Να θυμίζω επίσης σε όσους έχουν την "κακή" συνήθεια να διαβάζουν, ότι πριν ανέβει στην εξουσία ο Μεταξάς, η ΓΣΕΕ ήταν διασπασμένη σε τρεις ΓΣΕΕ με το ΚΚΕ να οχυρώνεται πίσω από τους ταξικούς αγωνιστές και την καθαρότητα.
Σήμερα, που ο φασισμός αποτελεί υπαρκτή κυβερνητική συνιστώσα της πολιτικής-κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, ανταγωνίζεται την ΓΣΕΕ το ΚΚΕ με σύνθημα την καθαρότητα και τους ταξικούς αγώνες.
Σήμερα, που ο φασισμός αποτελεί υπαρκτή κυβερνητική συνιστώσα της πολιτικής-κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, ανταγωνίζεται την ΓΣΕΕ το ΚΚΕ με σύνθημα την καθαρότητα και τους ταξικούς αγώνες.
Γράφει ο Βαγγέλης Κωνσταντίνου
Αποτελεί ομολογία ήττας και ομολογία φασιστικής συνείδησης και φασιστικού λόγου, η παρέμβαση στο δικαίωμα των εργαζομένων να συνεδριάζουν, να οργανώνονται και να αποφασίζουν.
Αφού η ΔΑΚΕ δεν μεταβλήθηκε σε απεργοσπαστικό μηχανισμό της Κυβέρνησης, όπως είναι για το ΠΑΣΟΚ η ΠΑΣΚΕ όταν ήταν Κυβέρνηση, ο Σαμαράς προστρέχει στην γενναιοδωρία του αυταρχισμού, του φασισμού και της υπεροχής του Κράτους δυνάστη και του Κράτους υπερασπιστή των κερδών και των δικαιωμάτων της οικονομικής ελίτ και των πολυεθνικών.
Να θυμίζω επίσης σε όσους έχουν την "κακή" συνήθεια να διαβάζουν, ότι πριν ανέβει στην εξουσία ο Μεταξάς, η ΓΣΕΕ ήταν διασπασμένη σε τρεις ΓΣΕΕ με το ΚΚΕ να οχυρώνεται πίσω από τους ταξικούς αγωνιστές και την καθαρότητα.
Σήμερα, που ο φασισμός αποτελεί υπαρκτή κυβερνητική συνιστώσα της πολιτικής-κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, ανταγωνίζεται την ΓΣΕΕ το ΚΚΕ με σύνθημα την καθαρότητα και τους ταξικούς αγώνες.
Θα πρέπει επίσης να θυμίσω ότι επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη, την περίοδο των φοιτητικών και μαθητικών συγκρούσεων το 1990, στο κέντρο της Αθήνας οι συγκρούσεις με τους Φασίστες είχαν σαν αποτέλεσμα να προκληθεί πυρκαγιά με την ρίψη οβίδων ασφυξιογόνων αερίων από τα ένστολα δίποδα, στο κατάστημα ενδυμάτων του Κ. Μαρούση. Όταν οι πυροσβεστικές δυνάμεις πήγαν στο σημείο αυτό δέχτηκαν την επίθεση των ΜΑΤ ώστε να αποτεφρωθεί πλήρως το κατάστημα. Όμως μετά τα μεσάνυχτα από τις στάχτες ανασύρθηκαν τέσσερις σωροί πολιτών.
Τα ίδια γεγονότα έλαβαν χώρα πάλι, με τρεις νεκρούς εργαζόμενους στο κλειδωμένο κτίριο της ΜΑΡΦΙΝ με φασιστική κυβέρνηση, την Κυβέρνηση ΓΑΠ. ...
Μια ομάδα 50 ατόμων, περίπου, περικύκλωσε την τράπεζα, πέταξε μολότοφ, το κτίριο τυλίχθηκε στις φλόγες. Οι περισσότεροι κατάφεραν να βγουν, με διάφορους τρόπους από αυτό, εκτός από την Αγγελική, τον Επαμεινώνδα και την Παρασκευή .
Μια ομάδα 50 ατόμων, περίπου, περικύκλωσε την τράπεζα, πέταξε μολότοφ, το κτίριο τυλίχθηκε στις φλόγες. Οι περισσότεροι κατάφεραν να βγουν, με διάφορους τρόπους από αυτό, εκτός από την Αγγελική, τον Επαμεινώνδα και την Παρασκευή .
