ιδρύσεις δημοτικών επιχειρήσεων παντός σκοπού με εντελώς αδιαφανή οικονομικά, μετέπειτα «κουφάρια» που έκλεισαν εκκαθαριζόμενες άρον-άρον, όπου εκτός άλλων «πάρκαραν» για αργομισθίες επίλεκτοι ευνοούμενοι.
Και τις ελεγχόμενες όσον αφορά την ακριβή σκοπιμότητα επεκτάσεις σχεδίων πόλεων, που έφεραν τεράστια προσωπικά κέρδη σε δημοτικούς παράγοντες και στον περίγυρό τους, από υπεραξίες γης, ανάθεση μελετών, έργα υποδομής στις επεκτάσεις.
Υπάρχει ο τετριμμένος αντίλογος για όσα γράφονται μέχρι εδώ και όσα θα ακολουθήσουν. Ότι η μισή κοινωνία ήταν αποκλεισμένη από το «Κράτος της Δεξιάς», ότι μια συντηρητική «μούχλα» εμπόδιζε νέες, ζωτικές κοινωνικές δυνάμεις να βγουν στην επιφάνεια, ότι το ΠΑΣΟΚ είχε την ιστορική νομιμοποίηση.
Με εξαίρεση την ανάγκη κοινωνικής ανανέωσης, που όμως οφείλει να γίνεται με τους άριστους και όχι με τους χείριστους, εκ του ιστορικού αποτελέσματος ο αντίλογος αποδείχθηκε αβάσιμος.
Υπήρχε λόγος που κάποιοι ήταν στο κοινωνικό περιθώριο ή στα χαμηλά στρώματα. Κι αυτός ήταν η ηθική, πνευματική και φυσική τους μειονεξία.
Γι’ αυτό το ΠΑΣΟΚ βαρύνεται αμετάκλητα με το ότι κατήργησε την αντιστοίχιση αξίας με κατάληψη αξιώματος, ότι εκτίναξε το Δημόσιο Χρέος με αφειδή παροχή στους δήμους εθνικών πιστώσεων ή εγγυήσεων δανείων που κατέπεσαν, ότι θέσπισε την ατιμωρησία για την κατασπατάληση δημοσίου χρήματος.
Υπήρξαν επίσης δυσμενείς εξελίξεις στην εξουσία, ανθρωπολογικά. Ελάχιστοι, και σίγουρα όχι οι μετριότητες, επιθυμούν ως υφιστάμενο κάποιον υπέρτερό τους σε αξία ή ανεξαρτησία, επειδή θα τούς επισκιάζει ή θα τούς φέρνει αντιρρήσεις. Έτσι όταν για κορυφή μιας κοινωνίας, δήμαρχος, επιλεγόταν μια μετριότητα, μοιραία αυτός επέλεγε ηλιθιότερους και πειθήνιους αντιδημάρχους και δημοτικούς συμβούλους. Και εκείνοι με τη σειρά τους ηλιθιότερους των ιδίων δημοτικά στελέχη.
Θεμελιώθηκε έτσι μια πυραμιδική βλακοκρατία που εκδίωξε τους έντιμους και ικανούς από τα κοινά.
Η ποιότητα του ανθρωπίνου παράγοντα που ασχολείτο με τα δημοτικά πράγματα υποβαθμίστηκε περαιτέρω από παράλληλες, άδηλες και μηδέποτε αναφερόμενες κοινωνικές διεργασίες.
Σε μια κοινωνία όπου η αναγνώριση αξίας υπόκειται σε μετρήσιμη και αποδεκτή μέθοδο, παράδειγμα η κτήση πτυχίου μετά από εξετάσεις ή η οικονομική επιφάνεια μετά από έντιμη και κοπιώδη εργασία, καθένας γνωρίζει τη θέση του και δεν διεκδικεί όσα η κοινωνία τού αποδεικνύει ότι δεν δικαιούται.
Όμως επειδή ο μιμητισμός αποτελεί κινητήρια δύναμη, όταν οι χαμηλού επιπέδου έβλεπαν τους ομοίους τους να ανελίσσονται ευνοιοκρατικά και όχι αξιοκρατικά άρχισαν να διακατέχονται από αίσθημα φθόνου: ένα γιγάντιο «γιατί όχι κι εγώ;» κυρίευσε χιλιάδες ανάξιους και τους οδήγησε στην τοπική πολιτική, μερικούς δε και παραπέρα.
