του Ελευθέριου
Δικαίου
Οι πρόγονοί μας από την Άλωση της Πόλης έως το 1821, αλλά και ύστερα μέχρι και την Μεταπολίτευση δεν θυσίασαν την ψυχή και το αίμα τους για την Ελλάδα, για να παραδοθεί σήμερα η ανεξαρτησία της χώρας μας σε αλλότριες δυνάμεις. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία ο ελληνικός λαός στενάζει και πάλι, υποτελής κάτω από τον ζυγό μίας επικυριαρχίας νέου τύπου μίας ψευδεπίγραφης δημοκρατίας. Μίας επικυριαρχίας που δεν επιβλήθηκε αυτή τη φορά με πόλεμο στα πεδία των μαχών, αλλά με ενορχηστρωμένες αποφάσεις που ελήφθησαν ερήμην του λαού από τα ιερατεία των πολιτικοοικονομικά ισχυρών του πλανήτη και βέβαια με την σύμπραξη Κυβερνήσεων που πρόθυμα συνεργάστηκαν και συνεργάζονται μαζί τους.
Πρόκειται για τη νέα μορφή ενός εξελιγμένου οικονομικού, ηθικοπονευματικού πολέμου, που αποβλέπει πρωτίστως στην ταπείνωση της συνείδησης και της υπερηφάνειας του ελληνικού λαού και όποιου λαού, αλλά και όποιου προσώπου δύναται να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους. Βασική προϋπόθεση για να υποταγεί ο λαός σε αυτόν τον παραλογισμό αποτελεί η στρέβλωση της εθνικής παιδείας, ο ακρωτηριασμός της ιστορικής μνήμης και της κοινής λογικής, η διάσπαση της κοινωνικής συνοχής (π.χ. με την κυβερνητική ασυδοσία στα ζητήματα της παράνομης μετανάστευσης στη χώρα), η αποστράγγιση ει δυνατόν κάθε ικμάδας ηθικής και πνευματικής αντίστασής του. Η συντονισμένη οικονομική εξαθλίωση του λαού με μέτρα που συρρικνώνουν τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα πλήττοντας στοχευμένα κυρίως τους αδύναμους κρίκους της κοινωνίας, η συστηματική καλλιέργεια καταστροφολογικής προπαγάνδας με διαρκή αναπαραγωγή ψευτοδιλημμάτων που αληθοφανώς αποκλείουν κάθε εναλλακτική επιλογή άσκησης πολιτικής που δεν συνάδει με τη μνημονιακή λογική, αποσκοπούν στο να κάμψουν το φρόνημα και τις αντιστάσεις του ελληνικού λαού απέναντι στις πολιτικές που η Τρόικα και οι συνεργοί της αυθαίρετα επιθυμούν να επιβάλλουν στη χώρα.
Από θεσμική άποψη, όπως παράδεχεται σημαντική μερίδα διακεκριμένων επιστημόνων της Ελλάδας και του εξωτερικού από ολόκληρο το φάσμα της επιστήμης, οι μνημονιακές συμφωνίες και το μείγμα πολιτικών που επιτάσσουν, υπό τις δεδομένες συνθήκες, όχι μόνο είναι ακατάλληλες στο να επιλύσουν τη δημοσιονομική κρίση της χώρας, αλλά αντίθετα συντελούν στο βάθεμα της κρίσης, ενώ παράλληλα θίγουν ανεπίτρεπτα τους ακρογωνιαίους λίθους του δημοκρατικού πολιτεύματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, εύλογα γίνεται λόγος για κατάλυση του Συντάγματος.
Η κατάλυση του Συντάγματος μέσω των συμφωνιών των «Μνημονίων» μπορεί να θεμελιωθεί για τρεις βασικούς λόγους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και επιμέρους λόγοι:
Πρώτον, διότι με τη σύναψη και εφαρμογή των συμφωνιών των «Μνημονίων» θίγεται ανεπίτρεπτα ο πυρήνας της λαϊκής κυριαρχίας, ως θεμελίου του πολιτεύματος (άρθρο 1 παρ. 2, 3 Σ).
Δεύτερον, διότι οι διατάξεις του «Μνημονίου» θίγουν την αυτοτέλεια της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται από ένα πλέγμα συνταγματικών διατάξεων (ιδίως το άρθρο 1 παρ. 3 Σ, το άρθρο 26 παρ. 1 Σ και το άρθρο 60 παρ. 1 Σ).