Θα πρέπει επίσης να είμαστε υποψιασμένοι, πως ότι μέχρι σήμερα έχει κατηγορηθεί ως «αναρχικό» που καταστρέφει κτήρια και ατομικές επιχειρήσεις στις διαδηλώσεις, χωρίς να αποκλείεται το αντίθετο, αποτελούν οργανωμένα τμήματα στρατευμένων από κομματικές παρακρατικές οργανώσεις, που σε άλλες περιπτώσεις εμφανίζονται ως διαμαρτυρόμενοι πολίτες εναντίων απεργών, άλλοτε ως κατεστραμμένοι οικονομικά έμποροι και αυτοαπασχολούμενοι λόγω των απεργιών και των διαδηλώσεων και άλλοτε ως «τρομοκράτες» που καίνε, καταστρέφουν, ακόμα και δολοφονούν.
Μεταξύ των συμβούλων που «προσλαμβάνονται» από τα Πρωθυπουργικά γραφεία, προσλαμβάνονται και ειδικοί από το εξωτερικό με εμπειρία στην κατασκευή γεγονότων και με ικανότητα να στρατολογούν ανεγκέφαλους μπαχαλάκιδες δημιουργώντας δυνάμεις κρούσης και καταστροφής, που συνεργάζονται τόσο με ακροδεξιές και ναζιστικές οργανώσεις όσο και με την επίσημη αστυνομία.
Στόχος να τρομοκρατηθεί και να αποτεφρωθεί η συνείδηση αντίστασης των πολιτών κατά των ληστρικών και φασιστικών στρατηγικών στις οποίες, και με τις οποίες, οι Κυβερνήσεις παράγουν πολιτικές υπέρ συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων.
Με τα παραπάνω θέλω να σας υποβάλλω στον προβληματισμό που ερωτά γιατί η Κοινωνία σε κάθε φάση εξέλιξής της αδυνατεί να οργανώσει σχήματα και θεσμούς που να παράγουν εκείνες τις δυνάμεις αντί-εξουσίας προς την εξουσία του Κράτους και των θεσμικών οργάνων του Κράτους;
Προφανώς, και επειδή, η διανόηση μέχρι σήμερα δεν μας έχει συνηθίσει να παράγει εκείνο τον αναγκαίο καθαρό πολιτικό λόγο, που θα μπορούσαμε να τον αδράξουμε σε κάθε φάση της εξελικτικής διαδικασία και μέσα από αυτόν να δημιουργούμε τους κάθε φορά αναγκαίους θεσμούς που να υπηρετούν στόχους και στρατηγικές ολοκλήρωσης των κοινωνικών σε οικονομικά υποκείμενα.
Επειδή προφανώς μας δίδαξαν πως οι αναγκαίες γνώσεις, οι χρήσιμες γνώσεις είναι οι γνώσεις που έχει ανάγκη το αφεντικό για να μας προσλάβει στην δουλειά του, για να ζήσουμε με "αξιοπρέπεια" δημιουργώντας την ίδια οικογένεια, που θα διδαχθεί τις ίδιες γνώσεις για τα ίδια ή και για καινούργια αφεντικά, που μας χρειάζονται στην δούλεψή τους.
Επειδή ίσως μας δίδαξαν την ελευθερία όπως αυτοί την ερμηνεύουν, κάθε άτομο ελεύθερο και δυνατό, κόντρα σε ότι οι παλιοί δάσκαλοι μας, με παραμύθια αφηγώντας τα , μας μάθαιναν πως μια βέργα σπάει εύκολα, ένα δεμάτι από βέργες δεν μπορεί κανείς να το σπάσει.
Αυτό, ενώ αποτελεί δυστύχημα για την διανόηση, αποτελεί ομοίως δυστύχημα και για την κοινωνία μας, η οποία τα έχει άλλοτε εντελώς συγκεχυμένα και άλλοτε εντελώς χαμένα.
Ενώ από την μεριά της Κρατικής κυβερνητικής εξουσίας, δεν κρύβεται ούτε η ταξική καταγωγή του κράτους ούτε κρύβονται οι πολιτικές προστατευτισμού της κραταιάς ολιγαρχίας επί της κοινωνίας, από την άλλη η Κοινωνία δεν μπορεί να κατανοήσει ότι δεν είναι ούτε Κράτος ούτε έστω το αδύναμο μέρος του Κράτους.