Εξάλλου, παλαιότερα, τα δημοτικά/κοινοτικά συμβούλια αποτελούντο κυρίως από ελευθεροεπαγγελματίες και επιστήμονες.
Με την ανάδειξη από το ΠΑΣΟΚ της δημοσιοϋπαλληλίας σε προνομιούχο τάξη, πλημμύρισαν τα δημοτικά ψηφοδέλτια από δημοσίους υπαλλήλους, πολλοί από τους οποίους έμμεσα εκβίαζαν την ψήφισή τους με την εξουσία που λόγω θέσης διέθεταν. Ποιος δημότης θα αρνούταν ψήφο π.χ. στον εφοριακό που τον ήλεγχε ή στον καθηγητή του παιδιού του;
Οι εκ προθέσεως στρεβλώσεις οδήγησαν στο να δημιουργηθούν μέσα στους δημοτικούς οργανισμούς μηχανισμοί που λίγο διέφεραν από την μαφία, ήταν παντός κομματικού καιρού και πλούτιζαν από πόρους και έργα υποτίθεται υπέρ της Αυτοδιοίκησης. Οι μηχανισμοί αυτοί, με βάση την διαρκή εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, προωθούσαν νέους υποψηφίους όταν κάποιοι εκλεκτοί τους αιρετοί αποχωρούσαν από την Αυτοδιοίκηση ή αναβαθμίζονταν πολιτικά, ενώ στις βουλευτικές εκλογές γίνονταν αντικείμενο αντιπαροχής με τους φιλόδοξους πολιτευτές της εκλογικής περιφέρειας. Οι μηχανισμοί πριμοδοτούσαν με ψήφους βουλευτές και ύστερα τροφοδοτούνταν από τους εκλεγέντες με προνόμια και δημόσια έργα, δηλαδή εισόδημα για την κάστα τοπικής εξουσίας.
Σε περίπτωση που στην περιφέρεια υπήρχε ισχυρός πολιτικός παράγων η ισχύς λειτουργούσε αντίστροφα: ο βουλευτής/υπουργός «έβγαζε» δήμαρχο/δημάρχους κάποιον εκλεκτό του για να αποτελούν οι δήμοι ψηφοσυλλεκτικό μηχανισμό του.
Σύνηθες το φαινόμενο στις περιφέρειες της Αττικής, από όπου προέρχεται η πλειοψηφία της κοινοβουλευτική «ελίτ», και όπου διαπρεπείς υπουργοί διατηρούν κύκλο δημάρχων και δημοτικών συμβούλων – ψηφοπρομηθευτών. Όταν πάλι ένας αυτοδιοικητικός ευρείας απήχησης εμφανιζόταν ως ενδεχόμενος κίνδυνος-ανταγωνιστής, ο βουλευτής/υπουργός τον «πριόνιζε» παντοιοτρόπως στις εκλογές ή στην άσκηση διοίκησης.
Οφείλει να ειπωθεί ότι αν το ΠΑΣΟΚ υπήρξε φυσικός και ηθικός αυτουργός στην φαυλότητα, τόσο η ΝΔ όσο και η λοιπή Αριστερά, όπου είχαν επιρροή, δεν διαφοροποιήθηκαν δραματικά παρά μάλλον υιοθέτησαν την πεπατημένη που χάραξαν οι «πράσινοι», μοιραία γενόμενοι μέτοχοι στην «Δημοτική Διαφθορά ΑΕ».
Το υπερκομματικό της διαπλοκής υποδηλώνεται σε περιπτώσεις όπου κάποιος τοπικά δημοφιλής, παρότι εξαιτίας ισχυρού εσωκομματικού ανταγωνισμού δεν έπαιρνε το κομματικό χρίσμα, κατερχόταν σε σύμπραξη με δημοτικές παρατάξεις κομματικά αντίθετες. Περιπτώσεις φαινομενικά απίθανων συνδυασμών που αποκλήθηκαν «αντάρτες», ενώ απλά ήταν τα δομημένα συμφέροντα που οδηγούσαν σε δημοτικές ωσμώσεις υποτίθεται πολιτικά ετερόκλητους.