Τρίτον, διότι τα μέτρα του «Μνημονίου» περιορίζουν ανεπίτρεπτα την εθνική κυριαρχία, καθώς δεν φαίνεται να τηρούνται οι συνταγματικές προϋποθέσεις που εγγυώνται τη νομιμότητα αυτών των περιορισμών, όπως τουλάχιστον ορίζονται στα άρθρα 28 παρ. 2 και 3 Σ. Εφόσον δε αυτοί οι ισχυρισμοί που θεμελιώνουν την αντισυνταγματικότητα του «Μνημονίου είναι βάσιμοι, οι σχετικές εφαρμοστικές διατάξεις θα πρέπει να θεωρούνται ανίσχυρες.
Κατ’ αρχήν, η προσβολή της λαϊκής κυριαρχίας συνίσταται κυρίως στο γεγονός, ότι ο ελληνικός λαός ουδέποτε έδωσε δημοκρατική εντολή στη σημερινή Βουλή και κατ’ επέκταση στις Κυβέρνησεις που σχηματίστηκαν μετά τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, να σύρουν το ελληνικό κράτος στη συνομολόγηση των επίμαχων μνημονιακών συμφωνιών, που δεσμεύουν τη χώρα και τον ελληνικό λαό για άγνωστο χρονικό διάστημα και μάλιστα χωρίς εγγυημένα αποτελέσματα. Ο ελληνικός λαός ουδέποτε ερωτήθηκε ελεύθερα και δημοκρατικά, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, αν συμφωνεί με το περιεχόμενο και τις συνέπειες των μνημονιακών προγραμμάτων που υποτίθεται ότι υποχρεώνεται να υλοποιήσει. Φαίνεται συνεπώς ότι τα μνημονιακά προγράμματα που καλούνται να εφαρμοστούν στην Ελλάδα είναι προϊόντα έξωθεν αποφάσεων, στη λήψη και τη συνδιαμόρφωση των οποίων ο ελληνικός λαός ουδέποτε συμμετείχε, κατά τις διαδικασίες που το Σύνταγμα προσδιορίζει.
Το γεγονός δε, ότι η παρούσα κυβερνώσα πολιτική ηγεσία, υπό την αφόρητη πίεση των δανειστών και εταίρων της χώρας, έχει (προ)δεσμευτεί να εφαρμόσει και μετά τις επικείμενες εκλογές τη συγκεκριμένη μνημονιακή πολιτική αποτελεί ευθέως εμπαιγμό του πολιτεύματος και των αρχών της λαϊκής και κρατικής κυριαρχίας.
Υπό το πρίσμα αυτό, στις επικείμενες εκλογές ο ελληνικός λαός καλείται στην πραγματικότητα είτε να συνταχθεί με το πολιτικό πρόγραμμα που επιβάλλει η Τρόικα είτε να πει ΟΧΙ σε αυτό, επιχειρώντας όμως με νηφαλιότητα να επιλέξει την καλύτερη δυνατή εναλλακτική, που θα εγγυάται με συνέπεια και στο μέτρο του εφικτού την ανάκαμψη και ανάκτηση της κυριαρχίας και αξιοπιστίας της χώρας, αλλά και της χαμένης αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού .
Πέραν τούτου, το σύστημα του «Μνημονίου» παραβιάζει την αυτοτέλεια της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Αυτό συμβαίνει, διότι στην πράξη ο σχεδιασμός, η θέσπιση, η εφαρμογή και η εποπτεία βασικών νομοθετικών και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων σε κρίσιμους δημόσιους τομείς (π.χ. σε τομείς που σχετίζονται με την άσκηση της οικονομικής, της δημοσιονομικής πολιτικής, την εκποίηση και αξιοποίηση της περιουσίας του ελληνικού κράτους, την αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης, αλλά και σε τομείς που άπτονται θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως η αξία του ανθρώπου, η υγεία, η εργασία, η κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση), προέρχεται πλέον σε μεγάλο βαθμό από τα όργανα των δανειστών της χώρας ή τουλάχιστον συντελείται καθ’ υπαγόρευση αυτών. Είναι ενδεικτικό, ότι η πρώτη σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης ύψους 110 δισ. ευρώ της 08.05.2010, με την οποία σφραγίστηκε η είσοδος της Ελλάδας στο καθεστώς του «Μνημονίου», εφαρμόζεται εδώ και σχεδόν δύο έτη, δίχως να έχει καν τεθεί σε ψηφοφορία στο ελληνικό Κοινοβούλιο, κατά παραβίαση κάθε έννοιας συνταγματικής νομιμότητας.