Έτσι, στο αιτιολογικό επιχείρημα ότι οι πολιτικές που έχουν συμφωνηθεί με τους πιστωτές και τις εξουσιαστικές οικονομικές ελίτ, αποσκοπούν στην σωτηρία της χώρας, την σωτηρία της πατρίδος, η Κοινωνία παρακολουθεί αμήχανη και συνένοχη γιατί όπως της λένε, είχε συμμετοχή, και σε κάποιες περιπτώσεις αυθάδεια, στην διαμόρφωση όλων αυτών των «συντεχνιακών» καταστάσεων που ενέπλεξαν την χώρα σε αυτήν την κρίση.
Η Κοινωνία ταυτίζει το εαυτόν της με το Κράτος, οι δε πολίτες αποπροσανατολισμένοι και αμόρφωτοι καθώς είναι, ταυτίζουν τον εαυτό τους με το Κράτος. Λένε, « μια ποιος είναι το Κράτος; Εμείς δεν είμαστε;».
Από την μια μεριά λοιπόν έχουμε την διανόηση, που κατά τεκμήριο, πλην εξαιρέσεων, ισχυρίζεται πως η ύπαρξή της οφείλεται είτε στην ανεκτικότητα του Κράτους είτε στην αναγκαιότητα της ύπαρξής του και επομένως έχουν χρέος να υπηρετούν την επιστήμη και την έρευνα δια μέσου των προσφερόμενων στο Κράτος υπηρεσίες και από την άλλη, κάθε πράξη αυτοδιοίκησης της κοινωνίας, όταν συγκροτεί θεσμικούς μηχανισμούς που υπηρετούν τα συμφέροντά της, τόσο η έλλειψη της διανόησης ως αρωγός όσο και ο φόβος που προκαλεί στην Κρατική Κυβερνητικής εξουσία, αποτελούν τα μέσα που το ίδιο το Κράτος αφού πρώτα τα διαβρώσει τα χρησιμοποιεί εναντίον της.
Ενώ θεωρητικά τα κόμματα, ανάλογα της καταγωγής τους, αποτελούν θεσμικά οχυρά της κοινωνίας απέναντι στο κράτος, τουλάχιστον αυτά που δηλώνουν την αναφορά τους ως προέκταση των κοινωνικών αναγκών, εντούτοις τα κόμματα αποτελούν οχυρά φύλαξης, προφύλαξης επικυριαρχίας και χειραγώγησης του Κράτους. Παρεμβαίνουν δηλαδή ως ενδιάμεσοι νταβατζήδες , μεταξύ Κράτους και Κοινωνίας, αλλά υπέρ του Κράτους χρησιμοποιώντας την Κοινωνία.
Ένα από τα βασικά εργαλεία, που στα πρώιμα στάδια ολοκλήρωσης της, η κοινωνία στην ανθρωποκεντρική οικονομία χρησιμοποίησε, ήταν οι συνεργατικές οργανώσεις, οι γνωστές ως συντεχνίες, οι οποίες στην εξέλιξή τους διασπάστηκαν αντίστοιχα κατά την καταγωγή των μελών τους.
Οι εργάτες συγκρότησαν τις κοινωνικοοικονομικές οργανώσεις τους, γνωστές ως συνδικαλιστικές και αντίστοιχα οι εργοδότες τους τις δικές τους ανταγωνιστικές οργανώσεις.
Το πολιτικό στοιχείο που καθιστούσε τις οργανώσεις και πολιτικά υποκείμενα κυριαρχικού λόγου στην διεύθυνση του Κράτους, πολύ αργότερα αποτέλεσαν μέρος της ταυτότητας των οργανώσεων, αλλά και αυτό δεν βάστηξε επίσης πολύ. Γρήγορα αποτέλεσαν προνομιακό χώρο μόνο για τα κόμματα, είτε αποτελούσαν αναγνωρισμένα υποκείμενα από το Κράτος είτε βρισκόντουσαν στην παρανομία.
Οι εργατικές οργανώσεις χρησιμοποιήθηκαν από το κράτος με κάθε μέσο, παράνομο ή ανήθικο πρώτα για να διαβάλουν και ενοχοποιήσουν της ηγεσίες των εργαζομένων και αμέσως μετά ή και παράλληλα, να υποτάξουν τους εργαζόμενους στην ηθική και την νομιμότητα όπως την αντιλαμβανόταν η κυβερνητική εξουσία, των εσωτερικών και εξωτερικών οικονομικών δυνάμεων.