Εννοείται, δεν ήταν και δεν είναι όλοι οι δημοτικοί άρχοντες διεφθαρμένοι. Αλλά εκείνοι που είναι καταφέρνουν να διαμορφώνουν για την πολιτεία τους μια «άσπιλη» δημόσια εικόνα, με την οργανική συνδρομή ενός επίσης φαύλου και κρατικοδίαιτου Τύπου, υπερτοπικού και τοπικού, καλά ταϊσμένου με καταχωρήσεις προβολής έργων, διακηρύξεις, δημοσιεύσεις και συναφές, υπερτιμολογούμενο αντικείμενο.
Η Γαλλία των 65 εκατομμυρίων κατοίκων έχει πέντε μεγάλες ημερήσιες εφημερίδες, πέντε μεγάλες εβδομαδιαίες, καμιά τριανταριά επαρχιακές και μερικούς μείζονες τηλεοπτικούς σταθμούς. Κάντε τη σύγκριση με την Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων, που έχει δεκάδες ημερήσιες (πολιτικές, οικονομικές, αθλητικές) εφημερίδες, εκατοντάδες επαρχιακές, πάνω από δέκα κανάλια εθνικής εμβέλειας και 101 κανάλια περιφερειακής-τοπικής εμβέλειας με άδεια από το ΕΣΡ.
Δεν είναι τυχαίο ότι η «έκρηξη» του Τύπου έπεται χρονικά από την «απογείωση» των διαθεσίμων κονδυλίων των δήμων, πολλοί των οποίων ενεπλάκησαν σε ίδια μέσα ενημέρωσης όπως ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Με βαθμιαία διαμορφωνόμενο ένα υπόβαθρο φαυλότητας στον αυτοδιοικητικό χώρο, ήρθαν δύο σημαντικές παρεμβάσεις.
Πρώτον, η χρηματοδότηση δημοτικών έργων από ευρωπαϊκά κονδύλια.
Δεύτερον, ο Νόμος 2539/1997 («Καποδίστριας») που υπηρετούσε την ανάγκη συνένωσης κοινοτήτων, αλλά με κομματικά κριτήρια, ήτοι με την δημιουργία δημοτικών οργανισμών όπου το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε δυνητικά να λαμβάνει την πλειοψηφία, με την υπογραφή του Αλέκου Παπαδόπουλου, ενός πολιτικού που εκκίνησε από το Δημοτικό Συμβούλιο Αργυρούπολης και διατήρησε προφίλ αδιάφθορου.
Η ένταξη δημοτικών/κοινοτικών έργων στα χρηματοδοτούμενα από Κοινοτικούς πόρους Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα (ΠΕΠ), η απαλλαγή από τις ισχνές δεσμεύσεις των εθνικών πόρων, υπήρξε το «Άγιο Δισκοπότηρο» της Αυτοδιοίκησης.
Δυστυχώς για τους λάθος λόγους. Ενώ σκόπευε στην δημιουργία υποδομών παρέσχε τα χρήματα για καταναλωτική κραιπάλη στερημένων.
Η έννοια του δημοσίου έργου αποσυνδέθηκε από το πρωτεύον κριτήριο της κοινωνικής χρησιμότητας και εξελίχθηκε σε μέσο για κλοπή. Μελετητές, υπηρεσιακοί παράγοντες, σύμβουλοι, ιδιοκτήτες απαλλοτριούμενων, εργολάβοι, αυτοδιοικητικοί άρχοντες, αποτέλεσαν νεόκοπο κοινωνικό στρώμα που με φράγκα των «κουτόφραγκων» άλλαξε τα άφιλτρα και το τσίπουρο με πούρα και μωλτ.
Έργα έγιναν. Αλλά πώς, και με πόσα. Και πόσα έμειναν ημιτελή, καταλείποντας μια ψωραλέα εικόνα περιβαλλοντικής ασχήμιας.
Θυμάμαι έναν κοινοτάρχη, ιδιοκτήτη χωματουργικών μηχανημάτων, που για να κάνει ο ίδιος εργασίες κατέστρεψε την φυσική ομορφιά της δενδρόφυτης παραλίας μιας πανέμορφης κώμης, κατασκευάζοντας δήθεν μια promenade. Χωρίς καν εγκεκριμένες μελέτες. Τον επόμενο χειμώνα οι ισχυροί κυματισμοί που παρατηρούνται στην περιοχή σάρωσαν το «έργο», διεκδικώντας από τους ιδιοτελείς ό,τι ανήκει στη Φύση.