Με βάση όμως το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρα 1 παρ. 3, 26 παρ. 1,2, 60 παρ. 1 και 110) προκύπτει, ότι το δικαίωμα άσκησης της δημόσιας πολιτικής από τα συντεταγμένα όργανα του Κράτους (Βουλή, Κυβέρνηση, Πρόεδρο της Δημοκρατίας) πρέπει να γίνεται ελεύθερα κατά τρόπο ανεξάρτητο και μη υποκείμενο σε οποιαδήποτε νομική ή ακόμη και ηθική δέσμευση έναντι τρίτων. Τα δε πρόσωπα που ασκούν αυτές τις εξουσίες θεωρείται, με βάση το Σύνταγμα, ότι θα πρέπει να δρουν ελεύθερα και κατά συνείδηση. Επειδή όμως οι παραπάνω επιταγές δεν τηρούνται υπό το παρόν καθεστώς, όπου η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία σε μεγάλο βαθμό έχει καταστεί έρμαιο έξωθεν και έσωθεν αφόρητων πιέσεων και εκβιασμών, μπορεί να τεκμηριωθεί ότι η επιβολή των μνημονιακών συμφωνιών θίγουν ουσιωδώς τον σκληρό πυρήνα της συντεταγμένης λειτουργίας της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας.
Ακόμη, σε συνάφεια με τα προηγούμενα, το ελληνικό κράτος προβαίνει σε ανεπίτρεπτους περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής του κυριαρχίας. Τούτο συμβαίνει όμως χωρίς να συντρέχουν σωρευτικά όλες οι απαιτούμενες συνταγματικές προϋποθέσεις που διασφαλίζουν τη νομιμότητα αυτών των ενεργειών. Συγκεκριμένα, υπό το καθεστώς του λεγόμενου «Μνημονιακού Παρασυντάγματος», μπορεί να συναχθεί ότι η Ελλάδα δεν προβαίνει πλέον ελεύθερα με δική της θέληση σε περιορισμούς της εθνικής της κυριαρχίας.
Τα πράγματα δείχνουν, ότι οι εν λόγω περιορισμοί αποτελούν προϊόν εκβιασμού σε βαρος της χώρας από την πλευρά των δανειστών και των αγορών. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς ενδεικτικά τις πιέσεις και απειλές που εκτόξευσαν στα τέλη Οκτωβρίου του 2011 ισχυροί Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές της χώρας απέναντι στο, έστω και μακρινό, ενδεχόμενο να τεθεί σε δημοψήφισμα η επικείμενη νέα δανειακή σύμβαση. Αντιδράσεις που αποτέλεσαν το έναυσμα της «ηρωικής» αποχώρησης της Κυβέρνησης Γ. Α. Παπανδρέου από την εξουσία, αλλά και της ως εκ «δια μαγείας» αιφνιδιαστικής εγκατάλειψης της αντιμνημονιακής ρητορείας της αξιωματικής Αντιπολίτευσης του Α. Σαμαρά, ώστε έκτοτε να προσδεθεί υπάκουα στο άρμα της πολιτικής των «Μνημονίων». Οι έξωθεν αυτές επεμβάσεις οδήγησαν τελικά κατά παράδοξο και τυπικά συνταγματικά αμφισβητούμενο τρόπο στον σχηματισμό συγκυβέρνησης ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ τη ΝΔ – και το ΛΑΟΣ που αργότερα αποχώρησε -, υπό την πρωθυπουργία του Λ. Παπαδήμου.