Ο όρος εργατοπατερισμός πρώτο- αναφέρεται στην περίοδο Βενιζέλου, όταν εξαγοράστηκαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες το 1920 καθώς και από τότε οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, αν δεν διορίζονταν από το Καθεστώς επινοούσαν ταχυδακτυλουργίες για να παραμένουν ισόβια ηγεσίες των συνδικάτων, επηρεάζονται την κάθε εξουσία, κομματική, κυβερνητική ή και εργοδοτική προς ατομικό όφελος.
Από τότε μέχρι σήμερα ο εργατοπατερισμός αποτελεί μαζί με τον εθνοπατερισμό το δίπολο πόδι της εξουσίας πάνω στην κοινωνία και το κράτος, ενώ το άλλο πόδι το αποτελεί η κεφαλαιοκρατία.
Η «μεταπολίτευση», η αλλαγή φρουράς στην εκμετάλλευση Κράτους και Κοινωνίας, βρίσκει τις ανάγκες των κομμάτων να υπερτερούν των αναγκών της Κοινωνίας.
Τα κόμματα, στην προσπάθειά τους να προσεταιρισθούν τις αφελείς μάζες των εργατών και των αγροτών, που η πτώση της Χούντας τους είχε εμπνεύσει με ένα ακατέργαστο ριζοσπαστισμό, περιχαράκωσαν τον ιδεολογικός τους λόγο προβάλλοντας ένα ανταγωνιστικό σε συνθήματα και προσδοκίες πολιτικό λόγο, στον οποίο κυριαρχούσαν νοήματα και λέξεις εύηχες αλλά και ύποπτες για ένα λαό που είχε εκπαιδευτεί στην αμορφωσιά και την ημιμάθεια.
Είναι μια περίοδος που το επαναστατημένο φοιτητικό κίνημα χρησιμοποιείται ως καθοδηγητικό μέσο «συνειδητοποίησης» της «ταξικής» καταγωγής των εργαζομένων και των καταπιεσμένων μαζών, αλλά παράλληλα το επαναστατικό τραγούδι και οι πολιτιστικές μουσικές και θεατρικές συναθροίσεις φορτίζουν ασυνήθιστα το συναισθηματικό χώρο σκέψης των ανθρώπων.
Αυτή η περίοδος σημαδεύεται από μεγάλους εργατικούς αγώνες και μια επιταχυνόμενη ενηλικίωση μιας επαναστατικής σκέψης που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο και που θέλει να συντρίψει όλα τα σύμβολα της Δεξιάς και της καταπίεσης που αποκορύφωσε η χούντα και τώρα διαχειριζόταν η Νέα Δεξιά του Κ. Καραμανλή. Μια επιτάχυνση μέσα σε ένα περιβάλλον συγχύσεων, ιδεολογικών αναζητήσεων, πολιτικαντισμού , ανάπτυξης προσδοκιών, αριστερών ανταγωνισμών, παλινόρθωσης του παλιού αυταρχικού κράτους της δεξιάς με όλο το παρακρατικό μηχανισμό της χούντας που παρέμενε σε θέσεις κλειδιά από την Κυβέρνηση Καραμανλή.
Οι εργατικοί αγώνες αυτής της περιόδου ξεπερνούν τόσο τα συνθήματα της παραδοσιακής Αριστεράς όσο και το νέο πολιτικό χώρο του ΠΑΣΟΚ που ανταγωνίζεται την Αριστερά και την παλιά μεσοαστική πολιτική τάξη των κεντρώων και φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων.
Η ωρίμανση που θα έφερναν αυτές οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων και η άρθρωση ενός πολιτικού λόγου που αποσκοπούσε να υποχρεώσει την κραταιά αντίληψη της διαχείρισης του Κράτους σε υποχώρηση και σε μια αναγκαστική αναγνώριση της τάξης των εργαζομένων σε θεσμικό οικονομικό και κοινωνικό παράγοντα συνδιεύθυνσης τρόμαζε και το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ, όχι όμως την Δεξιά, που ζούσε μέσα στην αφέλεια της.
Η άποψη και η αναθεώρηση της πολιτικής στρατηγικής της παραδοσιακής δεξιάς απέναντι στα συνδικάτα και τους εργατικούς αγώνες, ακόμα και στον τρόπο που οργανώθηκαν πολιτικός λόγος και σχήματα , πραγματοποιήθηκε πολύ αργότερα όταν κατανόησαν το μέγεθος της δύναμης που είχε δημιουργήσει η νέα τάξη πραγμάτων που σχετιζόταν με το εργατικό κίνημα. Μετά δηλαδή από την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981.
Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι κομματικοί χώροι, οι εκτός των τειχών της παραδοσιακής αντίληψης για την θέση που κατέχουν οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα τους, ήταν να σχεδιαστεί μια μέθοδος προσεταιρισμού και κομματικής υποδούλωσης των εργατικών αγώνων και των ηγεσιών τους.
Τα θεσμικά εργαλεία που επιστρατεύτηκαν προς αυτή τη κατεύθυνση ήταν οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των κομμάτων, μηχανισμοί προσηλυτισμού και στρατολόγησης εργαζομένων και συνδικαλιστικών ηγεσιών.
Ο ανταγωνισμός και η ανάγκη υπεροχής μεταξύ παραδοσιακής Αριστεράς ( ΚΚΕ, ΚΚΕ ες.)και ΠΑΣΟΚ αγίασε και τα μέσα και τους σκοπούς.
Οι παρατάξεις χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο για την δημιουργία ενός κομματικού στρατού αλλά και για στράτευση των εργαζομένων και σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, εξυπηρέτηση πολιτικών φιλοδοξιών, αποπροσανατολισμού και εφησυχασμού του λαού σε πράξεις πολιτικής και οικονομικής διαφθοράς, σε πράξεις αναξιοκρατίας και διάσπαση της συνοχής των ίδιων των εργαζομένων.
Μέσα από τις κομματικές συνδικαλιστικές παρατάξεις, αναδείχτηκαν συνδικαλιστικά στελέχη που νομιμοποιούνταν από το κόμμα ως εκφραστές και πρωτοπορία της κυρίαρχης ιδεολογίας όπως αυτή εκφραζόταν από τον αρχηγό του κόμματος και το στενό του κονκλάβιο.
Τα συνδικαλιστικά στελέχη κατέλαβαν ανώτατα κομματικά αξιώματα και κατ’ επιταγή του κόμματος ή και της ηγεσίας του κόμματος επενέβαιναν και επεμβαίνουν στην εκλογική διαδικασία των συνδικάτων.
Αυτή καθ’ εαυτή η διαδικασία, όχι μόνο στο επίπεδο στων συνδικαλιστικών οργανώσεων αλλά και σε κάθε θεσμικό όργανο της Κοινωνίας ή του Κράτους στο οποίο η ηγεσία του εκλέγεται, η εκλογή οργάνων είναι απλώς νομιμοφανής.
Επί της ουσίας κανείς δεν εκλέγεται. Όλοι διορίζονται από το κόμμα. Ανάλογα της ιεραρχικής θέσης της οργάνωσης, οι διοικήσεις και οι αντιπρόσωποι στα συνέδρια επιλέγονται από το κόμμα ή από τον ίδιο τον Αρχηγό κάθε κόμματος.
Ο κομματικός στρατός , που πιο παλιά ήταν πλήρως εμφανής, αφού στους εργασιακούς χώρους λειτουργούσαν κομματικές οργανώσεις, επικυρώνει απλώς με την ψήφο του τις επιλογές του κόμματος.
Όποιος δεν είναι στην «Κομματική Γραμμή» δεν εκλέγεται ασχέτως αν είναι στο παραταξιακό ψηφοδέλτιο ή ακόμη πιο χειρότερα, να τον έχουν ψηφίσει εναντίον της απόφασης του κόμματος και η κάλπη να μην τον αναδείξει εκλεγμένο.
Στο επίπεδο των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, καθώς και στο επίπεδο των επιμελητηρίων, το ποιοι εκλέγονται- επικυρώνονται από τον κομματικό στρατό, αποτελεί απόφαση του ίδιου του Αρχηγού του Κόμματος με το στενό του επιτελείο. Βέβαια σε αυτό το επίπεδο λαμβάνονται υπόψη και η ανάγκη εσωτερικών ισορροπιών.
Παρακολουθήσαμε πως το εντεταλμένο κονδυλοφόρο παπαγαλάκι της εφημερίδας του Βήματος, έκανε την διαρροή της σκέψης του Υπουργού Εργασίας για τα συνδικάτα και των διαδικασιών λειτουργίας των .
Όποιοι παρακολουθούν συζητήσεις στις πρωινές ζώνες του Σαββατοκύριακου, θα γνώριζαν ότι πριν τον Υπουργό το θέμα της λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων και του τρόπου που λαμβάνονται οι αποφάσεις είχε διατυπωθεί από άλλο στέλεχος της Κυβέρνησης, όπως ο Υπ. Ναυτιλίας.