Ο «Καποδίστριας» εκκινούσε από μια πραγματικότητα: η ύπαιθρος λόγω της αστυφιλίας ερήμωνε – ή κάποιοι επιθυμούσαν να ερημώσει για να δημιουργηθούν τα ισχυρά αστικά και καταναλωτικά κέντρα, που σήμερα πένονται.
Αφού (ο νόμος) κατήργησε την έννοια της μοναδικής καταγωγικής κοινότητας, που σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούσε μόνο με έναν πρόεδρο και έναν γραμματέα, δημιούργησε πολυάνθρωπους δημοτικούς οργανισμούς, με οφίτσια και παχυλούς μισθούς. Παρείχε επίσης κονδύλια για την οργάνωση των συνενώσεων. Άλλο πάρτυ.
Ίσως την πλέον παραστατική εικόνα για τον «Καποδίστρια» την έδωσε ένας επαγγελματίας μιας κωμόπολης στην οποία βρέθηκα χρόνια πριν, προτού εκδηλωθεί η Κρίση: «Προχθές, μια καταιγίδα έσπασε κλαδιά ενός δένδρου δίπλα από το γραφείο μου. Ήρθε ένας εργάτης του Δήμου με αλυσοπρίονο για να τα κόψει ώστε να μην δημιουργούν κίνδυνο και οι τρεις αντιδήμαρχοι για να επιβλέψουν. Το συλλαμβάνεις; Πληρώνουμε τρεις ανθρώπους από 1800 ευρώ το μήνα για να κάθονται με σταυρωμένα στο στήθος χέρια να κοιτάνε έναν εργάτη»!
Για πολλούς ανεπρόκοπους, με τους μισθούς και τα κονδύλια της Αυτοδιοίκησης το παλιό απόφθεγμα «Από δήμαρχος κλητήρας» έχασε την αποτρεπτική ισχύ του. Πλήθος πολιτευτών, ανθυποψηφίων, μικροφιλοδόξων, «διατελεσάντων», πρώην βουλευτών και υπουργών συνωστιζόταν για μια θέση στην αιρετή αυτοδιοίκηση.
Οι δήμαρχοι και οι αιρετοί περιφερειάρχες είναι οι μόνοι που διαχειρίζονται χρήμα, πέραν της κεντρική εξουσίας.
Συνοπτικά, η Τοπική Αυτοδιοίκηση την τελευταία τριακονταετία λειτούργησε σαν εκτροφείο διαφθοράς. Ιπποφορβείο δρομώνων για διαγωνισμό σε στίβο ρεμούλας. Εκεί νεόκοποι δημοτικοί σύμβουλοι μαθήτευαν στις μεθόδους υπεξαίρεσης. Όσοι επεδείκνυαν προσόντα προωθούνταν στη δημαρχία. Οι δε πιο ικανοί «ανέβαιναν κατηγορία» ή αν θέλετε «άλλαζαν πίστα» σε βουλευτικές και υπουργικές θέσεις. Από κει και από τις κομματικές νεολαίες αντλούσε όλο το πολιτικό σύστημα στελέχη και υποτακτικούς.
Έτσι, ιστορικά, φτάσαμε στην είδηση: «Ποσά “μαμούθ” οι μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις των δήμων».
Που παρά τις περικοπές και τις ρυθμίσεις, μόνο οι Ληξιπρόθεσμες Οφειλές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης τον Σεπτέμβριο 2012, με επίσημα στοιχεία του Υπ. Οικονομικών ήταν περίπου 1 δις ευρώ, ενώ 23 Δήμοι δεν έστειλαν στοιχεία.
Και είναι αμφίβολο αν κανείς μπορεί να αθροίσει επακριβώς τις πλήρεις υποχρεώσεις των Δήμων, πόσο τελικά κόστισε η Τοπική Αυτοδιοίκηση τα τριάντα αυτά χρόνια και επιτέλους τι απέφερε.
Αυτό που σίγουρα κατέλειπε είναι άλλη μια χαμένη ευκαιρία για δημιουργία ουσιαστικών υποδομών και ποιότητας ζωής, άλλο ένα χαμένο Σχέδιο Μάρσαλ.
Κατέλειπε όμως και επιτακτική ανάγκη ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων – αν θέλουμε να υπάρξουμε.
Γι’ αυτό, συνεχίζεται …