Ανεξάρτητα από αυτό πάντως, με βάση τα έως τώρα δεδομένα, κατά τη γνώμη πολλών, δεν εντοπίζονται στα σχετικά υποστηρικτικά έγγραφα των «Μνημονίων» στοιχειώδη τεκμήρια που να πιστοποιούν σωρευτικά και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι τα μνημονιακά μέτρα υπαγορεύονται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγουν τα δικαιώματα τoυ ανθρώπoυ και τις βάσεις τoυ δημoκρατικoύ πoλιτεύματoς και λαμβάνονται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τoν όρo της αμoιβαιότητας, όπως δηλαδή στις συγκεκριμένες περιπτώσεις επιτάσσει το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρα 28 παρ. 2,3). Η αμείλικτη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα έως τώρα δεν επιβεβαιώνει τη σωρευτική εκπλήρωση των παραπάνω συνταγματικών προϋποθέσεων.
Όσο όμως η πολιτική ηγεσία του τόπου (Κυβέρνηση, Συμπολίτευση και Αντιπολίτευση) υποτάσσεται δουλικά στη βούληση των εγχώριων δανειστών, όσο δεν ανθίσταται με ενότητα, συνέπεια και υπευθυνότητα απέναντι στην κατάλυση του Συντάγματος και στον εξευτελισμό του κράτους και του λαού, όσο ο λαός παραμένει παθητικά σε σύγχυση, άβουλο έρμαιο της κατευθυνόμενης καταθλιπτικής προπαγάνδας που καλλιεργεί και διασπείρει το επικυρίαρχο σύστημα, τόσο η αρρώστια της κρίσης θα διευρύνεται, στο μέτρο που τα απομεινάρια του σημερινού κράτους και κυρίως εμείς οι πολίτες του επιτρέπουμε να δρα ανεξέλεγκτα.
Ας μη λησμονείται εξάλλου, ότι κάθε πολίτης αποτελεί κατά το Σύνταγμα θεματοφύλακας της έννομης τάξης και του Συντάγματος: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.» (άρθρο 120 παρ. 4 Σ). Αρκεί βέβαια ο Έλληνας πολίτης να διαθέτει το ηθικοπνευματικό ανάστημα να αντισταθεί δημοκρατικά από τη θέση που έχει ταχθεί, όσο ασήμαντη και αν αυτή μπορεί να φαίνεται, αρκεί να έχει τη βούληση να μην παραδώσει τα όπλα στο νέο καθεστώς υποτέλειας.
Οι πρόγονοί μας από την Άλωση της Πόλης έως το 1821, αλλά και ύστερα μέχρι και την Μεταπολίτευση δεν θυσίασαν την ψυχή και το αίμα τους για την Ελλάδα, για να παραδοθεί σήμερα η ανεξαρτησία της χώρας μας σε αλλότριες δυνάμεις. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία ο ελληνικός λαός στενάζει και πάλι, υποτελής κάτω από τον ζυγό μίας επικυριαρχίας νέου τύπου μίας ψευδεπίγραφης δημοκρατίας. Μίας επικυριαρχίας που δεν επιβλήθηκε αυτή τη φορά με πόλεμο στα πεδία των μαχών, αλλά με ενορχηστρωμένες αποφάσεις που ελήφθησαν ερήμην του λαού από τα ιερατεία των πολιτικοοικονομικά ισχυρών του πλανήτη και βέβαια με την σύμπραξη Κυβερνήσεων που πρόθυμα συνεργάστηκαν και συνεργάζονται μαζί τους.
Πρόκειται για τη νέα μορφή ενός εξελιγμένου οικονομικού, ηθικοπονευματικού πολέμου, που αποβλέπει πρωτίστως στην ταπείνωση της συνείδησης και της υπερηφάνειας του ελληνικού λαού και όποιου λαού, αλλά και όποιου προσώπου δύναται να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους. Βασική προϋπόθεση για να υποταγεί ο λαός σε αυτόν τον παραλογισμό αποτελεί η στρέβλωση της εθνικής παιδείας, ο ακρωτηριασμός της ιστορικής μνήμης και της κοινής λογικής, η διάσπαση της κοινωνικής συνοχής (π.χ. με την κυβερνητική ασυδοσία στα ζητήματα της παράνομης μετανάστευσης στη χώρα), η αποστράγγιση ει δυνατόν κάθε ικμάδας ηθικής και πνευματικής αντίστασής του. Η συντονισμένη οικονομική εξαθλίωση του λαού με μέτρα που συρρικνώνουν τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα πλήττοντας στοχευμένα κυρίως τους αδύναμους κρίκους της κοινωνίας, η συστηματική καλλιέργεια καταστροφολογικής προπαγάνδας με διαρκή αναπαραγωγή ψευτοδιλημμάτων που αληθοφανώς αποκλείουν κάθε εναλλακτική επιλογή άσκησης πολιτικής που δεν συνάδει με τη μνημονιακή λογική, αποσκοπούν στο να κάμψουν το φρόνημα και τις αντιστάσεις του ελληνικού λαού απέναντι στις πολιτικές που η Τρόικα και οι συνεργοί της αυθαίρετα επιθυμούν να επιβάλλουν στη χώρα.