Το τι θα γίνει και ποια θέση θα έχει ο νυν Υπουργός στον επερχόμενο ανασχηματισμό, έχει να κάνει με το Συνέδριο της ΓΣΕΕ και την τύχη της ΔΑΚΕ, σε σχέση με την κόντρα ανάμεσα στον πρόεδρο της ΔΑΚΕ και Γενικό Γραμματέα της ΓΣΕΕ και τον κ. Σαμαρά.
Μια κοινή κάθοδο των δύο κυριαρχικών τάσεων μέσα στην ΔΑΚΕ, που θα εκτοπίζει τον Κιουτσούκη από την θέση του Προέδρου της ΔΑΚΕ και Γεν. Γραμματέα της ΓΣΕΕ και μια αντίστοιχη με Φωτόπουλο και ΠΑΣΚΕ, ασφαλώς θα έχει θύμα της τον αποκεφαλισμό του κ. Βρούτση.
Η προσπάθεια του Σαμαρά και των παρατρεχάμενων του είναι να υποτάξει την ΔΑΚΕ σε απεργοσπαστικό μηχανισμό νομιμοποίησης των πολιτικών των μνημονίων και του ξεπουλήματος της χώρας. Αλώστε στην ηγεσία της Ομοσπονδίας της ΕΥΔΑΠ, βρίσκεται η ΔΑΚΕ που συντάσσεται με τον Γεν. Γραμματέα της ΓΣΕΕ.
Επομένως δεν είναι εύκολο να πουληθεί η ΕΥΔΑΠ, πριν η ΔΑΚΕ μπει στο σώβρακο του Σαμαρά.
Η δύναμη πάλι στον ΟΣΕ συγκροτείται από την ΠΑΣΚΕ που έχει αποδράσει από το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου και την ΔΑΚΕ που έχει συνταυτιστεί με τον Γεν. Γραμματέα της ΓΣΕΕ.
Ομοίως στην ΔΕΗ η ΠΑΣΚΕ του Βενιζέλου και η ΔΑΚΕ του Σαμαρά αποτελούν μειοψηφία .Εκεί «στρατοπεδεύει» το φόβητρο για τον Βενιζέλο, τον Σαμαρά και της κομματική καμαρίλα στα συνδικάτα, ο Ν. Φωτόπουλος.
Την ΔΕΗ θέλουν να την πουλήσουν όσο πιο γρήγορα μπορούν με ασθενείς αντιστάσεις και αντιδράσεις.
Το που θα πάει η κατάσταση αυτή, δηλαδή που θα κάτσει η μπίλια, θα εξαρτηθεί από τι είδους συμμαχίες θα πραγματοποιηθούν ανάμεσα στο Βενιζελικό μπλοκ της ΠΑΣΚΕ και τον Φωτόπουλο, αλλά και τι αντίστοιχες συμφωνίες θα επέλθουν ανάμεσα στην ΔΑΚΕ του Κιουτσούκη και την ΔΑΚΕ του Σαμαρά.
Το ζήτημα είναι αν θα τσιμπήσουν στο δόλωμα Σαμαρά οι Δακίτες του Κιουτσούκη ή αν θα τσιμπήσουν στο δόλωμα Βενιζέλου - Παναγόπουλου οι Πασκίτες του Φωτόπουλου.
Όπου νάναι το συνέδριο της ΓΣΕΕ ξεκινά εντός του Μαρτίου στην Αλεξανδρούπολη.
Όμως οι εργαζόμενοι της χώρας μας, αν δεν αντιδράσουν οργανωμένα και δεν συγκροτήσουν ανταγωνιστικές προς τις υπάρχουσες συνδικαλιστικές κομματοκρατούμενες οργανώσεις , της ΠΑΣΚΕ, της ΔΑΚΕ και του ΠΑΜΕ, θα είναι άξιοι να τους κλαίνε οι ρέγκες.
Οι σημερινή δομή και η φιλοσοφία του ρεφορμισμού που διακατέχει τις εργατικές οργανώσεις αποτελούν παλαιολιθικά εργαλεία, μουσειακής αξίας.
Όμως η εμμονή σε αυτήν την φιλοσοφία και σε αυτή την δομή υπηρετεί και το Κράτος στο να ελέγχει την κοινωνία και τους υπηρέτες αυτής της εξουσίας, τους συνδικαλιστές