Από θεσμική άποψη, όπως παράδεχεται σημαντική μερίδα διακεκριμένων επιστημόνων της Ελλάδας και του εξωτερικού από ολόκληρο το φάσμα της επιστήμης, οι μνημονιακές συμφωνίες και το μείγμα πολιτικών που επιτάσσουν, υπό τις δεδομένες συνθήκες, όχι μόνο είναι ακατάλληλες στο να επιλύσουν τη δημοσιονομική κρίση της χώρας, αλλά αντίθετα συντελούν στο βάθεμα της κρίσης, ενώ παράλληλα θίγουν ανεπίτρεπτα τους ακρογωνιαίους λίθους του δημοκρατικού πολιτεύματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, εύλογα γίνεται λόγος για κατάλυση του Συντάγματος.
Η κατάλυση του Συντάγματος μέσω των συμφωνιών των «Μνημονίων» μπορεί να θεμελιωθεί για τρεις βασικούς λόγους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και επιμέρους λόγοι:
Πρώτον, διότι με τη σύναψη και εφαρμογή των συμφωνιών των «Μνημονίων» θίγεται ανεπίτρεπτα ο πυρήνας της λαϊκής κυριαρχίας, ως θεμελίου του πολιτεύματος (άρθρο 1 παρ. 2, 3 Σ).
Δεύτερον, διότι οι διατάξεις του «Μνημονίου» θίγουν την αυτοτέλεια της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται από ένα πλέγμα συνταγματικών διατάξεων (ιδίως το άρθρο 1 παρ. 3 Σ, το άρθρο 26 παρ. 1 Σ και το άρθρο 60 παρ. 1 Σ).
Τρίτον, διότι τα μέτρα του «Μνημονίου» περιορίζουν ανεπίτρεπτα την εθνική κυριαρχία, καθώς δεν φαίνεται να τηρούνται οι συνταγματικές προϋποθέσεις που εγγυώνται τη νομιμότητα αυτών των περιορισμών, όπως τουλάχιστον ορίζονται στα άρθρα 28 παρ. 2 και 3 Σ. Εφόσον δε αυτοί οι ισχυρισμοί που θεμελιώνουν την αντισυνταγματικότητα του «Μνημονίου είναι βάσιμοι, οι σχετικές εφαρμοστικές διατάξεις θα πρέπει να θεωρούνται ανίσχυρες.
Κατ’ αρχήν, η προσβολή της λαϊκής κυριαρχίας συνίσταται κυρίως στο γεγονός, ότι ο ελληνικός λαός ουδέποτε έδωσε δημοκρατική εντολή στη σημερινή Βουλή και κατ’ επέκταση στις Κυβέρνησεις που σχηματίστηκαν μετά τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, να σύρουν το ελληνικό κράτος στη συνομολόγηση των επίμαχων μνημονιακών συμφωνιών, που δεσμεύουν τη χώρα και τον ελληνικό λαό για άγνωστο χρονικό διάστημα και μάλιστα χωρίς εγγυημένα αποτελέσματα. Ο ελληνικός λαός ουδέποτε ερωτήθηκε ελεύθερα και δημοκρατικά, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, αν συμφωνεί με το περιεχόμενο και τις συνέπειες των μνημονιακών προγραμμάτων που υποτίθεται ότι υποχρεώνεται να υλοποιήσει. Φαίνεται συνεπώς ότι τα μνημονιακά προγράμματα που καλούνται να εφαρμοστούν στην Ελλάδα είναι προϊόντα έξωθεν αποφάσεων, στη λήψη και τη συνδιαμόρφωση των οποίων ο ελληνικός λαός ουδέποτε συμμετείχε, κατά τις διαδικασίες που το Σύνταγμα προσδιορίζει.
Το γεγονός δε, ότι η παρούσα κυβερνώσα πολιτική ηγεσία, υπό την αφόρητη πίεση των δανειστών και εταίρων της χώρας, έχει (προ)δεσμευτεί να εφαρμόσει και μετά τις επικείμενες εκλογές τη συγκεκριμένη μνημονιακή πολιτική αποτελεί ευθέως εμπαιγμό του πολιτεύματος και των αρχών της λαϊκής και κρατικής κυριαρχίας.
Υπό το πρίσμα αυτό, στις επικείμενες εκλογές ο ελληνικός λαός καλείται στην πραγματικότητα είτε να συνταχθεί με το πολιτικό πρόγραμμα που επιβάλλει η Τρόικα είτε να πει ΟΧΙ σε αυτό, επιχειρώντας όμως με νηφαλιότητα να επιλέξει την καλύτερη δυνατή εναλλακτική, που θα εγγυάται με συνέπεια και στο μέτρο του εφικτού την ανάκαμψη και ανάκτηση της κυριαρχίας και αξιοπιστίας της χώρας, αλλά και της χαμένης αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού .
Πέραν τούτου, το σύστημα του «Μνημονίου» παραβιάζει την αυτοτέλεια της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Αυτό συμβαίνει, διότι στην πράξη ο σχεδιασμός, η θέσπιση, η εφαρμογή και η εποπτεία βασικών νομοθετικών και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων σε κρίσιμους δημόσιους τομείς (π.χ. σε τομείς που σχετίζονται με την άσκηση της οικονομικής, της δημοσιονομικής πολιτικής, την εκποίηση και αξιοποίηση της περιουσίας του ελληνικού κράτους, την αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης, αλλά και σε τομείς που άπτονται θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως η αξία του ανθρώπου, η υγεία, η εργασία, η κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση), προέρχεται πλέον σε μεγάλο βαθμό από τα όργανα των δανειστών της χώρας ή τουλάχιστον συντελείται καθ’ υπαγόρευση αυτών. Είναι ενδεικτικό, ότι η πρώτη σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης ύψους 110 δισ. ευρώ της 08.05.2010, με την οποία σφραγίστηκε η είσοδος της Ελλάδας στο καθεστώς του «Μνημονίου», εφαρμόζεται εδώ και σχεδόν δύο έτη, δίχως να έχει καν τεθεί σε ψηφοφορία στο ελληνικό Κοινοβούλιο, κατά παραβίαση κάθε έννοιας συνταγματικής νομιμότητας.
Με βάση όμως το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρα 1 παρ. 3, 26 παρ. 1,2, 60 παρ. 1 και 110) προκύπτει, ότι το δικαίωμα άσκησης της δημόσιας πολιτικής από τα συντεταγμένα όργανα του Κράτους (Βουλή, Κυβέρνηση, Πρόεδρο της Δημοκρατίας) πρέπει να γίνεται ελεύθερα κατά τρόπο ανεξάρτητο και μη υποκείμενο σε οποιαδήποτε νομική ή ακόμη και ηθική δέσμευση έναντι τρίτων. Τα δε πρόσωπα που ασκούν αυτές τις εξουσίες θεωρείται, με βάση το Σύνταγμα, ότι θα πρέπει να δρουν ελεύθερα και κατά συνείδηση. Επειδή όμως οι παραπάνω επιταγές δεν τηρούνται υπό το παρόν καθεστώς, όπου η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία σε μεγάλο βαθμό έχει καταστεί έρμαιο έξωθεν και έσωθεν αφόρητων πιέσεων και εκβιασμών, μπορεί να τεκμηριωθεί ότι η επιβολή των μνημονιακών συμφωνιών θίγουν ουσιωδώς τον σκληρό πυρήνα της συντεταγμένης λειτουργίας της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας.
Ακόμη, σε συνάφεια με τα προηγούμενα, το ελληνικό κράτος προβαίνει σε ανεπίτρεπτους περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής του κυριαρχίας. Τούτο συμβαίνει όμως χωρίς να συντρέχουν σωρευτικά όλες οι απαιτούμενες συνταγματικές προϋποθέσεις που διασφαλίζουν τη νομιμότητα αυτών των ενεργειών. Συγκεκριμένα, υπό το καθεστώς του λεγόμενου «Μνημονιακού Παρασυντάγματος», μπορεί να συναχθεί ότι η Ελλάδα δεν προβαίνει πλέον ελεύθερα με δική της θέληση σε περιορισμούς της εθνικής της κυριαρχίας.
Τα πράγματα δείχνουν, ότι οι εν λόγω περιορισμοί αποτελούν προϊόν εκβιασμού σε βαρος της χώρας από την πλευρά των δανειστών και των αγορών. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς ενδεικτικά τις πιέσεις και απειλές που εκτόξευσαν στα τέλη Οκτωβρίου του 2011 ισχυροί Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές της χώρας απέναντι στο, έστω και μακρινό, ενδεχόμενο να τεθεί σε δημοψήφισμα η επικείμενη νέα δανειακή σύμβαση. Αντιδράσεις που αποτέλεσαν το έναυσμα της «ηρωικής» αποχώρησης της Κυβέρνησης Γ. Α. Παπανδρέου από την εξουσία, αλλά και της ως εκ «δια μαγείας» αιφνιδιαστικής εγκατάλειψης της αντιμνημονιακής ρητορείας της αξιωματικής Αντιπολίτευσης του Α. Σαμαρά, ώστε έκτοτε να προσδεθεί υπάκουα στο άρμα της πολιτικής των «Μνημονίων». Οι έξωθεν αυτές επεμβάσεις οδήγησαν τελικά κατά παράδοξο και τυπικά συνταγματικά αμφισβητούμενο τρόπο στον σχηματισμό συγκυβέρνησης ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ τη ΝΔ – και το ΛΑΟΣ που αργότερα αποχώρησε -, υπό την πρωθυπουργία του Λ. Παπαδήμου.
Ανεξάρτητα από αυτό πάντως, με βάση τα έως τώρα δεδομένα, κατά τη γνώμη πολλών, δεν εντοπίζονται στα σχετικά υποστηρικτικά έγγραφα των «Μνημονίων» στοιχειώδη τεκμήρια που να πιστοποιούν σωρευτικά και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι τα μνημονιακά μέτρα υπαγορεύονται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγουν τα δικαιώματα τoυ ανθρώπoυ και τις βάσεις τoυ δημoκρατικoύ πoλιτεύματoς και λαμβάνονται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τoν όρo της αμoιβαιότητας, όπως δηλαδή στις συγκεκριμένες περιπτώσεις επιτάσσει το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρα 28 παρ. 2,3). Η αμείλικτη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα έως τώρα δεν επιβεβαιώνει τη σωρευτική εκπλήρωση των παραπάνω συνταγματικών προϋποθέσεων.
Όσο όμως η πολιτική ηγεσία του τόπου (Κυβέρνηση, Συμπολίτευση και Αντιπολίτευση) υποτάσσεται δουλικά στη βούληση των εγχώριων δανειστών, όσο δεν ανθίσταται με ενότητα, συνέπεια και υπευθυνότητα απέναντι στην κατάλυση του Συντάγματος και στον εξευτελισμό του κράτους και του λαού, όσο ο λαός παραμένει παθητικά σε σύγχυση, άβουλο έρμαιο της κατευθυνόμενης καταθλιπτικής προπαγάνδας που καλλιεργεί και διασπείρει το επικυρίαρχο σύστημα, τόσο η αρρώστια της κρίσης θα διευρύνεται, στο μέτρο που τα απομεινάρια του σημερινού κράτους και κυρίως εμείς οι πολίτες του επιτρέπουμε να δρα ανεξέλεγκτα.
Ας μη λησμονείται εξάλλου, ότι κάθε πολίτης αποτελεί κατά το Σύνταγμα θεματοφύλακας της έννομης τάξης και του Συντάγματος: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.» (άρθρο 120 παρ. 4 Σ). Αρκεί βέβαια ο Έλληνας πολίτης να διαθέτει το ηθικοπνευματικό ανάστημα να αντισταθεί δημοκρατικά από τη θέση που έχει ταχθεί, όσο ασήμαντη και αν αυτή μπορεί να φαίνεται, αρκεί να έχει τη βούληση να μην παραδώσει τα όπλα στο νέο καθεστώς υποτέλειας.